ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποίησε επίσκεψη στην Αλβανία το διήμερο 6-7 Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο της οποίας θα επισκεπτόταν και τα χωριά Χειμάρρα, Λειβαδιά και Δερβιτσάνη της Β. Ηπείρου. Η επίσκεψη αυτή από Έλληνα Πρωθυπουργό στην περιοχή, 32 ολόκληρα μετά την τελευταία επίσκεψη του πατέρα του, Κων/νου Μητσοτάκη, στις 13 Γενάρη του 1991, σηματοδοτεί την αρχή μίας νέας εποχής για τις δύο χώρες και τους λαούς τους.
Ο Έλληνας ΠΘγός επισκέφθηκε τα Τίρανα στις 6 Δεκεμβρίου και στη Σύνοδο Κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Δυτικών Βαλκανίων υποστήριξε την ευρωπαϊκή προοπτική αυτών των χωρών.
Η προγραμματισμένη επίσκεψη στη Β. Ήπειρο αναβλήθηκε, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και την αδυναμία πτήσης του ελικοπτέρου, αλλά ο Έλληνας Πρωθυπουργός και ο Έντι Ράμα υποσχέθηκαν ότι αυτή θα πραγματοποιηθεί σύντομα με την παρουσία και του Αλβανού Πρωθυπουργού.
Η δικαιολόγηση αυτής της αναβολής δεν έπεισε τον Σύριζα, ο οποίος και βιάστηκε να θεωρήσει την επίσκεψη αποτυχημένη, για να διαψευσθεί για μία ακόμη φορά. Την συνέκρινε δε με την επίσκεψη στη Λιβύη, στην οποία δεν έχει καν αντιληφθεί τι έχει συμβεί…
Οι δύο Πρωθυπουργοί με τις δηλώσεις τους έδωσαν την απάντηση σε όσους και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου και όπου αλλού ελπίζουν ότι αυτή η έχθρα μεταξύ δύο λαών συμφέρει να διαιωνίζεται και να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, υπηρετώντας τα συμφέροντα τρίτων.
Κατάφεραν να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες του μίσους και να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και το δικό τους.
Διότι δεν είχε ακόμη στεγνώσει το μελάνι της είδησης και είχαν αρχίσει να βαρούν τα όργανα των σκοπιμοτήτων, πολιτικών και ιδεολογικών, και στις δύο χώρες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αντιδράσεων αποτελούν δύο αλβανικά δημοσιεύματα, το ένα από τον αρθρογράφο, διπλωμάτη και συγγραφέα Shaban Murati με τίτλο «Micotaqis zyrtarizon “Asosiaconin e Komunave greke” në Shqipëri»/ «Ο Μητσοτάκης επισημοποιεί την ένωση ελληνικών δήμων στην Αλβανία» και το δεύτερο από τον Dritan Goxhaj με τίτλο «Grekomanët e serbomanët e sotëm, rrezik për qënësinë e Shqipërisë»/«Οι σημερινοί φιλέλληνες (Ελληνομανείς, η σωστή μετάφραση) και οι φιλοσέρβοι, αποτελούν κίνδυνο για την ύπαρξη της Αλβανίας».
Και στα δύο άρθρα κυριαρχούν η δυσαρέσκεια, η ανησυχία και η διαφωνία γι’ αυτήν την επίσκεψη με διχαστικές, απαξιωτικές και εθνικιστικές αναφορές και των δύο συντακτών τους, οι οποίοι πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτό υπερασπίζονται την πατρίδα τους και την τιμή και περηφάνια του αλβανικού λαού.
Ειδικότερα και προς επίρρωση των ανωτέρω παρατίθενται οι σημαντικότερες από τις αναφορές των δύο αρθρογράφων:
-Ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα επισημοποιήσει/επικυρώσει τη Χειμάρρα ως ελληνικό δήμο και θα τη συνδέσει με το κυβερνητικό έργο της ένωσης ελληνικών δήμων στην Αλβανία, με πρώτη την σημαντική πόλη αυτή της Β. Ηπείρου.
-Ο Μητσοτάκης θα ξανακτίσει την ελληνική Β. Ήπειρο στο έδαφος της Αλβανίας.
-Ο Μητσοτάκης, αντί να ανταποδώσει τις επισκέψεις του Έντι Ράμα στην Αθήνα με επίσημη επίσκεψή του στα Τίρανα, επιλέγει την προκλητική περιοδεία στη Β. Ήπειρο. Συνεχίζει δηλαδή την απαξίωση της Αλβανίας, όπως έπραξαν και οι προκάτοχοί του.
-Με την επίσκεψη αυτή στη Β. Ήπειρο προκαλείται και προσβάλλεται ο αλβανικός λαός.
-Η επίσκεψη αυτή ενέχει τον κίνδυνο ελληνοποίησης της Β. Ηπείρου και ολόκληρης της Αλβανίας.
-Η διάθεση του κυβερνητικού ελικοπτέρου από τον Έντι Ράμα για την περιοδεία του Έλληνα ΠΘγού στη Β. Ήπειρο, δεν τιμά το αξίωμα και τον ρόλο του Αλβανού Πρωθυπουργού. (Προφανώς ή είχαν λανθασμένη ενημέρωση ή υπήρξε εσκεμμένη προσπάθεια ενοχοποίησης του Πρωθυπουργού της χώρας τους).
-Η πρόσκληση του Μητσοτάκη από τον ίδιο τον Ράμα να επισκεφθεί τη Β. Ήπειρο αποδεικνύει τη συνενοχή του στην προσβολή κατά της πατρίδας τους και του αλβανικού λαού.
-Η ένωση της Χειμάρρας με τους ελληνικούς δήμους της περιοχής αποτελεί παραδοχή της ελληνικότητάς της από τον Αλβανό Πρωθυπουργό και τον καθιστά συνένοχο στον δόλιο σκοπό του Μητσοτάκη. Η ενοχή του δε τον βαραίνει ακόμη περισσότερο, όταν ο ίδιος κατάγεται από την πόλη αυτή.
-Ο Μητσοτάκης επιχειρεί με την επίσκεψη αυτή τη δόλια εκταφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας, «του Πρωτοκόλλου της ντροπής», με την προκλητική ένωση ελληνικών δήμων στο έδαφος της Αλβανίας και την προσβολή που γίνεται στον αλβανικό λαό.
Και τέλος διατυπώνεται απροκάλυπτα
-Η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των πόλεων της Β. Ηπείρου και των κατοίκων της και η ανησυχία ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός μεταβαίνει εκεί με σκοπό να αρπάξει έδαφος της Αλβανίας.
Από την άλλη πλευρά και στη χώρα μας αρθρογράφοι, φίλα προσκείμενοι, προφανώς, στην αντιπολίτευση, έσπευσαν να αποδώσουν πολιτική σκοπιμότητα στην επίσκεψη αυτή του Έλληνα Πρωθυπουργού, κατηγορώντας τον ότι μοναδικό σκοπό έχει την ψηφοθηρία ενόψει των εκλογών και στόχο την υφαρπαγή της ψήφου ακροδεξιών ψηφοφόρων και Β. Ηπειρωτών του Ελλαδικού χώρου, οι οποίοι, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, ετοιμάζονται ήδη να μεταβούν στη Β. Ήπειρο, μισθώνοντας λεωφορεία.
Είναι λυπηρό αξιόλογοι αρθρογράφοι της γείτονος χώρας και Έλληνες δημοσιογράφοι, να τορπιλίζουν μία ακόμη προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών με εθνικιστικές και κομματικές κορώνες.
Και αντί αυτή η συνάντηση να χαιρετίζεται με ενθουσιασμό και αισιοδοξία και από τους δύο λαούς, διότι αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην καλλιέργεια φιλικών σχέσεων, την άρση του εμπολέμου και τη συνεργασία σε όλα τα επίπεδα, επιστρατεύθηκαν και από τις δύο πλευρές σαθρά εθνικιστικά επιχειρήματα και ανυπόστατες αιτιάσεις.
Ανέμενα ο Αλβανός Πρωθυπουργός να κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες του μίσους, της Ελληνοφοβίας και των σκοπιμοτήτων κάθε είδους. Να μην επηρεαστεί από αυτά τα δημοσιεύματα και να κάνει την υπέρβαση, διότι είναι βέβαιο ότι τα άρθρα αυτά δεν εκφράζουν ολόκληρο τον φίλο αλβανικό λαό.
Ανέμενα να δοθεί η ευκαιρία στον Μητσοτάκη να απευθυνθεί στους γείτονες με της αλήθειας τη γλώσσα και την μπέσα των κοινών μας προγόνων. Και είμαι βέβαιη ότι ο περήφανος αλβανικός λαός, αυτό θα το εκτιμούσε.
Και δικαιώθηκα. Εξακολουθώ δε να ελπίζω ότι οι δύο Πρωθυπουργοί θα συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησαν, κωφεύοντας σε ακραίες διχαστικές φωνές.
Θα ήθελα να παρακαλέσω στους δύο Αλβανούς αρθρογράφους, με όλον τον σεβασμό προς την ελευθερία της γνώμης τους, να επανεξετάσουν όσα έγραψαν. Με ψυχραιμία, σοβαρότητα και σύνεση να αναθεωρήσουν και να γίνουν ένθερμοι κήρυκες της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μας. Εάν, παρόλα αυτά, συνεχίσουν να έχουν την ίδια άποψη, τότε έχουν το δικαίωμα και να την εκφράζουν, ας αναλογιστούν, ωστόσο, την ιστορική ευθύνη τους, διότι αυτό αποβαίνει σε βάρος της φιλίας και συνεργασίας δύο γειτονικών λαών, τους οποίους συνδέει κοινή γλώσσα και καταγωγή από αρχαιοτάτων χρόνων.
Το ισχυρότερο χαρακτηριστικό και των δύο λαών είναι η φιλαλήθεια των προγόνων τους. Καθήκον και χρέος των δύο Πρωθυπουργών είναι η τόλμη να την παρουσιάσουν από κοινού και στους δύο λαούς, ακόμη και όταν αυτή είναι δυσάρεστη.
Η Ιστορία των δύο λαών πρέπει να ξαναγραφεί αντικειμενικά, ιδιαίτερα από την αλβανική πλευρά, τα λάθη που έγιναν να επανακριθούν, να επαναξιολογηθούν και να αποδοθούν οι ευθύνες που ίσως δεν αποδόθηκαν, ώστε να νικηθούν επιτέλους οι έως σήμερα αήττητες προκαταλήψεις.
Σύμμαχος σ’ αυτήν την προσπάθεια, θέλω να πιστεύω, ότι θα είναι οι Αλβανοί που διαμένουν στη χώρα μας, οι οποίοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, εμπιστεύονται τη χώρα που φιλοξενεί αυτούς και τα παιδιά τους, τα οποία μετέχουν της ελληνικής παιδείας, εργάζονται στη χώρα μας, διαπρέπουν σε όλους τους τομείς με την ιδιαίτερη ευφυία και εργατικότητα της φυλής τους.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός πρέπει να διαβεβαιώσει τον αλβανικό λαό ότι ουδεμία εχθρική ενέργεια κατά της Αλβανίας θα επιχειρηθεί στο μέλλον από ελληνικής πλευράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα μας, αν προκληθεί, δεν θα απαντήσει. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι οι Έλληνες γνωρίζουν να σέβονται τις συνθήκες και την ανεξαρτησία των άλλων χωρών, όπως και να υπερασπίζονται τη δική τους.
Η Σύνοδος στα Τίρανα υπήρξε μία σπουδαία ευκαιρία οι δύο λαοί να καταφέρουν να απαλλαγούν από τις προκαταλήψεις που τους κρατούν δέσμιους, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να βρει τον δρόμο ανοιχτό, ώστε να εδραιωθεί η φιλία μεταξύ των δύο χωρών.
Λυπάμαι, διότι ορισμένοι «φιλοπάτριδες» Αλβανοί εξωτερικεύουν το μένος κατά της ελληνικής μειονότητας, το οποίο για δικούς τους λόγους πεισματικά αναμοχλεύουν με κάθε ευκαιρία, αρνούμενοι ακόμη και την ελληνικότητά της.
Οι φίλος αλβανικός λαός οφείλει να κατανοήσει και να σεβαστεί και την αγάπη των Β. Ηπειρωτών προς την μητέρα Ελλάδα και την επιθυμία τους για αυτονομία. Και θα αρκούσε γι’ αυτό η σύγκριση και η ταύτισή της με την αγάπη των δικών τους γενναίων Κοσοβάρων προς την μητέρα Αλβανία και την αυτονομία τους.
Τις δύο αυτές περιοχές τις συνέδεσε κοινή μοίρα, όταν ξύπνησαν ένα πρωί σε ξένες χώρες, το μεν Κόσοβο με τη διάσκεψη του Λονδίνου (1913), η δε Β. Ήπειρος με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1913) και τη διάσκεψη των «συμμάχων» στο Παρίσι (1921) και οι κάτοικοί τους από ελεύθεροι γηγενείς πολίτες κατέστησαν μειονότητες χωρίς πατρίδα και κυρίως χωρίς ή ψαλιδισμένη την εθνικότητά τους.
Και οι μεν Κοσοβάροι δεν υποτάχθηκαν στη μοίρα τους, αλλά σαν τους γυπαετούς των βουνών της πατρίδας τους και τους γενναίους πολεμιστές της φυλής τους, άδραξαν τα όπλα, αγνόησαν τις άδικες συνθήκες και έχυσαν το αίμα τους για την ανεξαρτησία από τη Σερβία, με την στρατιωτική συνδρομή και της μητέρας Αλβανίας. Ακόμη σήμερα δε, αγωνίζονται να αναγνωριστεί αυτή τους η ανεξαρτησία από όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας.
Αντίθετα οι Έλληνες Β. Ηπειρώτες υπέμειναν διώξεις, εξορίες, δολοφονίες και φυλακίσεις επί Χότζα, όπως και Αλβανοί πολίτες, αναμένοντας μάταια τη συμπαράσταση της δικής τους πατρίδας. Οι Έλληνες Πρωθυπουργοί σεβάστηκαν ακόμη και τις άδικες αποφάσεις των τότε ισχυρών και δεν τις καταστρατήγησαν, ενώ είχαν και έχουν και σήμερα τη στρατιωτική υπεροχή για να το επιβάλουν.
Κάθε πολίτης του κόσμου και κάθε χώρα έχουν καθήκον και χρέος να σέβονται το δικαίωμα και των μειονοτήτων να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά και κατά συνέπεια και οι Αλβανοί έχουν την ίδια ιερή υποχρέωση να σεβαστούν και την ανάγκη των Β. Ηπειρωτών, όπως και των Κοσοβάρων, να επιλέξουν ως εθνικότητα εκείνη που ιστορικά και δικαιωματικά, ως ομόφυλοι, κατέχουν.
Αλβανοί και Έλληνες, Έλληνες και Αλβανοί οφείλουμε να αφήσουμε πίσω το παρελθόν, να συγχωρήσουμε, χωρίς να παραδώσουμε τους νεκρούς μας στη λήθη, και να συνεργαστούμε ενωμένοι, ώστε και οι Κοσοβάροι και οι Β. Ηπειρώτες να συνεχίσουν να διαβιώνουν στον τόπο τους, απολαμβάνοντας τα προνόμια των γηγενών κατοίκων και απαλλαγμένοι από την μειωτική για εκείνους ταμπέλα της μειονότητας που κάποιοι μεγάλοι και ισχυροί τους κάρφωσαν στο στήθος με όλες τις συνέπειες που ακόμη και σήμερα τους ταλανίζουν.
Ο ελληνικός λαός ζει σήμερα αρμονικά με τους Αλβανούς.
Οι μεταξύ των δύο λαών συχνές επιγαμίες, η κοινή στη χώρα μας για τα παιδιά μας παιδεία, τα κοινά από την αρχαιότητα ήθη και έθιμα, η παράδοση και ο πολιτισμός, αλλά κυρίως η κοινή γλώσσα και καταγωγή είναι αυτά που ισχυροποιούν ακόμη πιο δυνατά τους μεταξύ των δύο λαών δεσμούς.
Οι διχαστικές και ανιστόρητες κραυγές και στις δύο χώρες πρέπει να σιγήσουν.
Κάθε προσπάθεια προσέγγισης και συνεργασίας είναι επαινετέα και όχι κατακριτέα. Το εθνικό και ηθικό δε χρέος των δύο Πρωθυπουργών να σηκώσουν επιτέλους το σφυρί και να ξεκινήσουν το γκρέμισμα των τειχών που τρίτοι ύψωσαν ανάμεσά μας, υπηρετώντας ιδιοτελείς σκοπούς, εκτός από γενναία και ιστορική πρωτοβουλία, καθίσταται αναγκαίο σ’ αυτές τις συγκυρίες.
Δεν μας αρμόζει η έχθρα.
Σε αδελφικούς λαούς αρμόζουν αγώνες για μία ειρηνική συμβίωση στον ίδιο χώρο, η διαβίωση των λαών τους χωρίς άγχος και φόβο, έχθρα και αήττητες προκαταλήψεις.
Όλα τα άλλα ρίπτουν άφθονο ύδωρ στις υδρίες εκείνων που επιδιώκουν να τις γεμίζουν, για να τις αδειάζουν, όταν κρίνουν ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για τα συμφέροντά τους.
Αδέλφια μας Αλβανοί, αγαπητοί συμπατριώτες, ας μην δώσουμε στους ισχυρούς «φίλους» και εχθρούς για μία ακόμη φορά αυτήν την ικανοποίηση και χαρά…