ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ
Λοιπόν, εδώ που καθόμουν όλη μέρα μέσα στη μοναξιά μου, τι νομίζεις ότι συνέβη; Άρχισα ν’ ακούω περίεργους ήχους. Πετάχτηκα από το φόβο μου γιατί ήταν μεσημεράκι και τον είχα γλυκοπάρει λίγο (τον ύπνο εννοώ)…
Στην αρχή νόμιζα ότι κάποιος είχε μπει στο σπίτι ή ότι είχες γυρίσει απ’ τη δουλειά -όμως μετά κατάλαβα. Δεν μου είχες πει ότι οι τοίχοι στην πολυκατοικία είναι από… τσιγαρόχαρτο. Ό,τι γινόταν λοιπόν στο διπλανό διαμέρισμα, ακουγόταν σαν να ήμουν εκεί. Και μάντεψε με ποιο δωμάτιο των διπλανών συνορεύει η κρεβατοκάμαρά σου. Με την κρεβατοκάμαρά τους! Δεν έχει πλάκα;
Καλά, έκαναν πάρτι! Αλλά εσένα γιατί δεν σε συγκινούν όλα όσα σου λέω; Γύρε επάνω μου και θα σου πω όλες τις λεπτομέρειες˙ θα δεις για πότε θα ξεχάσεις δουλειά και προβλήματα.
Όλα προφανώς ξεκίνησαν σε χαμηλή ένταση αλλά σιγά-σιγά τα πράγματα «ζωντάνεψαν». Εγώ ξύπνησα μετά από ένα δυνατό χτύπημα στον τοίχο, που μάλλον ήταν έπιπλο που το έσπρωξαν με βία. Λες; Συ είπας…
Μα, για πες μου, εσύ που γνωρίζεις του γείτονές σου, ποιος μένει δίπλα… έτσι ρωτάω, πληροφοριακά, όχι ότι είμαι κουτσομπόλης. Ώστε λοιπόν, αυτός ο τύπος ζει μόνος του και έρχεται η γυναίκα του και τον επισκέπτεται κάθε δυο-τρεις μήνες. Έτσι εξηγείται το γλέντι που είχε στηθεί.
Κανονικά θα ’πρεπε να φωνάξει «άξιος» ή «μπράβο παιδιά» -έστω ένα χειροκρότημα.
Το καημένο, λοιπόν, το έπιπλο (για να επανέλθω) πλήρωσε τη νύφη – στην κυριολεξία – γιατί άρχισαν να πέφτουν οι σανίδες του, να σπάνε, και δεν μπορείς να φανταστείς τι θόρυβο έκαναν. Και οι φωνές, φωνές! Και πάνω στο αποκορύφωμα, ακούστηκε μια φωνή: «κλείσε τις πόρτες ρε, έχουμε και παιδιά!». Φαντάσου, ακούστηκαν μέχρι την απέναντι πολυκατοικία.
Τώρα με ξαφνιάζεις. Σε περίμενα πιο ανοιχτόμυαλη. Δεν νομίζω ότι είχε δίκιο ο άνθρωπος. Κανονικά θα ’πρεπε να φωνάξει «άξιος» ή «μπράβο παιδιά» -έστω ένα χειροκρότημα. Ας έκλεινε την δική του πόρτα, ας έβαζε στα παιδιά του ωτοασπίδες. Είναι δυνατόν να χαίρεται κάποιος τόσο πολύ και να πετάγεσαι εσύ να του χαλάς το πανηγύρι; Να δεις που θα ζήλεψε, γιατί γύρευε πότε θα χάρηκε αυτός με τον ίδιο τρόπο…
Και στο κάτω-κάτω της γραφής, η χαρά (και μάλιστα τέτοια χαρά) είναι δώρο Θεού. Ξέρεις πόσοι θα ήθελαν σαν τρελοί να την ζήσουν και δεν τους δίνεται η ευκαιρία; Ωχ, είπα βλακεία. Τώρα θα θυμηθεί τη δική της «χαρά» και θα το ξενυχτήσουμε πάλι με δάκρυα.
Έλα, κορίτσι μου, έλα να σε νανουρίσω γλυκά να κοιμηθείς. «Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στου καραβιού την πλώρη κι ήρθε και με ξύπνησε του καπετάνιου η κόρη….» Συμβουλή : Όταν για διάφορους λόγους, ηθικούς ή και πρακτικούς, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στη χαρά κάποιου, τουλάχιστον ας μην του την χαλάμε.