ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Αποσπερίς της πρώτης του Μάρτη, εκεί γύρω στις πέντε το απόγευμα, την ώρα που ο ήλιος είχε πέσει πίσω απ’ τ’ Αγιομαρκάκι κι οι καμπάνες χτυπούσαν εσπερινό, έβγαινε η γιαγιά μου στο μπαλκόνι με το σιδερένιο γδάκι στα χέρια κι άρχιζε να χτυπά το γουδοχέρι με τόση δύναμη, που μας ξεκούφαιναν τα καμπανίσματα!  Κι όσο χτυπούσε, φώναζε συγχρόνως, «Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα Μάρτης και Λαμπρή και καλή Σαρακοστή».

Τρέχαμε τότε γύρω απ’ τα φουστάνια της και της φωνάζαμε να μας δώσει κι εμάς να χτυπήσομε το «γδι» κι ύστερα ξετρελαίναμε τη γειτονιά στα κουδουνίσματα και τις φωνές, ουρλιάζοντας ως αργά το βράδυ «Όξω ψύλλοι και κοριοί….», ξορκίζοντας, έτσι, με φωνές, αλαλαγμούς και καμπανίσματα τον χειμώνα που έφευγε νικημένος, παίρνοντας μαζί του την κλεισούρα, τη σκοτεινιά, την υγρασία και τα ζωύφια που εντρυφούσαν σε πολυπληθείς παροικίες στα στρώματα, τα παπλώματα, τα σανίδια και τους σομιέδες των κρεβατιών κι έβγαιναν σε στρατιές να παιδέψουν τους ταλαίπωρους ανθρώπους, μόλις τους έπαιρνε ο ύπνος, με τσιμπήματα και φαγούρες.

Βέβαια, η μαμά κι οι θείες μου δεν άφηναν τέτοια «θηρία» να κάμουν κατοχή στα κρεβάτια μας, αφού, ακούραστες και σχεδόν υποχόνδριες, έβγαζαν έξω στρώματα και παπλώματα να λιαστούν καθημερινά και με αναμμένα κεριά περνούσαν γύρω-γύρω τα σανίδια και τους σομιέδες μια φορά την εβδομάδα, ώστε, αν τυχόν τρύπωνε ζωύφιο, πονηρό και ύπουλο, το έκαιγαν άσπλαχνα πριν προλάβει να κάνει κατάσταση.

Έτσι, ο ύπνος μας ήταν ήρεμος και υγιεινός, εκτός εξαιρέσεων, βέβαια, αφού υπήρχαν κι οι γάτες, οι οποίες, τριγυρίζοντας πάντα στα πόδια μας, μας κολλούσαν ψύλλους, που θαρρείς πως κεντούσαν τα τσιμπήματά τους σαν τακτικές βελονιές στις γάμπες μας, γεμίζοντάς τις μικρά κόκκινα σημαδάκια εκεί που τελείωναν τα καλτσάκια μας κι η φαγούρα μας τρέλαινε και ξυνόμασταν μέχρι που βγάζαμε αίματα!

Άρχιζε τότε η μαμά να μας ξεψυλλίζει με μανία, σαν την πιθηκίνα που ψειρίζει τα πιθηκάκια της κι όταν έβρισκε τον ψύλλο, τον έλιωνε μ’ ένα «κρατς» ανάμεσα στα μεγάλα της νύχια και μόνο τότε ησύχαζε, αφού είχε σώσει πια τα παιδιά της από των ψύλλων τα δόντια!  «Πω, πω…» φώναζε, «τα κατάφαγες, κακό καιρό να ’χεις…»

Η μαμά μας, επίσης – που η μόνιμη έννοια της, όπως και κάθε άλλης μάνας μεταπολεμικά και μετά την εμπειρία της κατοχικής πείνας, ήταν να μας βλέπει να μεγαλώνουμε και να ψηλώνουμε τροφαντά και ροδομάγουλα – πρωί-πρωί με την αυγούλα της πρώτης του Μάρτη, ερχόταν πάνω από το κρεβάτι μας, σήκωνε τα ζεστά μας παπλώματα κι έτσι που έβρισκε εκτεθειμένα κι ανυπεράσπιστα τα παχουλά μας οπίσθια, άρχιζε να τα κτυπά – τρόπος του λέγειν, τώρα – με μια τρυφερή κληματόβεργα, απ’ εκείνες τις χοντρές που πετούσε ο άμπελός μας τέτοια εποχή και κατακυρίευαν την αυλή και τα τοιχογύρια με την ορμή τους, τραγουδώντας συγχρόνως, «Μάρτης είν’ κι απάνω οριά (ουρά εννοούσε, προφανώς) να φουσκώσει η κωλαριά, Μάρτης είν’ κι απάνω οριά να φουσκώσει η κωλαριά», ευχόμενη να μεγαλώσουμε και να θεριέψουμε, όπως τα νέα βλαστάρια της κληματαριάς μας!

Πες την και ξαναπές την τόσα χρόνια την ευχή και την επιθυμία της η μάνα μας – και τραγουδιστά μάλιστα – τα κατάφερε κι άντε ύστερα να τις μαζέψει κανείς τις κωλαριές μας…

Χαιρετούσαμε, λοιπόν, με κουδουνίσματα κι ανακούφιση το χειμώνα που αναχωρούσε και με τον ίδιο τρόπο καλωσορίζαμε την άνοιξη, η οποία, φτάνοντας μαζί με τα χελιδόνια που έκτιζαν τις φωλιές τους με περισσή φροντίδα στα σκεπά των μπαλκονιών μας, έστελνε τα πρώτα μηνύματα και τις πιο γλυκές υποσχέσεις της με τον παιχνιδιάρη κι άστατο μικρό της γιο, τον Μάρτη.  Τον γιο που με τα τερτίπια και τα απρόβλεπτα φερσίματά του δικαιολογεί πάντοτε την άποψη του λαού για την αφεντιά του λέγοντας, «Μάρτης είναι, νάζια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει».  Γιατ’ είναι τούτος ο πρωτογιός, ο παραχαϊδεμένος και κακομαθημένος, ακριβώς όπως ο κάθε νιούτσικος, που δεν γροικά τι κάνει και πού πα και κανείς δεν ξέρει πώς να τον χαρακτηρίσει και από πού να τον πιάσει.

Άλλοι πάλι τον λένε, «γδάρτη και κακό παλουκοκαύτη», αφού μπορεί να κάνει τόσα κρύα και χιόνια όσα δεν κάνει ο Δεκέμβρης, ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης μαζί κι ύστερα να πλημμυρίσει κάμπους και χειμαδιά από τα ποτάμια που ξεχειλίζουν και να πνίξει στα μαντριά τους νιογέννητους αμνούς και τα ριφάκια.  Κι άλλες χρονιές να παγώσει τους ελαιώνες και να κάψει τις αμυγδαλιές απάνω στο δέσιμο του καρπού.

Όμως, κακά είναι τα ψέματα, όπως από τον Αύγουστο νιώθουμε τον χειμώνα που πλησιάζει, έτσι κι απ’ το Μάρτη βλέπει κανείς το καλοκαιράκι να πλησιάζει και την   πλάση να ξανανιώνει.  Καθώς τούτος ο γοητευτικός νεαρός φτάνει με τις λαμπρές αχτίνες του ήλιου στεφανωμένος, ζεσταίνει τη γη και την ερεθίζει, μεγαλώνει τη μέρα κι οι ώρες που κερδίζει το φως είναι σαν κάτι να μας υπόσχονται ανεξήγητο!

Ξαφνικά, φουσκώνουν τα μπουμπούκια στις μουσμουλιές, τις κερασιές και τις βερικοκιές, που ντύνονται μέσα σε μια νύχτα στα ροζ και τ’ άσπρα πέπλα κι οι μέλισσες, ξετρελαμένες, αρχίζουν τη δουλειά απ’ τα ξημερώματα, τρυγώντας τις.  Κι επειδή είναι γνωστό πως ποτέ «Ο Μάρτης δεν λείπει απ’ τη Σαρακοστή», στ’ αμπέλια, τα τροφαντά φυλλαράκια ξεπετιούνται προς χάριν της νοικοκυράς, που θα τυλίξει μ’ αυτά τους γιαλαντζί ντολμάδες, το πιο καλό κι αγαπημένο φαγητό της Σαρακοστής.  Μόνο απ’ αυτά τα τρυφερά φυλλαράκια αν γίνουν τα ντολμαδάκια, τότε μόνο θα λιώνουν κυριολεκτικά στο στόμα.  Αν και στην απόλυτη επιτυχία και τη γευστική πανδαισία αυτού του πιάτου συμβάλλουν τα μέγιστα και το φρέσκο κρεμμυδάκι, ο δυόσμος και το μάλαθρο, τα οποία αφθονούν αυτήν την εποχή.  Μα το μεγάλο ατού της μαγείρισσας και σ’ αυτή τη συνταγή, κατά τη μητέρα μου, είναι το άφθονο και αγνό ελαιόλαδο.

Μεγάλοι και μικροί νηστεύαμε τότε πραγματικά, γι αυτό όσα φαγητά μπορούσαμε να φάμε έπρεπε να είναι εύγευστα, υγιεινά και δυναμωτικά, για να στηρίζουν τις τόσο έντονες δραστηριότητές μας, αφού ούτε αυτοκίνητα χρησιμοποιούσαμε, όπως τώρα που δεν πατά το πόδι μας στη γη, ούτε σούπερ-μάρκετ και φαστ-φουντ υπήρχαν για να μας προκαλούν με τα λογιών καλούδια τους και να μας παρασύρουν να ξεφεύγουμε από την αυστηρή επιτήρηση και να σπάμε με νοστιμιές τη νηστεία μας.

Ένα άλλο πολύ δυναμωτικό και ορεκτικότατο νηστίσιμο πιάτο της εποχής ήταν οι ροβιθοκεφτέδες.  Μμμ…  Εκεί να δεις απόλαυση!  Περνούσαν οι καλομαγείρισσες τα ρεβίθια στη μηχανή του κιμά – είχαμε κι από τότε τέτοιες πολυτέλειες, βλέπεις – κι ανακάτευαν τον πολτό με άφθονο ψιλοκομμένο κρεμμύδι, δυόσμο, αλεύρι, αλάτι και πιπέρι.  Απλά υλικά, μα μοσχομύριζαν τρεις γειτονιές σαν τα τηγάνιζε τούτα τα κεφτεδάκια η μαμά μου!

Να μην ξεχάσω τους λαχανοντολμάδες και τις σουπιές με σπανάκι, τη φάβα από κουκιά με άφθονο λάδι και ωμό κρεμμύδι, μα και τα γεμιστά κρεμμύδια, τα οποία τα παράγγελνε ο μπαμπάς μου, ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, από τη Σάμο κι ήταν μεγάλα και μακρουλά για να τυλίγονται τα φύλλα τους εύκολα.  Τα έκοβαν πάνω-κάτω κι ύστερα τα χάραζαν στη μέση και τα φύλλα τους άνοιγαν σαν περγαμηνές.  Στη συνέχεια τα καθάριζαν από κείνη την διαφανή μεμβράνη που έχουν ανάμεσά τους, τα ζεματούσαν για να ’ναι τα φύλλα ευλύγιστα και τα τύλιγαν σαν μασούρια, αφού τα γέμιζαν με νόστιμη γέμιση από ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες, την ίδια που χρησιμοποιούσαν και στους λαχανοντολμάδες.  Όμως αυτά τα φαγητά, εκτός από «ορφανά» που τα τρώγαμε στη νηστεία, ήταν υπέροχα σαν τα γέμιζαν και με ρύζι και κιμά τον υπόλοιπο χειμώνα.

Νηστικοί, λοιπόν και πεινασμένοι ποτέ δεν απομέναμε και πολύ φοβούμαι πως αντί ν’ αδυνατίζομε στις νηστείες, εμείς παχαίναμε, αφού καταναλώναμε περισσότερα όσπρια, ξηρούς καρπούς, άφθονο μέλι και διάφορα άλλα παχυντικά, όπως χαλβάδες, παντεσπάνια, φυστικοπάστελα και ταχίνι.

Από το “Λες και ήταν χθες”

 

Books and Style

Books and Style