ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Κάθε χρόνο τέτοιες άγιες ημέρες, όταν τα πόδια αδυνατούν να σε γυρίσουν πίσω, ταξιδευτής και πεισματάρης ο νους, μπαίνει εκείνος νοσταλγός καλαντάρης στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού και νιώθεις πως και ο αέρας σού φέρνει τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, του παππού και της γιαγιάς τις τρυφερές κουβέντες, δίπλα στην άσβηστη εστία, το άρωμα από τα χειμωνιάτικα αγριοτριαντάφυλλα, ενώ και στα μάτια ζωγραφίζονται οι προστατευτικές, του πατέρα και της μάνας, αγαπημένες μορφές.

Και οι αναμνήσεις κυριεύουν νου και καρδιά και σε κρατούν δεμένο με τον τόπο σου και τους ανθρώπους, με τους οποίους μοιράστηκες, μικρό παιδί, φτώχεια και ξενιτεμό, αλλά και τις ελάχιστες αυτές στιγμές χαράς και προετοιμασίας του εορτασμού των Χριστουγέννων, φτωχικά και απλά, αλλά με περισσή πίστη και αγάπη. Ίσως επειδή δεν είχαμε να ζηλέψουμε κάτι ο ένας από τον άλλο, όλοι φτωχοί εργάτες της ηπειρώτικης γης που παλεύαμε για την επιβίωσή μας, με μοναδικά μας όπλα τα ζώα μας και το άροτρο, την περηφάνια και το πείσμα μας.

Αυτή λοιπόν η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στο χωριό μας, το Καστρί της Πρέβεζας, καθώς και σε όλη την περιοχή του Φαναρίου, ξεκινούσε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από τη γιορτή του Αγίου Ανδρέα, κατά την οποία οι Φαναριώτισσες Αρβανίτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια (πολυσπόρια).

Το γνωστό σε όλη την Ήπειρο παραδοσιακό πιάτο με καρπούς της γης, καλαμπόκι και σιτάρι, κυρίως, αλλά και λίγα φασόλια, ρύζι, κουκιά, καρύδια και σταφίδες και φυσικά μπόλικη ζάχαρη και μέλι, ήταν ο αγαπημένος μας χυλός. Τον περιμέναμε με λαχτάρα και χορταίναμε μ’ αυτόν την πείνα μας αλλά και την παιδική λαχτάρα μας για ένα γλυκό, τόσο σπάνιο εκείνα τα δύσκολα χρόνια.

Τον Δεκέμβριο οι νοικοκυρές του χωριού, συνήθιζαν να φτιάχνουν τηγανίτες και πίτες. Τις τηγανίτες με ζάχαρη και κανέλα τις τρώγαμε το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, όπως και τις πίτες, γαλατόπιτα, λαχανόπιτα, κολοκυθόπιτα και τυρόπιτα.

Την Παραμονή, τα παιδιά βγαίναμε στις γειτονιές να πούμε τα κάλαντα, ως γνήσιοι Καλαντάρηδες, να καλέσουμε δηλαδή τους συγχωριανούς μας στον εορτασμό, όπως μας λέει και η ετυμολογία της λέξης , και όπως στην αρχαία Ελλάδα έπρατταν παίδες με τις ειρεσιώνες* στα χέρια και αργότερα στο Βυζάντιο οι Καλανταρίδες. Ήταν οι πομπές που έφερναν το χαρμόσυνο μήνυμα των εορτών σε όλο τον κόσμο με τα άσματα των Αγερμών**, κρατώντας κρόταλα ή μουσικά όργανα και κουδούνια και τα καλαθάκια-κύστεις και ζητώντας να λάβουν την αμοιβή τους από κάθε νοικοκυρά, με εξαίρεση μόνο τους πενθούντες που δεν έκανε να ανοίξουν τα σπίτια τους στην χαρούμενη παιδική πομπή. Όλοι οι άλλοι θεωρούσαν απαραίτητη την παρουσία μας και προάγγελο κακού την απουσία των τραγουδιών μας από τα σπίτια τους. Συνηθισμένη αμοιβή του κόπου μας ήταν καρύδια, αμύγδαλα, φυλαγμένα από κάθε νοικοκυρά για τέτοιες στιγμές, καραμέλες, αυγά, σπάνια και αυτά το χειμώνα, σύκα αποξηραμένα (τσαπέλες), ρόδια, και κάποιοι μας έδιναν και χρήματα (δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια) και αυτά ήταν φυσικά και η μεγαλύτερη χαρά μας.

Το πρωί της Παραμονής οι γυναίκες καθάριζαν το σπίτι, σκούπιζαν την αυλή, έστρωναν καθαρά στρωσίδια στο δάπεδο και τα κρεβάτια και έφτιαχναν κουλούρια και πίτες.

Την Παραμονή ή και λίγες ημέρες πριν ο οικόσιτος χοίρος κάθε σπιτιού θυσιαζόταν για την επιβίωσή μας, αφού από το κρέας του έφτιαχναν οι γυναίκες τα παραδοσιακά εδέσματα που μας κράτησαν στη ζωή, όπως οι τσιγαρίδες (παστό κρέας), τα γεμιστά με σιτάρι και λαχανικά γουρουνάντερα, ένα ιδιαίτερα νόστιμο και θρεπτικό αρβανίτικο έδεσμα, το λίπος του για το τηγάνισμα και το μαγείρεμα – το λάδι ήταν λιγοστό και ακριβό – και τέλος το δέρμα του, με το οποίο έφτιαχναν παλαιότερα τα παπούτσια του φτωχού ή τα γουρουνοπάπουτσα.

Στις 12 η ώρα τα μεσάνυχτα όλη η οικογένεια σηκωνόμαστε να πάμε στην εκκλησία και αυτός ήταν και ο κυρίως εορτασμός της γέννησης του Θεανθρώπου. Ντυμένοι με τα καλά μας, οι γονείς μας δύο φορές το χρόνο μας ψώνιζαν καινούρια ρούχα – και αυτό όχι πάντα – και αυτές ήταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Γι’ αυτό ήταν και η αγαπημένη μας γιορτή, αφού κάποιο καινούριο ρούχο θα αγκάλιαζε το σώμα μας και καινούρια παπούτσια θα ζέσταιναν τα πόδια μας. Οι ευχές δε των μεγάλων στο χριστουγεννιάτικο γιορτινό τραπέζι, συνόδευαν το τρίξιμο των κλαδιών στο άγγιγμα της φωτιάς, ανήμερα της γέννησης του Θεανθρώπου.

Οι ημέρες που μεσολαβούσαν μέχρι την Πρωτοχρονιά περνούσαν με καθαριότητα στο σπίτι και ετοιμασίες για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.

Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες και πάλι, αλλά πιο σχολαστικά αυτή τη φορά, καθάριζαν τους χώρους του σπιτιού και την αυλή, έστρωναν ό,τι καλύτερο είχαν και μαγείρευαν επίσης τα νοστιμότερα εδέσματα, γιατί πιστεύαμε ότι, αν το σπίτι είναι καθαρό την Πρωτοχρονιά, θα είναι και όλο το χρόνο και, αν έχει πλούτο αγαθών αυτή τη μέρα, θα έχει και όλο το χρόνο. Εμάς τα παιδιά μας έπλεναν και μας έλουζαν δίπλα στη φωτιά, για να μη κρυώνουμε, και μας άλλαζαν με καθαρά επίσης ρούχα και για να μας ετοιμάσουν για την εκκλησία, αλλά και για να είμαστε γερά και καθαρά όλο το χρόνο.

Τα παιδιά και πάλι βγαίναμε να πούμε τα κάλαντα στο χωριό, χωρισμένοι σε ομάδες (ανά δύο ή τρεις το πολύ).

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που άλλαζε ο χρόνος, άκουγες από όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού τις γιορταστικές τουφεκιές για το καλωσόρισμα του νέου χρόνου και της ελπίδας για τη βελτίωση της ζωής μας. Οι άνδρες συναγωνίζονταν ποιος θα ρίξει πρώτος τις περισσότερες τουφεκιές. Το πρωί δε, όλη η οικογένεια πηγαίναμε στην εκκλησία, ντυμένοι με τα καλά μας ρούχα, για να παρακολουθήσουμε τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και να υποδεχτούμε το νέο χρόνο με την ευλογία και της εκκλησίας. Στην επιστροφή, οι μανάδες ή οι πατεράδες μας είχαν στην τσέπη τους ένα λειτουργημένο ρόδι. Ο πατέρας ή αυτές, αν εκείνος έλειπε στην ξενιτιά, έκαναν το ποδαρικό και σπάζανε το ρόδι πάνω στην εξώπορτα, μπαίνοντας μέσα με το δεξί, για να πεταχτούν οι σπόροι του παντού και λέγανε στην αρβανίτικη γλώσσα «να είμαστε καλά, να ’χουμε υγεία και πλούτη τόσα όσα αυτοί οι σπόροι του ροδιού».

Το μεσημέρι δε όλοι μαζί στο οικογενειακό τραπέζι γευόμαστε τη βασιλόπιτα που δεν ήταν τίποτε άλλο για μας τους Έλληνες Αρβανίτες από την κρεατόπιτα-κόθορνο, φτιαγμένη από κρέας κόκορα ή προβάτου και ρύζι, τυλιγμένα σε σπιτικό φύλλο σε σχήμα στεφάνου (κόθορνος). Στην πίτα αυτή οι γυναίκες έβαζαν και το φλουρί της οικογένειας. Γλυκά δεν ήξεραν τότε να φτιάχνουν οι γυναίκες μας, μόνο κουταλιού και τηγανίτες με ζάχαρη ήταν τα συνήθη που τρώγαμε. Το μέλι το αγοράζαμε και συμπλήρωνε συχνά τη διατροφή μας, αλλά όχι σε όλα τα σπίτια.

Την Πρωτοχρονιά προσέχαμε να μη δανείζουμε κάτι σε κανέναν και θεωρούσαμε κακό να μπει πρώτη ξένη γυναίκα στο σπίτι ή άνδρας κακορίζικος. Προτιμούσαμε ένα μικρό παιδί ή κάποιον δυνατό και καλορίζικο άνδρα. Κρεμούσαμε δε στις πόρτες μας το σκιλλοκρέμμυδο για γούρι, το οποίο βρίσκαμε να φυτρώνει άφθονο στο λόφο του χωριού μας.

Την Παραμονή των Φώτων οι γυναίκες καθάριζαν και πάλι σχολαστικά τα σπίτια και το δρόμο, για να περάσει ο παπάς μετά τη λειτουργία να αγιάσει τους χώρους και τους ανθρώπους.

Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανείων όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία με τα λαγήνια, τσουκάλια, μπραγάτσια και κανάτια μας, στα οποία βάζαμε καθαρό νερό και κλαδιά ελιάς για να αγιαστεί από τον ιερέα και να γίνει «Αγίασμα». Όταν επιστρέφαμε στα σπίτια μας, οι γυναίκες έδιναν το νερό να πιουν όλα τα μέλη της οικογένειας, ράντιζαν τους χώρους του σπιτιού, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους. Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό, γιατί θεωρούσαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Ο παπάς, σύμφωνα με το έθιμο, το οποίο διατηρείται έως και σήμερα, περνούσε απ’ όλο το χωριό και άγιαζε τους πιστούς, όλους τους χώρους του σπιτιού και τα ζώα. Απ’ όπου περνούσε τότε ο ιερέας, όλοι έριχναν μέσα στο κατσαρολάκι-μπραγάτσι του, ένα νόμισμα (συνήθως δίδραχμο, τάλιρο, ή δεκάρικο) ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Είναι απορίας άξιο πώς οι ιερείς του χωριού μας εκείνα τα χρόνια δεν έριχναν τον σταυρό στο ποτάμι μας, έθιμο που καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια.

Τότε πια μπορούσαμε να απλώνουμε τα ρούχα έξω και τις νύχτες, αφού υπήρχε η αντίληψη ότι μέχρι των Φώτων οι Καλλικάντζαροι παραφύλαγαν έξω από τα σπίτια μας τα βράδια να μαγαρίσουν τα ρούχα μας και να βγούμε έξω, για να μας πειράξουν. Για το λόγο αυτό εμείς οι Αρβανίτες τους λέγαμε Πειραξίες και Παγανιές και όχι Καλλικάντζαρους. Οι μανάδες και οι γιαγιάδες εύρισκαν αυτόν τον τρόπο να μας συνετίζουν από τις παιδικές μας αταξίες με φόβητρο αυτά τα μαυριδερά στη φαντασία μας ξωτικά που τριγυρνούσαν στους δρόμους του χωριού μας και έμπαιναν απρόσκλητα στα σπίτια μας από τις καμινάδες και θα μας μαγάριζαν, αν δεν κάναμε ό τι οι γυναίκες του σπιτιού μας έλεγαν. Η φωτιά στις εστίες-βάτρες έκαιγε ασταμάτητα όλο το δωδεκαήμερο για να τους εμποδίσει να κατέβουν από την καμινάδα και η στάχτη σκορπίζονταν γύρω απ’ το σπίτι και τους παρακείμενους αγρούς, για να φέρει καλό στην οικογένεια.

Όσο για το στολισμό του δέντρου εκείνα τα χρόνια κόβαμε ένα κλαδί από αγριελιά, κυπαρίσσι ή πεύκο, συνήθως, εμείς τα παιδιά, οι μεγάλοι δεν τα ήξεραν αυτά, μόνο όσοι είχαν ξενιτευθεί στη Γερμανία, και το στολίζαμε με ό τι βρίσκαμε, μήλα, κορδέλες, αυτοσχέδια στολίδια, καρύδια, σύκα, λουλούδια χειμωνιάτικα. Και βέβαια το βαμβάκι από την παραγωγή μας έπαιζε το ρόλο του χιονιού. Ακολουθούσαμε δηλαδή το αρχαίο έθιμο της ειρεσιώνης, χωρίς καν να το γνωρίζουμε.

Με τη γιορτή του Άη Γιάννη έκλεινε αυτός ο ιδιαίτερα σημαντικός εορταστικός κύκλος και επιστρέφαμε και πάλι στις συνηθισμένες καθημερινές ασχολίες μας.

Έτσι γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα εμείς οι Φαναριώτες και πολλά από τα έθιμα αυτά συνεχίζουν να τηρούνται και στις μέρες μας, παραμένοντας αναλλοίωτα στο διάβα του καιρού.

Καλά και φωτεινά Χριστούγεννα με το αρχαίο σαμιώτικο δημώδες άσμα:

Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο, ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αεί. Αύται ανακλίνεσθαι θύραι. Πλούτος γάρ έσεισι πολλός, σύν Πλούτω δέ καί Ευφροσύνη τεθαλυία, Ειρήνη τ’ αγαθή. Όσα δ άγγεα, μεστά μέν είη κυρβαίη δ’ αεί κατά καρδόπου έρποι μάζα, νυν μέν κριθαίην ευώπιδα σησαμόεσσαν…

Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη, αφέντη που έχει δύναμη και κύρος και διατάζει, πάντα να’ ναι μακάριος με αγαθά περίσσια. Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, θα μπει ο μεγάλος Πλούτος, μαζί και η θαλερή Χαρά και η καλή Ειρήνη. Γιομάτα να είναι τα αγγειά, πολλά και τα ζυμάρια, τα κριθαρένια τα όμορφα με το πολύ σουσάμι…

Σημειώσεις:

* Ειρεσιώνες: κλαδιά αγριελιάς ή δάφνης στολισμένα με έρια, πορφυρά ή λευκά, κολλύρες -κουλούρες, μήλα, καρπούς και άλλα στολίδια. Τα περιέφεραν ομάδες παιδιών από πόρτα σε πόρτα, ψάλλοντας εγκωμιαστικά άσματα υπέρ της ευτυχίας του οικογενειάρχη στις γιορτές προς τιμή του Απόλλωνα, του Ήλιου, των Ωρών, όπως στα Θαργήλεια (Μάιος) και Πυανόψεια (Οκτώβριος) και ζητώντας την αμοιβή τους.

** Αγερμοί: Ομάδες, πομπές παιδιών αλλά και ενηλίκων που καλούσαν με άσματα στον εορτασμό ( αγείρω = συναθροίζω, συγκεντρώνω)

Books and Style

Books and Style