ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Ο Ν. Πολίτης πίστευε ότι η συνήθεια των Καλαντάρηδων της βυζαντινής περιόδου να μασκαρεύονται από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα και να πειράζουν τους συμπολίτες τους κέντρισε το ενδιαφέρον και έδωσε το λάκτισμα στη φαντασία του λαού να πλάσει τους Καλικάντζαρους. Ο τρόμος που ενέπνεαν στα παιδιά, αλλά συχνά και στους ενήλικες, προσέδωσε δαιμονιώδη μορφή στους ενοχλητικούς και ταραχώδεις εκείνους πανηγυριστές των Καλανδών, μέχρις ότου τους ταύτισε με τα πρόσωπα των δεισιδαίμονων παραστάσεων.

Οι Καλικάντζαροι ή Παγανιές και Παγανά, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, ήταν δαιμονικά πλάσματα που, όπως αναφέρει ο Πολίτης διά στόματος απλών ανθρώπων, «έρχονται από τη γης από κάτω. Όλον τον χρόνο πελεκούν με τα τσεκούρια να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γης , αλλά, όταν κοντεύουν να το κόψουν, έρχεται ο Χριστός και μονομιάς ξαναγίνεται το δένδρο και τότε τα δαιμόνια χιμούν στη γης επάνω και πειράζουν τους ανθρώπους», παραλλαγή του γνωστού μύθου του Άτλαντα στην ελληνική μυθολογία.

Δεν προλάβαιναν, ωστόσο, να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο, διότι, ακολουθώντας την προκαθορισμένη από τον λαϊκό «σεναριογράφο» οικονομία του μύθου, ανέβαιναν στη γη για το Δωδεκαήμερο, από την ημέρα των Χριστουγέννων έως και την παραμονή των Θεοφανείων, όταν ο ιερέας, με τον αγιασμό των υδάτων και όλων των χώρων, εξεδίωκε αυτά τα δαιμονικά ενοχλητικά πλάσματα. Μέχρι, όμως, να επιστρέψουν και πάλι στα έγκατα, το δέντρο είχε αναγεννηθεί και άρχιζαν πάλι από την αρχή το κοπιώδες και αναποτελεσματικό έργο τους, παραλλαγή του μύθου του Σισύφου.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι, όπως παρατηρούμε, οι αρχαίοι μύθοι και οι λαϊκές δοξασίες βρίσκονται σε μία συνεχή και αδιάλειπτη σύνδεση ανά τους αιώνες.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, οι Καλικάντζαροι ήταν επίσης πλάσματα της γόνιμης λαϊκής φαντασίας και κατάλοιπα αρχαίων παγανιστικών-ειδωλολατρικών τελετών. Πρωταγωνιστές του βυζαντινού δωδεκαημέρου οι Βανβουτζικάριοι δαίμονες, οι οποίοι διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας με διαφορετικά ονόματα.
Αν επιχειρήσουμε με τη λογική να εξηγήσουμε τη γέννηση αυτών των πλασμάτων, δεν έχουμε παρά να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας το πλήθος των αφηγήσεων των δικών μας γονέων και τις συναρπαστικές στα παιδικά αυτιά μας ιστορίες με πρωταγωνιστές πλάσματα εξωπραγματικά, τα οποία είτε ήταν αποκυήματα της φαντασίας τους, αφού ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων είναι εκείνο που γεννά τις φαντασίες των δαιμονικών όντων και κάθε αγράμματος γεωργός έβλεπε ακόμη και την ημέρα δαίμονες και φαντάσματα.

Ωστόσο, δεν αποκλείεται να ήταν και αποτέλεσμα οργανωμένων «παραστάσεων» στο σκοτάδι, σε βάρος των δεισιδαιμόνων και ευκολόπιστων προγόνων μας, με πρωταγωνιστές ανθρώπινα μεταμφιεσμένα πλάσματα, με σκοπό το γέλιο και τη διέξοδο από τη ρουτίνα της σκληρής καθημερινότητάς τους ή ακόμη και την κλοπή και κάθε είδους «παραβατικές», για τα τότε ήθη, συμπεριφορές.

Σε ορισμένες περιοχές πίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι ήταν ψυχές παιδιών που γεννήθηκαν το δωδεκαήμερο ή ανήμερα του Χριστού και, επειδή δεν βαπτίστηκαν αμέσως, μεταμορφώθηκαν σε δαίμονες. Ψυχές ανθρώπων που απεβίωσαν, έχασαν τη ζωή τους βίαια ή με αυτοχειρία την ίδια περίοδο, έζησαν ζωή γεμάτη συμφορές, ή, σύμφωνα με τους αρχαίους, ψυχές (κήρες/δαίμονες του θανάτου) που βρήκαν τη θύρα του Άδη ανοιχτή και δραπέτευσαν. Ακόμη ψυχές αγαπημένων προσώπων που επιθυμούν την επικοινωνία με τους δικούς τους και περιπλανώνται στον επάνω κόσμο, αναζητώντας τους.

Δεν αποκλείεται, ωστόσο, οι Καλικάντζαροι να ήταν και απομεινάρια του μύθου των αρχαίων Κόβαλων, των ακόλουθων του θεού Διόνυσου στην αρχαία Ελλάδα, οι οποίοι δίδασκαν στους ανθρώπους το ψεύδος και την απάτη. Τα δαιμονικά αυτά πλάσματα παρουσιάζονται από τον Αριστοφάνη στο έργο του «Πλούτος» ως κακόβουλοι, πανούργοι και υβριστές δαίμονες.

Κόβαλος στην αρχαία ελληνική είναι το κακοποιό φάντασμα, ο πανούργος, ο δόλιος, ο απατεώνας. Στη λατινική cobalus/με την ίδια σημασία και στη γερμανική Kobold (οικιακό πνεύμα, βλ.και κοβάλτιο).

Στην αρβανίτικη-πελασγική, έχει την έννοια επίσης του απατεώνα, πονηρού, ραδιούργου, ύπουλου και προδότη (kob, i/ ανοσιουργία, απάτη, προδοσία και kobtar/ασεβής, ύπουλος, πονηρός, προδότης. Η λέξη προέρχεται από το όνομα ενός εκ των δαιμόνων (θεών ) της κωμωδίας, του Κοάλεμου, και σημαίνει τον ανόητο, βλάκα, ηλίθιο. Το όνομα στην πρώτη του μορφή είχε και το δίγαμμα -F (ΚοFάλεμος), εξ ου και το -β στο Κόβαλος. Ήταν δε σύνθετη εκ του κοF(β, μπ)/πονηρός, ύπουλος, ασεβής, όπως ακριβώς στην αρβανίτικη, + ιάλεμος/άξιος οίκτου, αξιοθρήνητος, θλιβερός.

Η μορφή των Καλικαντζάρων υπήρξε απότοκο του κοινωνικού βίου και του πολιτισμού πολλών λαών, αφού τους συναντάμε και σε άλλες χώρες και όχι μόνο στην Ελλάδα. Κοινή είναι η περιγραφή τους με βασικό γνώρισμα την ασχήμια ή την αναπηρία και οι περισσότερες παραπέμπουν στους δαίμονες της αρχαιότητας και της διονυσιακής λατρείας, όπως οι Κόβαλοι, οι Κάβειροι, οι Κένταυροι, οι Σάτυροι, ο Πάνας κά, καθώς και στα ξωτικά του μεσαίωνα στη δύση.

Κατ’ άλλους οι Καλικάντζαροι ήταν ψηλοί σαν τον άνθρωπο και λιπόσαρκοι, νάνοι μαύροι και τριχωτοί και φορούσαν σιδεροπάπουτσα, τσαρούχια ή γουρουνοπάπουτσα. Άλλοι τους φαντάστηκαν με μορφή ζώου και ανθρώπου, με κόκκινα άγρια μάτια, τρίχωμα και τραγοπόδαρα, παραπέμποντας στον Πάνα και τους Κενταύρους της ελληνικής μυθολογίας, άλλοι σαν εξωτικά, μονόφθαλμους, χωλούς, στραβοπόδαρους, με ουρά, με κάπες, μαύρα δόντια και βρόμικους.
Καυγάδιζαν συνήθως μεταξύ τους, δεν είχαν τάξη και σειρά στις ασχολίες τους, τις παρατούσαν εύκολα στη μέση, ενώ δεν διακρίνονταν για την ευφυΐα τους, αφελείς και ευκολόπιστοι όντες.

Σε ορισμένες περιοχές πίστευαν ότι μπορούσαν να κάνουν και κακό στον άνθρωπο, όπως να τον πνίξουν, αν δεν απαντούσε σωστά στα αινίγματα που του έθεταν καβαλώντας στους ώμους του (βλ. Οιδίπους τύραννος- Σφίγγα), ή τον ζουλούσαν με τα νύχια τους και ρωτούσαν «Στούπος ή Μόλυβδος;», περιμένοντας να απαντήσουν «στούπος», για να τον ελευθερώσουν και, αλίμονο, αν απαντούσε «μόλυβδος». Θα τον κατασπάρασσαν με τα νύχια τους και, αν γλίτωνε, θα του προκαλούσαν ψυχολογικά προβλήματα. Επίσης μπορούσαν να του πάρουν τη μιλιά, όπως και οι νεράιδες των πηγών των ποταμών μας και των λαϊκών μας μύθων.

Ήταν πλάσματα που ζούσαν στο σκοτάδι και απέφευγαν το φως της ημέρας. Τους άρεσε πολύ ο χορός και παρέσυραν και τους ανθρώπους που θα συναντούσαν σε αυτόν, αν δεν τους αναγνώριζαν, ή τους εξανάγκαζαν. Οι γυναίκες ήταν τα εύκολα θύματά τους. Παραμόνευαν στις πηγές ή τον μύλο, αν κάποια αργοπορημένη πήγαινε βράδυ, και τις υποχρέωναν να χορέψουν μαζί τους, παρενοχλώντας τις και παραπέμποντάς μας στους Σατύρους του Διονύσου και τις Νύμφες.

Συνήθη θύματά τους και οι μυλωθροί και τα γεννήματα στους μύλους τους και αξιολύπητες οι γριούλες, προς τις οποίες επεδείκνυαν ασέβεια, με σπρωξιές, παρενοχλήσεις κάθε είδους και μαγάρισμα των ασπρορούχων της απλωμένης μπουγάδας. Για τον λόγο αυτό οι νοικοκυρές δεν άφηναν ποτέ έξω πλυμένα τα ρούχα τους τη νύχτα του δωδεκαήμερου. Όλοι δε, μικροί και μεγάλοι, απέφευγαν να κυκλοφορούν μετά το ηλιοβασίλεμα, ενώ εμείς τα παιδιά εγκαταλείπαμε τα παιγνίδια μας, μόλις σουρούπωνε.

Αν υπήρχε ανάγκη να μεταβεί κάποιος κάπου τη νύχτα, κρατούσε στο χέρι του ένα αναμμένο δαυλί, για να τρομάξει και να κατακάψει τους Καλικάντζαρους, αν τους συναντούσε και τον ενοχλούσαν, διότι τα Παγανά έτρεμαν τη φωτιά. Δεν έπρεπε να τους μιλήσει, παρά μόνο να τους φοβερίσει με την απειλή της φωτιάς. Οι Αρβανίτισσες τους απειλούσαν με το δαυλί στην αρβανίτικη γλώσσα, βέβαιες ότι η απειλή θα γινόταν κατανοητή, αν όχι στα λόγια, στην πράξη. Στα πηγάδια επίσης άναβαν δαυλούς, για να τα προστατεύσουν και απέφευγαν να πηγαίνουν βράδυ στις πηγές και τον μύλο.

Στη διάρκεια της ημέρας και με το πρώτο λάλημα του πετεινού, οι Καλικάντζαροι έτρεχαν να κρυφτούν σε σπηλιές και σκοτεινά μέρη. Τρέφονταν με ό τι πιο βρόμικο για τον άνθρωπο, φίδια, ποντίκια, βατράχους και σκουλήκια και, όταν κατάφερναν να εισβάλουν στην οικία του κάθε νοικοκύρη, άρπαζαν ό τι βρώσιμο ανακάλυπταν, ενώ ιδιαίτερη αδυναμία είχαν στο χοιρινό, τις τηγανίτες και τα αποξηραμένα σύκα.

Δεν περιορίζονταν, ωστόσο, στην υφαρπαγή των αγαθών, αλλά μαγάριζαν και αναστάτωναν ολόκληρο τον χώρο, σκορπώντας το αλεύρι παντού και τα αποθηκευμένα τρόφιμα των κελαριών, ακόμη και της κατσαρόλας το φυλαγμένο για την άλλη ημέρα φαγητό. Επειδή δε η εστία του σπιτιού και η φωτιά ήταν ο χειρότερος εχθρός τους, ουρούσαν ξεδιάντροπα πάνω της και από την καμινάδα, όπου συνήθως ανέβαιναν, για να εισέλθουν στην οικία. Γι’ αυτό έκαναν μεγάλο θόρυβο στις στέγες, πηδώντας από τη μία στην άλλη και σπάζοντας τα κεραμίδια. Οι νοικοκυρές συνέλεγαν τη στάχτη κάθε πρωί και την πετούσαν στους αγρούς, πιστεύοντας ότι θα βοηθούσε τα φυτά τους να καρπίσουν. Η στάχτη αυτή λεγόταν παγανόσταχτη.

Οι λαϊκοί μυθοπλάστες, επιχειρώντας να τους περιορίσουν την υπερφυσική δαιμονική δύναμη, πηγή κάθε συμφοράς για τους ανθρώπους, που οι ίδιοι σε μία γονιδιακή συνέχεια τους απέδωσαν, και σε μία προσπάθεια εξισορρόπησης και δίκαιης αντιμετώπισης και των δύο μερών, όρισαν ότι η δύναμη αυτή θα προκαλούσε μεν σοβαρές ζημιές, αν ο άνθρωπος ήταν ευκολόπιστος και αφελής, αλλά αν ήταν ευφυής, καχύποπτος και δύσπιστος, θα είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τις ενοχλήσεις και τα παθήματα, καθώς οι Καλικάντζαροι παρουσιάζονται και ως αφελή και ευκολόπιστα όντα.

Ως αρχηγός τους, σε ορισμένες περιοχές, αναφερόταν ο Μαντρακούκος ή Μεγάλος Καλικάντζαρος ή Υπερβανβουτζικάριος. «Παρασταίνεται», αναφέρει ο Πολίτης, «κουτσός, κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, με καραφλό κεφάλι κι ασχημομούρης, τέρας. Έχει και φύση πάρα πολύ μεγάλη, γι’ αυτό πολλές φορές και τη φύση τη λεν «μαντρακούκο». Την ημέρα κρύβεται σε μάντρες κι έρημους τόπους, και κατά τα σουρουπώματα κατεβαίνει στα σταυροδρόμια και στα σοκάκια, για να βρει καμιά γυναικούλα να την καβαλικεύσει και να της κάνει χίλιω λογιώ πράγματα. Και η γυναίκα, αν γνωρίσει και τον ξορκίσει τον Οξαποδώ, ελευθερώνεται και πάει στη δουλειά της, αλλιώς πολλά κιντυνεύει να πάθει στα χέρια του Μαντρακούκου».

Άλλος ισχυρός Καλικάντζαρος της παράδοσης είναι ο Κωλοβελόνης, ο οποίος έχει την ιδιότητα να περνά και μέσα από χαραμάδες και γι’ αυτό είναι και πολύ επικίνδυνος επίσης.

Έχουν και άλλα ονόματα με τα οποία αποδίδονται οι ιδιότητες του καθενός, όπως
Μαλαγάνας, Μαλαπέρδας, Μαγάρας, Περίδρομος, Γ(κ)ούρλος, κά.
Τον δαιμονικό αυτό «θίασο» συμπληρώνουν και οι θηλυκοί Καλικάντζαροι, οι ονομαζόμενοι Βερβελούδες, οι οποίες είναι γυναίκες τριχωτές που σκαρφαλώνουν στα ψηλά σημεία των κατοικιών και κατεβαίνουν από τα τζάκια στα σπίτια τα μεσάνυχτα με τους άνδρες Καλικάντζαρους.
Οι νοικοκυρές σε ολόκληρη την Ελλάδα και την περιοχή μας έπαιρναν τα μέτρα τους και επινοούσαν διάφορους τρόπους, για να τους αντιμετωπίσουν και να προστατευτούν.

Ένας τρόπος ήταν η προσευχή «Πάτερ ημών» τρεις φορές. Ο «δωδεκαμερίτης», τα κούτσουρα, δηλαδή, στην εστία από αγκαθωτούς κορμούς που έκαιγαν αδιάκοπα επί δώδεκα ημέρες και απέτρεπαν την είσοδό τους από την καμινάδα. Το σημείο του Σταυρού στην εξώπορτα, πάνω στα δοχεία λαδιού και κρασιού, στους τοίχους του σπιτιού και στους σταύλους. Τα αναμμένα κάρβουνα έξω από την πόρτα του σπιτιού, συνήθης τρόπος στην περιοχή μας.

Το κάψιμο αλατιού στην φωτιά ήταν ακόμη ένα αποτρεπτικό μέσο, καθώς οι κρότοι που προκαλεί το αλάτι καιόμενο τρόμαζε τους Καλικάντζαρους. Επίσης το κάψιμο υλικών, όπως το λάστιχο ή τα παλιά τσαρούχια, η κοπριά και τα φτερά στη φωτιά, των οποίων η καύση εκλύει δυσάρεστες οσμές, ήταν ένας ακόμη τρόπος, δυσάρεστος, όμως, και για τους ανθρώπους, όπως και το κρέμασμα πίσω από την πόρτα ή μέσα στην καμινάδα ενός κατωσάγωνου χοίρου. Σε άλλες περιοχές πετούσαν κομμάτια κρέας ή λουκάνικα στη σκεπή, για να τα τρώνε και να φεύγουν ή τοποθετούσαν ένα πιάτο με λουκουμάδες ή τηγανίτες στο τζάκι, για να τους εξευμενίζουν. Το σκιλλοκρέμμυδο ή μπότσκα για τους Αρβανίτες, κρεμασμένο έξω από κάθε εξώπορτα, πίστευαν ότι απομακρύνει τους δαίμονες και κάθε κακό, ενώ θα φέρει τύχη σε κάθε νοικοκυριό το νέο έτος.

Ένας ακόμη πολύ αγαπητός στις γυναίκες τρόπος αντιμετώπισης ήταν το κρέμασμα της σήτας-κόσκινου σε ένα εξωτερικό σημείο του σπιτιού. Οι αφελείς Καλικάντζαροι επιχειρούσαν να μετρήσουν τις οπές της και με την απασχόληση αυτή περνούσε η νύχτα και αποχωρούσαν το ξημέρωμα, αφού μόνο ως το 2 ήξεραν να μετρούν και αυτό επαναλάμβαναν, ένα-δύο, ένα-δύο.

Ωστόσο, το βασικότερο όπλο ήταν η φωτιά και για τον λόγο αυτό, εκτός από τον «δωδεκαμερίτη», άναβαν και φωτιές σε εξωτερικούς χώρους, ώστε να διώξουν μακριά τα δαιμόνια την παραμονή των Χριστουγέννων ή βροντούσαν μεγάλα κουδούνια (κυπριά), κατάλοιπα της διονυσιακής λατρείας και των Ανθεστηρίων, αλλά και ταψιά.

Και τέλος το αποτελεσματικότερο όπλο ήταν ο αγιασμός των υδάτων, των κατοικιών και όλων των χώρων την άγια ημέρα των Θεοφανείων.
Οι Καλικάντζαροι εγκατέλειπαν τον Επάνω Κόσμο με τον λαϊκό χλευασμό να τους συνοδεύει τραγουδιστά:
«Φεύγετε να φεύγουμε,
γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας,
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του!»

Στα χωριά μας ακόμη και σήμερα οι προλήψεις και οι δοξασίες καλά κρατούν και πολλές νοικοκυρές τηρούν με ευλάβεια όλα τα αποτρεπτικά μέσα και προστατεύουν τα σπίτια τους με όσες οδηγίες και τρόπους έχουν παραδοθεί από γενιά σε γενιά.Η ετυμολογία της λέξης

Πολλές είναι οι εκδοχές για την ετυμολογία της λέξης. Αναφέρω τις σημαντικότερες:
Καλός+κάνθαρος (κατ’ ευφημισμόν το καλός)
Καλός+(σ)καντζός -αρος/τριχωτός, ζαρωμένος
Κάλι+Γάντζαρος. Το Κάλι είναι όνομα Αθιγγάνων και το Γάντζαροι ήταν Αθίγγανοι, οι οποίοι ήλθαν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο τον 14ο αιώνα.
Καρκάντζαλος, καρκάς/κουφάρι+ ζαλίμ/ τυραννικός (τουρκ. γλ).
Κάλι+κάνθαρος-κάντζαρος. Στην αρβανίτικη-πελασγική γλώσσα η λέξη είναι σύνθετη εκ του ουσιαστικού κάλι/άλογο (κέλης στην ομηρική) +κάντζαρος-κάνθαρος, το κοπροφάγο έντομο, ιερό για τους Αιγυπτίους (σκαραβαίος), το οποίο προκαλούσε μεγάλες ζημιές στα γεννήματα, και μας δίνεται η μορφή και οι ιδιότητες με τα οποία οι πρόγονοί μας φαντάστηκαν τα δαιμόνια αυτά ως αλογοκάνθαρο-ιπποκάνθαρο.
Άλλες ονομασίες:
Πειραξίες: Στην περιοχή μας οι Αρβανιτόφωνοι ονόμαζαν τους Καλικάντζαρους Πειραξίες, αφού βασική τους αποστολή ήταν να πειράζουν και να ενοχλούν τους ανθρώπους.
Παγανιές ή Παγανά: Τους ονόμαζαν ακόμη Παγανιές και Παγανά, όπως και σε άλλες περιοχές, συνδέοντας τη λέξη με τους ειδωλολάτρες και τα έθιμά τους. Αυτό έχει την εξήγησή του, αφού η αρχική σημασία της λέξης paganus στη λατινική γλώσσα ήταν χωρικός (pagus/χωριό) και στα χωριά διατηρήθηκαν περισσότερο τα ειδωλολατρικά έθιμα, όπως αυτό των Παγανών.
Τσιλικρωτά: Στη Μάνη οι Καλικάντζαροι λέγονται τσιλικρωτά, από το ρήμα τσιλικρώνω/χαλυβδώνω.
Πλανήταροι: Στην Κύπρο ονομάζονται πλανήταροι, από το πλανώ και πλανώμαι.

Η πίστη στην ύπαρξη των Καλικαντζάρων ή όποιας άλλης μορφής δαιμονίων και ξωτικών στη διάρκεια του δωδεκαημέρου είναι κοινή σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά και στην Τουρκία, προφανώς από την επί πολλούς αιώνες συμβίωση μαζί μας και ιδιαίτερα με τους Ίωνες της Μ. Ασίας. Πίστευαν ότι το δωδεκαήμερο των χριστιανών έρχονται τα δαιμονικά αυτά πλάσματα στη γη, οι Καρα Κάντζαλοι (Καρκάντζαλοι) και για να τα εκδιώξουν έσερναν αλυσίδες και πίστευαν ότι με τον δυνατό θόρυβο τα τρόμαζαν.
Στη Γαλλία οι Loup-garous (λυκάνθρωποι) τριγυρνούσαν στους δρόμους τη νύχτα των Χριστουγέννων και έτρωγαν τα σκυλιά.
Στη Σκανδιναβία τα τρολ (Trolle), ήταν σατανικές μορφές με σαρκοβόρες διαθέσεις απέναντι στον άνθρωπο που τα εξευμένιζαν με θυσίες. Σήμερα αυτή η λέξη έχει λάβει τη σημασία του προκαλώ, ειρωνεύομαι, εκνευρίζω γράφοντας κακόβουλα σχόλια στο διαδίκτυο και προσβάλλοντας και προκαλώντας και στην καθημερινότητα.
Στη Γερμανία οι δαίμονες που έβγαιναν τις νύχτες του Δωδεκαήμερου ήταν ο Wilde Jäger (Άγριος Κυνηγός), μαζί με την Wuthendes Heer (Λυσσαλέα Στρατιά), τις Hexen (Κακάσχημες Μάγισσες), τα Truten Alben (Φαντάσματα) και τις Wilde Weiber (Αγριογυναίκες) που έκλεβαν τα μωρά.
Οι Καλικάντζαροι, ο Πάνας, οι Σάτυροι, οι Κένταυροι, οι Κάβειροι, οι Κόβαλοι και οι μεσαιωνικές μορφές των ξωτικών σε μία σουρεαλιστική μείξη επέζησαν για αιώνες ως λαϊκός μύθος και κατάλοιπο δεισιδαιμονικών και ειδωλολατρικών τελετών.
Και επειδή έχουν αφήσει, ως φαίνεται, διαδόχους και στον Επάνω Κόσμο και γέμισε η ανθρωπότητα «καλικαντζάρους», ας τους ξορκίσουμε με τα κάλαντα, το δημώδες σαμιώτικο άσμα, με το οποίο αντάλλασσαν ευχές οι αρχαίοι μας πρόγονοι.

Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,
ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αεί.
Αύται ανακλίνεσθαι θύραι. Πλούτος γάρ έσεισι πολλός,
σύν Πλούτω δέ καί Ευφροσύνη τεθαλυία, Ειρήνη τ’ αγαθή.
Όσα δ άγγεα, μεστά μέν είη κυρβαίη δ’ αεί κατά καρδόπου έρποι μάζα,
νυν μέν κριθαίην ευώπιδα σησαμόεσσαν…

Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη,
αφέντη που έχει δύναμη και κύρος και διατάζει,
πάντα να’ ναι μακάριος με αγαθά περίσσια.
Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, θα μπει ο μέγας Πλούτος,
μαζί και η θαλερή Χαρά και η καλή Ειρήνη.
Γιομάτα να είναι τα αγγειά, πολλά και τα ζυμάρια,
τα κριθαρένια, τα όμορφα, με το πολύ σουσάμι…

(Η μετάφραση και η απόδοση σε έμμετρο λόγο από τη γράφουσα)

Ευτυχές το νέο έτος, χωρίς Καλικαντζάρους, φανταστικούς και μη….

Books and Style

Books and Style