ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΞΑΝΘΟΥ

Ώρα 10:30. Δευτέρα. Ο ήλιος προσπαθεί να τρυπώσει από τις γρίλιες των παραθύρων. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, ανοίγω το παντζούρι και το ζεστό του φως, διάχυτο, χαϊδεύει το πρόσωπό μου. Ήρθε η άνοιξη για επίσκεψη.

Την υποδέχομαι με θέρμη. Της προσφέρω το χαμόγελο κι όλη μου την καλή διάθεση (μη με πει κι ακατάδεκτο). Τα ημερολόγια καραντινας συνεχίζονται. Ένας μήνας και κάτι. Σα να πρωταγωνιστούμε σε καθημερινή σειρά, νιώθω. Μίλησαν για σταδιακή άρση των μέτρων στις ειδήσεις. Για πόσο; Ποιος ξέρει άραγε; Κι αν μετά από λίγο καιρό, επιστρέψουμε ξανά μέσα στο σπίτι;

Ο χρόνος θα δείξει κι η εξέλιξη αυτού του «αόρατου εχθρού» που εισήλθε στις ζωές μας.

Ώρα 10:45. Πηγαίνω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Η μυρωδιά του πάντα με ταξιδεύει. Και τι δε θα έδινα για να απολαύσω ένα ταξίδι τώρα. Δε με νοιάζει ο προορισμός. Αρκεί να είχε θάλασσα. Να χάνομαι στο απέραντο γαλάζιο της και να γίνομαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.

Πίνω τις πρώτες γουλιές καφέ για ν’ ανοίξει το μάτι μου. Ανοίγω το ραδιόφωνο. Μουσική. Πολλή μουσική. Η συντροφιά μου αυτό το διάστημα, οι διάσπαρτες μελωδίες. Αποφασίζω να βγω στο μπαλκόνι. Η μικρή απόδραση της μέρας. Μάζευε ήλιο. Είναι κι αυτό μια ελπίδα. Βγες έξω. Στο μπαλκόνι ή στην αυλή και γέμισε με φως την ψυχή σου. Το ‘χει περισσότερο ανάγκη από ποτέ.

Αν αυτές οι μέρες εγκλεισμού έχουν κάνει ένα καλό, είναι το γεγονός ότι εκτιμήσαμε τα απλά και καταλάβαμε, πως στη ζωή δεν είναι τίποτα δεδομένο. Από την μία στιγμή, στην άλλη, πατήσαμε το pause στις ζωές μας, αφήνοντας δουλειές, ανθρώπους, καταστάσεις. Δίχως να μας ρωτήσει κάποιος γι’ αυτό.

Τρελαινόμασταν στην ιδέα ότι θα μείνουμε σπίτι μια ολόκληρη μέρα και τώρα μετράμε μέσα σε αυτό πάνω από 1 μήνα. Τρομερό, έτσι; Αν κάμποσο καιρό πριν, μας έλεγε κάποιος ότι θα βιώναμε αυτή την καθημερινότητα, ίσως και να γελούσαμε.

Ώρα 11.45. Απολαμβάνω τις τελευταίες γουλιές από τον καφέ μου στο μπαλκόνι. Δε θέλω να μπω μέσα. Νιώθω ελεύθερος εδώ. Σαν ένα μικρό παιδί, που ανεβαίνει για πρώτη φορά σε ποδήλατο, χωρίς βοηθητικές ρόδες κι αρχίζει να τρέχει, θέλοντας να κατακτήσει τον κόσμο. Γενναίο συναίσθημα. Εύχομαι όλοι μας να βγούμε δυνατοί, γενναίοι κι αλώβητοι από αυτή την περιπέτεια. Να εκτιμήσουμε περισσότερο τη ζωή και τον άνθρωπο. Όχι μόνο στα λόγια, μα και στις πράξεις. Κυρίως σε αυτές…

Ώρα 12.15. Στο πάρκο απέναντι από το σπίτι, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων κρατάει δύο σακούλες από το σούπερ μάρκετ. Φορούν μάσκα και γάντια. Ο άντρας της κρατάει το χέρι, σα να της λέει «μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ». Ώρα 12:15. Το ρολόι σταμάτησε σε αυτή την όμορφη εικόνα. Την σπουδαία στιγμή. Τη στιγμή της αγάπης.

Books and Style

Books and Style