ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ

30% φτάνει η ανεργία στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας ΙΝΕ/ΓΣΕΕ με τίτλο «Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση – Ετήσια Έκθεση 2017», με βάση δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ΄ τρίμηνο του 2016 «Έρευνα Εργατικού Δυναμικού», παρουσιάζει την ανεργία στο 29,6%.

Και δυστυχώς επαληθεύομαι, διότι καιρό τώρα αναφέρω στα άρθρα, στα βιβλία και στις συνεντεύξεις μου, ότι το ποσοστό της ανεργίας έχει πλησιάσει – αν όχι ξεπεράσει – το 40%. Και αυτό συμβαίνει διότι πάρα πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες έχουν κλείσει τις επιχειρήσεις τους κατά τα χρόνια της κρίσης και δεν είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ, καθώς δεν παρέχεται επίδομα ανεργίας για αυτή την κατηγορία.

Οι μετρήσεις έγιναν με βάση τους ενισχυμένους δείκτες ανεργίας που χρησιμοποιεί το Bureau of Labor Statistics (BLS) των ΗΠΑ (US Department of Labor). Οι δείκτες του BLS αναδεικνύουν τις σημαντικότερες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας τόσο από την πλευρά της συντήρησης και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων όσο και από την πλευρά σημαντικών ομάδων του εργατικού δυναμικού που διογκώθηκαν και εξακολουθούν να διογκώνονται στη διάρκεια της κρίσης και βρίσκονται στην ασαφή ζώνη μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας.

• Δείκτης U3 – Ποσοστό Ανέργων: Ο δείκτης αυτός μετράει το λόγο των ανέργων ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Είναι ο δείκτης ανεργίας που χρησιμοποιείται συνήθως, ο οποίος όμως υιοθετεί κυρίως την οπτική των συμφερόντων των επιχειρήσεων, διότι αναφέρεται στη διαδικασία παραγωγής και στην αξιοποίηση του κεφαλαίου. Αυτός ο δείκτης για την Ελλάδα το γ΄ τρίμηνο του 2016 διαμορφώθηκε στο 22,6%.

• Δείκτης U4 – Ποσοστό Ανέργων και Αποθαρρυμένων: Ο δείκτης αυτός μετράει το λόγο των ανέργων και των αποθαρρημένων ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Σε αντίθεση με το ποσοστό ανεργίας U3, το ποσοστό U4 λαμβάνει υπόψη το φαινόμενο της αποθάρρυνσης μιας μερίδας ανέργων, οι οποίοι δεν καταγράφονται ως τέτοιοι από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού. Αποθαρρημένοι άνεργοι είναι οι άνεργοι που δεν αναζητούν απασχόληση, αλλά θα ήθελαν να έχουν εργασία και είναι διατεθειμένοι να την αναλάβουν μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες. Αυτός ο δείκτης για την Ελλάδα το γ΄ τρίμηνο του 2016 διαμορφώθηκε στο 24,22%.

• Τρίτος δείκτης είναι ο δείκτης U5 – Επαυξημένο Ποσοστό Ανεργίας: Ο δείκτης αυτός μετράει το λόγο των ανέργων, των αποθαρρημένων και του λοιπού εν δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό είναι κυρίως άτομα που αναζητούσαν εργασία κατά τον τελευταίο μήνα, αλλά δεν ήταν διαθέσιμα να αναλάβουν εργασία μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες.

• Τέταρτος δείκτης και σημαντικότερος, είναι ο δείκτης U6 – Ποσοστό ανέργων, αποθαρρημένων και υποαπασχολούμενων: Ο δείκτης αυτός μετράει το λόγο των ανέργων, των αποθαρρημένων ανέργων, του λοιπού εν δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού και της μη ηθελημένης μερικής απασχόλησης ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Ο U6 είναι δείκτης ιδιαίτερα χρήσιμος, καθώς αναφέρεται σε μια διευρυμένη έννοια του εργατικού δυναμικού και περιγράφει την έκταση της ανεργίας από την πλευρά της κοινωνικής αναπαραγωγής και των κοινωνικών επιπτώσεων της ανεργίας. Ο δείκτης αυτός για την Ελλάδα το γ΄ τρίμηνο του 2016 διαμορφώθηκε στο 29,6%.

Η ακούσια υποαπασχόληση και οι αποθαρρημένοι άνεργοι είναι δύο ομάδες του εργατικού δυναμικού που υπήρχαν μεν πριν το 2008, αλλά με περιορισμένη επίδραση στην κατάσταση της αγοράς εργασίας. Στη διάρκεια της κρίσης αναδείχθηκαν σε σημαντικές ομάδες του εργατικού δυναμικού και αποτυπώνουν τις επιπτώσεις της κρίσης και της απορρύθμισης στην ποιότητα της εργασίας και στο βιοτικό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας.

Σημαντικό επίσης πρόβλημα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα είναι το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων – άνω του ενός έτους – στο σύνολο των ανέργων, το οποίο υπερβαίνει το 70%!

Οι επιπτώσεις της μακροχρόνιας ανεργίας στο βιοτικό επίπεδο είναι σημαντικές, καθώς η πλειονότητα των ανέργων μένει εκτός της αγοράς εργασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεπώς δεν έχει πρόσβαση στο επίδομα ανεργίας. Επιπλέον, η παρατεταμένη παραμονή των ανέργων εκτός της αγοράς εργασίας οδηγεί σε ταχύτατη απαξίωση των δεξιοτήτων τους, εξέλιξη που καθιστά την ανεργία διαρθρωτικό πρόβλημα.

Από την έρευνα προκύπτει επίσης ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες 27,2% σε σχέση με τους άνδρες 18,9% και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%, ενώ το επίπεδο εκπαίδευσης έχει μικρή επίδραση στο επίπεδο της ανεργίας.

Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι στην ηλιακή ομάδα 25-29, την πιο δυναμική ηλικιακά ομάδα, κανέναν απολύτως ρόλο δεν παίζουν τα πτυχία και γενικότερα η μόρφωση προκειμένου να ενταχθούν στο εργασιακό δυναμικό της χώρας.

Αυτό είναι σημάδι παρακμής στην αγορά εργασίας μιας χώρας – το να μπορεί δηλαδή η οικονομία της να απορροφά μόνο ανειδίκευτους εργάτες – αυτό έχει άμεση επιρροή επίσης στη διάρθρωση των τάξεων. Έτσι καταλήγει μια χώρα να παράγει περισσότερους φτωχότερους και λιγότερους πλουσιότερους.

Το υψηλό επίπεδο ανεργίας στα υψηλά μορφωτικά στρώματα αποτελεί επίσης ένδειξη της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά και του ότι οι πολιτικές που στοχεύουν στην προσφορά εργασίας (π.χ. προγράμματα κατάρτισης) δεν εξασφαλίζουν τη μείωση της ανεργίας.

Για αυτό και η μετανάστευση έγινε πιο έντονη από ποτέ…

Πού να μετρήσουμε και αυτόν τον πληθυσμό, ως κανονικά οφείλουμε, στον δείκτη συνολικής ανεργίας, καθώς η οικονομία θα έπρεπε να μπορεί να προσφέρει θέσεις εργασίας για όλους…

Σε επίπεδο Αποκεντρωμένης Διοίκησης, τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στη Δυτική Μακεδονία (29,8%) και ακολουθούν η Δυτική Ελλάδα (29,2%), η Θεσσαλία (24,8%), η Στερεά Ελλάδα (24,2%), η Κεντρική Μακεδονία (23,8%), η Ήπειρος (23,5%), η Αττική (22,8%), η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (22,3%), η Κρήτη (19,2%), το Βόρειο Αιγαίο (17,8%), η Πελοπόννησος (17,6%), το Νότιο Αιγαίο (13%) και τέλος το Ιόνιο (12,1%).

Συμπερασματικά, οι τουριστικές και αγροτικές οικονομίες ανοίγουν περισσότερες θέσεις εργασίας, καθώς παρουσιάζουν μικρότερα ποσοστά ανεργίας. Ό,τι έχει απομείνει όρθιο, δηλαδή.

Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας, της μείωσης των κοινωνικών δαπανών και της υπερφορολόγησης, που αντί να καθιστούν το χρέος βιώσιμο, βαθαίνουν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και καθιστούν τον απλό πολίτη και τις εθνικές επιχειρήσεις ανήμπορους να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.

Με ποια λογική λοιπόν μπορεί να καταστεί το χρέος βιώσιμο; Του δανεισμού που δεν μπορεί αντικειμενικά να αποπληρωθεί, καθώς δεν αντιστοιχεί σε πραγματικά εισοδήματα;

Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που στόχο έχουν την μεγέθυνση της οικονομίας θα επηρεάσουν τόσο αρνητικά τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών και των εθνικών επιχειρήσεων, τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων και την ανεργία, που αντί να δημιουργήσουν ευημερία θα δημιουργήσουν τέτοια παλιρροιακή δίνη που θα καταγραφεί ως η μαύρη τρύπα στην ιστορία μας…

Αν αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δημιουργήσουμε ποταμό υποχρεώσεων και να δημεύσουμε ή να εκχωρήσουμε την ιδιωτική περιουσία του άνεργου, του αποθαρρημένου, του φτωχού, του υπoαπασχολούμενου, του Έλληνα επιχειρηματία που ο τζίρος του τροφοδοτεί την ελληνική οικονομία και τα κέρδη του ανακυκλώνονται στην ελληνική αγορά σε αντίθεση με τον πολυεθνικό επιχειρηματία, τότε ας πούμε την αλήθεια στο λαό ότι ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΜΑΣ…

Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια

Email: bletas.p1@gmail.com

Facebook/Twitter: Panagiota Bletas

Books and Style

Books and Style