ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΙΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Έχεις προσέξει ποτέ πως φαίνονται τα φώτα της πόλης μέσα από το βρεγμένο τζάμι; Οι σταγόνες του νερού δημιουργούν μια πανέμορφη εικόνα. Σαν μικροί μεγεθυντικοί φακοί που ο καθένας τους προβάλει την ίδια εικόνα με διαφορετικό τρόπο. Σαν σταγόνες βροχής είμαστε όλοι. Απέναντι στο ίδιο τοπίο. Όλοι μας όμως παραμορφώνουμε την αλήθεια. Γιατί είτε η μεγέθυνση, είτε η σμίκρυνση παραμόρφωση είναι.

Κοιτούσα την πόλη, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν σαν δαιμονισμένοι. Έτρεχαν να προλάβουν. Σαν κυνηγημένοι. Δεν μπορούσα να αντέξω τον ήχο. Παραλίγο να χάσω τα λογικά μου. Φόρεσα το παλτό μου και βγήκα έξω. Ο κρύος αέρας της πόλης χτύπησε το πρόσωπο μου. Ήθελα να περπατήσω ανάμεσα τους, να ακούσω την φασαρία τους. Τις φωνές τους, να ξεφύγω από αυτόν τον καταραμένο ήχο. Πήγα στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Το κρύο τρυπούσε τα πάντα. Έφτανε στην καρδιά μου. Οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα μου, μα δεν με κοίταξε κανείς.

Με προσπερνούσαν, σαν να μην ήμουν εκεί.

Σαν να μην με έβλεπαν.

Αναρωτήθηκα αν πραγματικά υπάρχω.

Υπάρχω.

Παράξενη λέξη.

Έσκυψα το κεφάλι μου και προχώρησα. Η σκέψη του «υπάρχω» με βασάνιζε.  Αν είμαι εδώ και δεν με βλέπει κανείς, αν δεν έχω ανταλλάξει κουβέντα με άνθρωπο για μέρες, αν δεν αναρωτιέται κανείς ποιος είμαι, αν είμαι καλά, τότε υπάρχω; Και αν ναι για ποιον; Και αν δεν υπάρχω, ή αν σταματήσω να υπάρχω ποιος θα το καταλάβει άραγε;

Τα φώτα της πόλης ανέλαβαν τον ρόλο τους ξανά, με επανέφεραν στην πραγματικότητα.

Πραγματικότητα.

Άλλη μια παράξενη λέξη.

Σαν τεράστιο, ροζιασμένο χέρι με γράπωσαν και με τράβηξαν στην επιφάνεια. Στο τώρα. Είχα βυθιστεί ξανά, δίχως να το καταλάβω στον απύθμενο βυθό του μυαλού μου. Του κουρασμένου μου μυαλού.  Τα φώτα της πόλης αυτήν την φορά να καθρεφτίζονται στον βρεγμένο δρόμο. Παραμορφωμένα. Τραβηγμένα.  Ανάμεσα τους ένα αστραφτερό κίτρινο βέλος. Να δείχνει τον δρόμο.

Από ‘κει να πας, εκεί είναι ο δρόμος σου. Τράβα».

Αναβόσβηνε επιτακτικά. Με υπνώτισε. Το υπάκουσα. Οδηγούσε στον υπόγειο σταθμό του μετρό. Στάθηκα μπροστά στα σκαλιά. Κόσμος. Πολύς κόσμος.  Ο ήχος ξανά εκεί. Τρυπούσε το μυαλό μου. Προσπάθησα να εστιάσω σε αυτό που έβλεπα. Προσπάθησα να συγκρατήσω το μυαλό μου. Να μην θυμηθώ. Δεν το άντεχα. Κατέβηκα τα σκαλιά αργά, μα η εικόνα, η ανάμνηση πετάχτηκε σαν σπίθα. Έβαλε φωτιά στην στιγμή, με κατέκαψε.

Το κακό είχε ήδη γίνει. Καιγόμουν. Μα έπρεπε να μιλήσω. Επιτέλους έπρεπε διαταράξω αυτόν τον αρρωστημένο ήχο. Έπρεπε, δεν είχα επιλογή. Έπρεπε να σώσω την ψυχή μου, για να έχω την ελπίδα πως έστω και την τελευταία στιγμή, έκανα αυτό που έπρεπε. Ο ήχος της εκκωφαντικής σιωπής έπρεπε να σπάσει.

«Αδέρφια», φώναξα. «Ακούστε με. Είχα ένα όνειρο. Πάει καιρός αλλά δεν μπορώ να το ξεχάσω. Αδέρφια μου ακούστε. Ακούστε ακόμα και αν αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα ακούσετε σήμερα. Ακόμα και αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα πω. Ήμασταν λέει, σε μιαν ακτή. Άνθρωποι πολλοί άνθρωποι. Κοιτούσαμε την θάλασσα ανέκφραστοι. Παγωμένοι. Ο ουρανός ήταν βαρύς, συννεφιασμένος. Τα σύννεφα. Σκέπαζαν τα πάντα. Η ατμόσφαιρα μύριζε θάνατο. Μύριζε φωτιά. Καμένη γη. Καμένη σάρκα. Σήψη. Και εμείς. Ο κόσμος, κοιτούσαμε το νερό. Ανέκφραστοι. Τα μάτια μας έτρεχαν δάκρυα, κλαίγαμε με λυγμούς μα δίχως έκφραση. Αδέρφια μου, υπήρχε τόση σιωπή. Αβάσταχτη σας λέω. Απέραντη. Και ξαφνικά, μέσα από τα πυκνά σύννεφα εμφανίστηκε ένα πλοίο. Θεέ μου, ένα τεράστιο πλοίο. Ασφυκτικά γεμάτο κόσμο. Ζωντανοί και νεκροί. Μαζί. Παιδιά. Πολλά παιδιά. Μανάδες και πατεράδες. Άνθρωποι που έκλαιγαν, κρατώντας φωτογραφίες αγαπημένων τους και οι ίδιοι οι αγαπημένοι τους να στέκουν δίπλα, κοντά τους. Χωρίς όμως να τους βλέπουν. Αδέρφια μου, ακούστε. Ακούστε με. Το πιο φρικτό, το πιο απαίσιο από όλα ήταν πως το έβλεπες πως υπέφεραν. Πονούσαν, μα δεν είχαν φωνή. Δεν ακουγόταν τίποτα.

Αδέρφια, καιρό τώρα το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Ζούμε την απόλυτη φρίκη. Και κανείς δεν μιλάει. Κανείς δεν λέει τίποτα. Σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον για το τίποτα. Για μια ομάδα. Γιατί είναι γυναίκα. Γιατί ανήκει σε άλλη φυλή. Γιατί είναι παιδί και μας εμπιστεύεται. Για το συμφέρον. Και τα πάντα τα σκεπάζει μια αβάσταχτη σιωπή.

Αδέρφια με ακούτε; Κάντε κάτι.

Πείτε κάτι.

Μιλούσα.

Ούρλιαζα.

Ήθελα να ακουστώ.

Έπρεπε να ακουστώ.

Μα δεν είχα φωνή.

Τα πόδια μου λύγισαν, έπεσα κάτω.

Αφροί άρχισαν να βγαίνουν από το στόμα μου.

Μετά, θυμάμαι έναν γιατρό.

Με κοιτούσε.

Με κοιτούσε σαν να μπορούσε να με ακούσει.

Μα δεν τόλμησα να μιλήσω.

Εξάλλου τι νόημα είχε;

Αλλά μετάνιωσα. Μ’ ακούς; Με ακούει κανείς; Θέλω να σας πω.

Με ακούτε; Με ακούει κανείς;

Τα χέρια μου πονάνε έτσι δεμένα μέσα σε αυτό το πουκάμισο.

Γιατί είναι όλα άσπρα;

Έχει ησυχία εδώ πολύ.

Σιωπή.

Δεν την αντέχω την σιωπή.

Θα χάσω τα λογικά μου.

Με ακούει κανείς;

Books and Style

Books and Style