ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΙΩΤΑ ΚΛΟΥΤΣΟΥΝΗ

Καλοκαιράκι. Ξυπνούσαμε από τον υποχρεωτικό μεσημεριάτικο ύπνο και τρέχαμε με τα μαλλιά μας ανάκατα στην αυλή.

Περιμέναμε με λαχτάρα ν’ ακούσουμε τη μηχανή από το τρίκυκλο και τη φωνή του παγωτατζή να φωνάζει… «Λιχουδιά δροσερή. Λιχουδιά έλα κι εσύ. Έβγα να πάρεις ΕΒΓΑ».

Το τι γινότανε δεν περιγράφεται με λόγια. Βγαίνανε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Και οι φωνές, τα γέλια και τα πειράγματα διαδέχονται το ένα το άλλο.

Ο παγωτατζής έπιανε τα χωνάκια και έβαζε δυο τεράστιες μπάλες με τη γεύση που ζητούσες. Γελούσαν και τα μουστάκια του. Κι εμείς πιάναμε το στόμα μας νομίζοντας πως βλέπει τα σάλια μας που έτρεχαν από τη λιγούρα.

Δε θυμάμαι πόσες δεκάρες είχε το παγωτό.
Μα ακόμα θυμάμαι εκείνη τη γεύση του. Η βανίλια μύριζε από τη γωνία του δρόμου. Η σοκολάτα σού έσπαγε τη μύτη από το προηγούμενο τετράγωνο. Η φράουλα ερχόταν με το φύσημα του ανέμου πολύ πριν ακούσουμε τη φωνή του παγωταντζή.

Χρόνια που η γεύση είχε γεύση. Που τα γέλια ήταν αυθόρμητα. Που τα πειράματα ήταν αθώα. Και που οι λιχουδιές ήταν καθημερινές.

Άν καμιά φορά δεν είχαμε λεφτά για παγωτό… Η μαμά έβρεχε μία φέτα ψωμί και τη βουτούσε στη ζάχαρη. Τόσο απλή και τόσο νόστιμη απόλαυση.

Κι ύστερα μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε μέχρι το δειλινό. Τα μήλα, το κορόιδο, κλέφτες κι αστυνόμους, βόλεϊ, ρακέτες και πολλά άλλα παιχνίδια.

Μόλις βράδιαζε μαζευόμασταν δίπλα στους μεγάλους κι ακούγαμε ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά. Για φωνές και φαντάσματα. Για μικρά ανθρωπάκια που ζούσαν στο φεγγάρι και που τις νύχτες ερχόντουσαν στη γη και έτρωγαν τις λιχουδιές.

Αυτό το τελευταίο ήταν που μας ανησυχούσε περισσότερο. Γι’ αυτό και κάθε φορά που ακούγαμε τον παγωτατζή να φωνάζει… «Λιχουδιά δροσερή. Λιχουδιά έλα κι εσύ. Έβγα να πάρεις ΕΒΓΑ», ή ακόμη κι εκείνον από τα Κρι-Κρι, τρέχαμε με χαμόγελα ανακούφισης γιατί τα μικρά ανθρωπάκια δεν κατάφεραν
να πάρουν τα παγωτά μας.

Μεγαλώνοντας, μάθαμε να μας κλέβουν τις λιχουδιές φανερά. Μέσα απ’ το στόμα. Μέσα απ’ τα χέρια. Μέσα σε μια νύχτα. Σε μια στιγμή. Μα όσες και να μας κλέψουν άλλες τόσες θα βρίσκουμε. Γιατί η ζωή από μόνη της, μια λιχουδιά είναι.

Books and Style

Books and Style