ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη ανησυχία την κοινή συνέντευξη τύπου των υπουργών εξωτερικών Δένδια και Τσαβούσογλου και την αυτή ανησυχία συνεχίζουν να μου προκαλούν οι εξ αυτής απορρέουσες εξελίξεις. Και, όπως αντιληφθήκατε, τυγχάνω μία εκ των ελαχίστων σ’ αυτή τη χώρα, οι οποίοι δεν συμμεριστήκαμε τον ενθουσιασμό και την εθνική υπερηφάνεια, τα οποία πλημμύρισαν το διαδίκτυο, με τη «γενναία» στάση του υπουργού εξωτερικών μας.

Και επειδή, κατά την ταπεινή μου άποψη, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού φαίνεται να συγχέει την έννοια του «πατριώτη» με αυτήν του «διπλωμάτη» και την «εθνική υπερηφάνεια» με τις «προσωπικές φιλοδοξίες», φαίνεται δε ότι αγνοεί ή παραβλέπει τον απαράβατο κανόνα της παγκόσμιας διπλωματικής τακτικής «σπεύδε βραδέως», θα θέσω προς άπαντες, πολιτική ηγεσία και πολίτες, τα ερωτήματα, τα οποία έθεσα πρωτίστως στον εαυτό μου:

1.Οι θέσεις της Τουρκίας μάς ήταν γνωστές προ των διερευνητικών, δεν προέκυψαν εν μία νυκτί. Δεν παραλείπουν, άλλωστε, συνεχώς και αδιαλείπτως, να τις εφαρμόζουν και στην πράξη, καταπατώντας τα δίκαιά μας επί πολλά έτη και θητείες πολλών κυβερνήσεων, δικών τους και δικών μας.

Ερώτημα: Αφού τις γνωρίζαμε, με ποιο σκεπτικό επιδιώξαμε και συνεχίζουμε να επιδιώκουμε τον διάλογο; Δεν θα ήταν πιο γενναία και υπερήφανη εθνικά η στάση να παραπέμπουμε τους γείτονες στη συνθήκη της Λωζάννης και στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας για τις εκάστοτε «πατριωτικές» κορώνες τους περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και να απαντάμε πιο αποφασιστικά και δυναμικά στις συνεχείς και στην πράξη προκλήσεις τους;

Δεν οφείλουμε μοναδική μας μέριμνα να είναι η διαρκής στρατιωτική προετοιμασία και η συνέχιση της διπλωματικής προσέγγισης προς άλλες χώρες, εντός και εκτός ΕΕ, όπως και πολύ σωστά πράττουμε, έχοντες, ωστόσο, στο πίσω μέρος της κεφαλής μας πως σε μία ενδεχόμενη σύρραξη, πολύ πιθανόν να μην έχουμε όλους αυτούς στο πλευρό μας, αφού οι Τούρκοι είναι οπαδοί φανατικοί του «με λένε Ρίζο κι όπως θέλω το γυρίζω», πιστοί υπηρέτες των συμφερόντων τους όντες;…

2.Ο διάλογος, μολονότι μας ήταν ήδη γνωστές οι τουρκικές θέσεις, υπήρξε και δική μας επιθυμία, και πολύ σωστά. Μετέβημεν για τον λόγο αυτό στην Τουρκία με σκοπό να συζητήσουμε όλα τα θέματα, τα οποία προκαλούν συχνές αναταράξεις στις μεταξύ μας σχέσεις και εμποδίζουν την εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής λύσης. Είναι γνωστό, επίσης, ότι οι συζητήσεις μεταξύ δύο λαών, και δη διαφωνούντων σε σοβαρά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, δεν εξαντλούνται σε μία και μόνο πρώτη συνάντηση, ακόμη και αν έχουμε απέναντί μας τον πιο καλοπροαίρετο και καλόβολο συνομιλητή.

Ερώτημα: Όταν λάβαμε την πρόσκληση για τις διερευνητικές επαφές, τι οφείλαμε να πράξουμε, ως ικανοί και έμπειροι διπλωμάτες;

Πριν ολοκληρωθούν οι συζητήσεις και αποδειχθεί ότι οι Τούρκοι εμμένουν στις θέσεις τους, δεν οφείλαμε να επιχειρήσουμε να τους πείσουμε για το δίκαιό μας, να επιμείνουμε και σε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο κύκλο συνομιλιών, ως είθισται, άλλωστε, σε όλες τις διαπραγματεύσεις, μείζονος εθνικής σημασίας;

Ποια εθνική σκοπιμότητα εξυπηρετούσε η αντιπαράθεση και η εθνικά υπερήφανη στάση από την πρώτη διερευνητική επαφή;

Ναυάγησε ήδη κατά τις συζητήσεις στο παρασκήνιο σε μη αναστρέψιμο βαθμό από την πλευρά των Τούρκων και υποχρεώθηκε ο κ Δένδιας να αναζητήσει μία αφορμή, ώστε να διακόψει αυτόν τον διάλογο, ως μη έχουσα πλέον νόημα κάθε περαιτέρω συζήτηση;

Και εάν όντως συνέβη αυτό, τότε τι νόημα έχει η επανάληψη ενός διαλόγου, τον οποίο συνεχίζουμε να επιδιώκουμε διά στομάτων υπουργού εξωτερικών και ΠΘγού της χώρας;…

3.Ο κ Τσαβούσογλου κατά την πρωτολογία του και κατά γενική ομολογία, υπήρξε ιδιαίτερα προσεχτικός σε όλα τα θέματα-αγκάθια των μεταξύ μας σχέσεων, με γενικόλογη και ήπια τοποθέτηση, με εξαίρεση την αναφορά στους μουσουλμάνους της Θράκης ως «τουρκική μειονότητα», η οποία και θεωρήθηκε πρόκληση και στάθηκε η αφορμή για την και εφ’ όλης της ύλης απάντηση του κ Δένδια προς τον ομόλογό του.

Ερώτημα: Ποίας εθνικότητας είναι οι μουσουλμάνοι τη Θράκης; Πρόκειται για εξισλαμισθέντες Έλληνες, ήτοι θρησκευτική μειονότητα Ελλήνων μουσουλμάνων; Μήπως είναι μόνο θρησκευτική μειονότητα, αγνώστου εθνικής ταυτότητος;

Πόσο ευφυές αποδεικνύεται στην πράξη να εθελοτυφλούμε στο θέμα αυτό, επικαλούμενοι τη συνθήκη της Λωζάννης, όπως πράττουμε εξάλλου και με τις από την αρχή του 20ου αιώνα αποφάσεις των πάλαι ποτέ αναισχύντων Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες, τη συναινέσει των τότε δικών μας πολιτικών αρχηγών και τη υποδείξει των δικών τους, τοποθέτησαν εντός της Ελλάδος και των γειτονικών χωρών, Αλβανίας, Σερβίας, εθνικές μειονότητες-βραδυφλεγείς βόμβες, για να τις ανάπτουν, όποτε τους βολέψει και η έκρηξη εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους;

Μήπως θα ήτο πιο ευφυές να θέσουμε στο περιθώριο τις δικές μας αδικαιολόγητες εθνικές ανασφάλειες και να αξιοποιήσουμε με τη δέουσα προσοχή και προς όφελός μας και αυτήν τη θρησκευτική, κατά συνθήκην Λωζάννης, μειονότητα, επιδιώκοντας εξ αυτού ανταλλάγματα ή έστω κάποια οφέλη από τις μετά της Τουρκίας διαπραγματεύσεις;…

4.Σε κάθε διπλωματική συνομιλία, όποιον και αν έχεις απέναντί σου και όποιες θέσεις και να παρουσιάσει, οφείλεις να τον ακούσεις με την επιβαλλόμενη ψυχραιμία και με την ίδια και να απαντήσεις. Ιδιαίτερα κατά την έναρξη των διερευνητικών επαφών. Κανών απαράβατος της παγκόσμιας διπλωματίας.

Ερώτημα: Εάν ο κ Δένδιας στην αναφορά του Τούρκου διπλωμάτη περί τουρκικής μειονότητας είχε απαντήσει: «Για σας είναι Τούρκοι, για την συνθήκη της Λωζάννης θρησκευτική μειονότητα, για μας θρησκευτική μειονότητα και Έλληνες πολίτες και έτσι τους αντιμετωπίζουμε», πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη αυτής της συζήτησης;

Εάν δεν επιθυμούμε και δεν είμαστε προετοιμασμένοι να ακούσουμε τις τουρκικές θέσεις και το έχουμε αυτό το δικαίωμα, αφού αντίκεινται στις δικές μας και το διεθνές δίκαιο, τότε- και το επαναλαμβάνω- ποιος ο λόγος να βρισκόμαστε εκεί και να συνομιλούμε με έναν λαό, τον οποίο δεν εμπιστευόμαστε ως προς τις προθέσεις και την αξιοπιστία του;

Και πόσο βοηθά τις μεταξύ μας σχέσεις και την δική μας εικόνα στο εξωτερικό η ανοιχτή αντιπαράθεση εις επήκοον όλων και η αναμόχλευση των παθών εκατέρωθεν από την πρώτη κιόλας διερευνητική επαφή;…

Αγαπητοί μου εν Πατρίδι συμπατριώτες και αξιότιμοι πολιτικοί αυτής της χώρας, όταν έχουμε να συζητήσουμε με τον γείτονα τόσο σοβαρά και λεπτά ζητήματα, όπως οι παραβιάσεις στο FIR, στη θάλασσα και τον Έβρο, το δίκαιο της θαλάσσης, η ΑΟΖ, ο σεβασμός προς την ελληνική μειονότητα και προς τα επί τουρκικού εδάφους μνημεία, συν το Κυπριακό οι Κύπριοι αδελφοί μας, τότε υποχρεούμαστε εκ των πραγμάτων να αφαιρούμε από τη φαρέτρα μας την επιθετικότητα, διότι αποτελεί τον κάκιστο σύμβουλό μας και μας εξομοιώνει με τον επιθετικό πάντα και κατακριτέο από εμάς για την επιθετικότητα αυτή γείτονά μας, ο οποίος εσκεμμένα ή μη κατάφερε να μας εκνευρίσει, εμφανισθείς με τη συμπεριφορά μας ως ο δεχόμενος επίθεση και όχι ο επιτιθέμενος.

Στη διπλωματία οι γνώσεις των νόμων που διέπουν το διεθνές δίκαιο δεν επαρκούν.

Ο καλός ο διπλωμάτης οφείλει να γνωρίζει το αυτονόητο:

Τον σωστό χρόνο, τον σωστό τόπο και τον σωστό  τρόπο της τελευταίας του λέξης.

Και όπως στην Εκπαίδευση, ο καλός ο δάσκαλος δεν αρκεί να έχει γνώσεις, πρέπει να είναι και άριστος παιδαγωγός, έτσι και στην εξωτερική πολιτική ο καλός διπλωμάτης οφείλει πρωτίστως να είναι πολύ καλός ακροατής, άριστος γνώστης της ψυχοσύνθεσης και της Ιστορίας του συνομιλητή του και κυρίως ψύχραιμος απέναντι σε οποιασδήποτε πρόκληση.

Όταν δε έλθει η δική του σειρά να μιλήσει, επιτυχία θεωρείται να το πράξει με τέτοιο τρόπο, ώστε να πείσει και να «δαμάσει» και το πιο «άγριο θηρίο» και αποτυχία να το εξαγριώσει, οδηγώντας σε ναυάγιο τις συνομιλίες, πριν καν την έναρξή τους, επισημαίνοντας μόνο τα λάθη και τις παραλείψεις του συνομιλητή του. Διότι στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη για το ναυάγιο του «Τιτανικού», πριν τον πρώτο απόπλου του, δεν βαραίνει το «θεριό», αλλά τον «δαμαστή» του.

Εάν στόχος της εξωτερικής μας πολιτικής είναι να διαιωνίζεται η επί αιώνες μεταξύ των δύο γειτονικών λαών έχθρα, να συνεχίζει να κληροδοτείται στους νέους και των δύο χωρών και να ζούμε διαρκώς κάτω από τον βραχνά του πολέμου και των διαρκών προκλήσεων, δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε την τακτική της εθνικά υπερήφανης στάσης στις δηλώσεις μας. Διότι στην πράξη μόνον γενναίοι δεν έχουμε αποδειχθεί, με θύματα τους 130 πιλότους μας, το αίμα των οποίων, πολύ φοβάμαι, ότι δεν θα μας το συγχωρήσουν οι γενιές που θα έλθουν.

Ούτε μας δικαιολογεί η απόλυτη βεβαιότητα της ισχυρής συμμαχίας μας με τις ΗΠΑ, τους Γάλλους, Άραβες, Αιγυπτίους και Ισραήλ. Να μην παραλείψω να προσθέσω και τη Λιβύη, η οποία αναζητά σήμερα τον δρόμο της προς τη δημοκρατία και έσπευσαν πολλοί, μηδέ ημών εξαιρουμένων, να αναμειχθούν, πολιτικά και στρατιωτικά στο εσωτερικό της, κατά την εμφύλια διαμάχη της, ενώ σπεύδουν και πάλι να εξασφαλίσουν τη συμμαχία της, με την απόλυτη βεβαιότητα-φευ!-ότι η χώρα αυτή δεν θα υπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα, αλλά των υποψηφίων μνηστήρων της εύνοιάς της.

Ομολογώ ότι θα ήμουν πολύ περίεργη να διαπιστωθεί και στην πράξη πόσοι από αυτούς τους σημερινούς μας συμμάχους θα σταθούν πράγματι στο πλευρό μας σε μια ενδεχόμενη σύρραξη, αν αυτό δεν είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο των παλικαριών μας.

Και μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο κανένα πείραμα και καμία προσωπική φιλοδοξία δεν χωρά και από κανέναν…

Books and Style

Books and Style