ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΟΚΚΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ, ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ ΤΟΥ BOOKS AND STYLE ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Θυμάμαι μια (σχετικά πρόσφατη) τηλεοπτική διαφήμιση τράπεζας που έδειχνε κάποια προϊόντα και ανέφερε την τιμή τους˙ και κατόπιν έδειχνε μια οικογενειακή στιγμή, λέγοντας: «Αξία ανεκτίμητη». Πόσο δίκιο είχε…
Βέβαια, μας τα «πήραν» από τα προϊόντα για να καλύψουμε τις όποιες ανασφάλειες μέσω του shopping therapy και όλες αυτές τις νεοφερμένες δικαιολογίες που μας κάνουν να θέλουμε, μέσω την υπερκατανάλωσης, να καλύψουμε τα κενά. Και φυσικά προτιμήσαμε πολλές φορές να μην χάσουμε τη δόση, αλλά να χάσουμε μια άλλη, ανεκτίμητη «δόση». Εκείνη με την οικογένειά μας… τον παππού τον Τάσο, τη γιαγιά την Στέλλα, το Μαριώ, την Αννούλα, τον Ζαχαρό, τον Νίκο τον Πατέρα, τον Άγιο Γεώργιο τον θείο, το Μανιακό μου και τους Φίλους που στάθηκαν στα δύσκολα, στα πολύ δύσκολα, αλλά και στις χαρές και στα γλέντια -Σπύρο, εσύ ξέρεις…
Δόσεις χαμένες στο αέναο κυνήγι της μαλακίας, συγγνώμη, της υλικής ευτυχίας ήθελα να γράψω. Ο Μέγας Αλέξανδρος είπε προτού πεθάνει: «Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και πως με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός, που είναι ο χρόνος». Ο χρόνος είναι όντως ο πιο πολύτιμος θησαυρός που διαθέτουμε, επειδή είναι περιορισμένος. Μπορούμε να βγάλουμε χρήματα, αλλά όχι να κερδίσουμε περισσότερο χρόνο. Όταν αφιερώνουμε χρόνο σε ένα πρόσωπο, του παραχωρούμε ένα μέρος από τη ζωή μας που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να αναπληρώσουμε. Και εδώ έρχεται το… ανεκτίμητο. Οι στιγμές που χάνονται καθημερινά, γιατί νομίζεις πως έχεις το «αύριο». Τι καλοστημένη παγίδα!
Η τελευταία συνομιλία μου με τη γιαγιά ήταν η έξης: «Γιαγιά σε αγαπώ πολύ. Θα σε δω σύντομα, όταν τελειώσω με τις εξετάσεις μου. Βάστα θρυλικό Στελλάκι». Και το Στελλάκι μου φώναξε «Εγώ σε λατρεύω, τ’ ακούς;».
Θα γελάσετε, ίσως, αλλά αυτό το κείμενο άρχισα να το γράφω καθώς μαγείρευα. Μου αρέσει πολύ η μαγειρική, γιατί είναι στιγμές. Κάθε μυρωδιά και μία ανάμνηση, κάθε γεύση, κι ένα χάδι, κάθε ανακάτεμα και ένας ήχος της όταν μαγείρευε και σιγοτραγουδούσε. Βλέπετε, της άρεσαν τα «νοστιμούλικα» φαγητά. Σήμερα έπρεπε να γράψω γι’ αυτήν -δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να γράψω για το Στελλάκι.
Φτιάχνοντας το φαγητό που μισούσα και που η γιαγιά μ’ έκανε να αγαπήσω τόσο πολύ, μνημόνευσα κάθε υλικό και αναπόλησα τις στιγμές μαζί της. Το αστείο είναι ότι πολλές φορές περιμένουμε να πάμε στο Μπαλί ή στο Παρίσι για να ζήσουμε υπέροχες «φτιαχτές» στιγμές και ξεχνάμε τις στιγμές που είναι εδώ, μπροστά μας. Δεν λέω να μην ταξιδεύουμε, αλλά στο κυνήγι των παραμυθένιων στιγμών, μην χάνουμε και όλα αυτά τα εσωτερικά ταξίδια που γίνονται καθημερινά.
Σπανακόρυζο το νοστιμούλικο, λοιπόν, όπως θα έλεγε και η καλύτερη γιαγιά του κόσμου. Η γιαγιά μου.
Θα χρειαστούμε:
1 κιλό σπανάκι φρέσκο ή κατεψυγμένο. Πηγαίναμε χέρι-χέρι στη λαϊκή, στη Φυλής. Κάποιον γνωστό θα έβρισκε, και πάντα ήταν γλυκομίλητη και ευδιάθετη με όλους. Θα πιάναμε βέβαια και κουβέντα για τους Μεταξάδες και για το μποστάνι που είχε. Πάντα μου έλεγε «να έχεις ένα σπίτι με γη, να βάζεις τα δικά σου καλούδια». Δεν μπορούσα να το φάω με τίποτα αυτό το σπανακόρυζο κι ας έλεγε ο πατέρας μου «έλα, να γίνεις Ποπάυ».
½ φλιτζάνι ελαιόλαδο. Πάντα κρητικό από τον αγαπημένο της γαμπρό και τον αγαπημένο μου θείο με το πορφυρό γένι, την λεβέντικη κορμοστασιά, την καρδιά αγγέλου και την κράση ενός ανθρώπου από «μέταλλα» ανυπολόγιστης αξίας. Με μια κρητική διάλεκτο και ένα λεξιλόγιο που κάνει και τον Μπαμπινιώτη να ψάχνεται. Νομικός, βλέπετε. Παιδικός, εφηβικός και ενήλικας υπερήρωάς μου. Με έκανε να ερωτευτώ τη γη, τη θάλασσα, την Κρήτη. Μου έμαθε τα μυστικά της φύσης και πάντοτε μου έλεγε: «δεν θέλει φόβο η φύση, αλλά σεβασμό».
1 μεγάλο κρεμμύδι ψιλοκομμένο. Και να το κλάμα κάθε φορά: «Ρε γιαγιά, τι κλαις;» την ρωτούσα και πάντα μου έκανε πλάκα ότι είναι στενοχωρημένη, και να σου μετά το αγγελικό της χαμόγελο. Μου έλεγε: «Εάν δεν θες κλάματα, μπορείς να το καθαρίζεις σε ένα μπολ κάτω από τρεχούμενο νερό, αλλά εγώ δεν το προτιμώ, γιατί θέλω να καθαρίζω τα μάτια μου». Και δώστου και εγώ να επαναλαμβάνω το ίδιο. Και να το τσούξιμο και να τα γέλια για το Στελλάκι. Έμπαινε ο πατέρας μου στο σπίτι της γιαγιάς με το μαύρο τζιν μπουφάν, το μαύρο τζιν παντελόνι και τα Ray Ban γυαλιά και βλέποντάς μας έτσι μέσα στα κλάματα, έλεγε: «Πήγαμε να κλάψουμε και τους βρήκαμε που κλαίγανε»! Και να τα γέλια! Κάθε φορά, λοιπόν, το κρεμμύδι μού χαρίζει στιγμές.
Φρέσκα κρεμμυδάκια ψιλοκομμένα. Όταν είχαν οι ρίζες χώμα, τις έλεγα, όπως ο παππούς ο Νίκος κάτω στην Ιεράπετρα. Και με ρωτούσε πάντα τι έκανα στις διακοπές μου και τι έμαθα. Και εγώ άλλο που δεν ήθελα. «Τις έδειξα τους ρόζους στη χέρα» (έπαιρνα κρητικό ύφος). Ο παππούς στην Κρήτη, ένα από τα «μέταλλα» του θείου μου. Ψηλός, καταγάλανα μάτια, γλυκομίλητος με ρυτίδες στο πρόσωπο και ρόζους στα χέρια. Τα χέρια του ήταν σαν κουπιά, αγρότης βλέπετε. Και τι δεν με έμαθε αυτός ο άνθρωπος, αλλά σε άλλη συνταγή θα του κάνω αφιέρωμα. Θυμάμαι, έχουμε πάει στο χωράφι και έχω κουραστεί τόσο, αλλά εγώ κουβέντα˙ την πήρε χαμπάρι όμως και μου λέει «πάμε σπίτι για κολατσιό». Πήγαμε και μας έφτιαξε η γιαγιά Αννούλα (άλλο μέταλλο) ντάκο, και καθώς τρώω την πρώτη μπουκιά, λέω στον παππού: «Είναι το καλύτερο φαγητό που έχω φάει», για να μου απαντήσει ευθύς αμέσως «όταν κοπέλι μου άνθρωπος έχει κοπιάσει και έχει πεινάσει, τότε όλα αποκτάνε άλλη γεύση, ο ίδιος ντάκος ήταν και οψές αλλά εσύ δεν ήσουν ο ίδιος».
½ ματσάκι άνηθο. Έβαζε πάντα λίγο και δεν καταλάβαινα το γιατί. «Για να νοστιμίσει», έλεγε και τον ψιλόκοβε. Το κάθε τι που έβαζε – ας ήταν και λίγο- έπαιζε μεγάλο ρόλο. Μαέστρος, το Στελλάκι, γι’ αυτό σιγοτραγουδούσε πάντα.
½ ματσάκι μαϊντανό. Τους μόνους μαϊντανούς που ήξερα ήταν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, όπως τους αποκαλούσε η ίδια όταν καθόμασταν μετά το φαγητό να παρακολουθήσουμε τις ειδήσεις. Την θυμάμαι να λέει «Άσε τους μαϊντανούς και πάμε να ξαπλώσουμε». Και πηγαίνοντας για ύπνο, σιγοτραγουδούσαμε: «Η γιαγιά μας η καλή έχει κότες στην αυλή, κότες και κοτόπουλα, χήνες και χηνόπουλα». Και έπειτα ξυπνούσα από τη μυρωδιά του απογευματινού μονού ελληνικού καφέ και έτρεχα γιατί μου είχε έτοιμο το χέμο με πτι-μπερ για κολατσιό.
2 με 3 πράσα. Λαϊκή και δώσε περπάτημα. Χρώματα, φωνές, μυρωδιές και η Στέλλα να πληρώνει το μανάβη μέσα από ένα ροζ πουγκί που είχε φτιάξει και το είχε πάντα κρεμασμένο γύρω από τον λαιμό της. Περίεργος όντας εγώ, την ρωτούσα γι’ αυτό το πουγκί και μου έλεγε «Με έκλεψαν και έπρεπε να βρω έναν τρόπο να φυλάξω τα χρήματα». Επιστρέφαμε σπίτι με τα ψώνια και εννοείται η συνέχεια περιελάμβανε ΙΟΝ αμυγδάλου και σοκοφρέτα. Όποτε έβλεπα τα πράσα, πεταγόταν η μάνα μου στο μυαλό μου που μου εξιστορούσε πώς βοηθούσε και η ίδια τη γιαγιά ως παιδί.
¾ ρύζι τύπου Καρολίνα. Πάντα ήθελα να την βοηθάω στο μαγείρεμα και πάντα μου έδινε ρόλους. Θυμάμαι πως πήγα να ανοίξω το ρύζι μια φορά, και μάλλον από τη λαχτάρα μου να βοηθήσω, εκείνο εκτινάχτηκε μέχρι την… Κίνα. Και εγώ πήγα να σκάσω και το Στελλάκι να μου λέει «βρε συ, αν φας και το σπανάκι, δηλαδή τι θα γίνει; Σύρε φέρε τη σκούπα και έλα να σου δείξω πώς το ανοίγουν το σακούλι»… και δώστου γέλιο. Δεν σε μάλωνε, που να γύριζε ο κόσμος τούμπα. Το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να νιώθεις ασφάλεια και αγάπη. Πόσο σημαντικό!
2 σκελίδες σκόρδο. «Κάνει καλό στην πίεση και δίνει γεύση», μου έλεγε, αλλά από την άλλη μύριζε τόσο, που εγώ παραπονιόμουν. Τότε μου απαντούσε γελώντας: «Η μισή ντροπή δική τους και η μισή δική σου. Εκτός και αν θα βγεις με κοπέλα, οπότε αλλάζει το πράγμα»…
«Να μην το τσιγαρίζεις το φαγητό. Γίνεται βαρύ και σε πρήζει και μετά γίνεσαι σαν μπαμπανάς», της έλεγα και να σου πάλι τα γέλια.
Χυμό από 1 λεμόνι. Από μικρός μου άρεσαν τα λεμόνια και τα έτρωγα σαν φρούτο. Με κοιτούσε το Στελλάκι με αστεία, ξινισμένη φάτσα. Και τότε της έλεγα ιστορίες από το «Αργώ» που με πήγαινε ο Παπίγκης στην πρωινή μας βόλτα και πεταγόταν ο Τάκης ο σερβιτόρος: «μικρέ σου έχω τα λεμόνια». Έλεγε, λοιπόν, η γιαγιά μου πως όλα χρειάζονται, αλλά με μέτρο. Τα μέτρα, όμως, αλλάζουν αναλόγως τη «συνταγή». Κοινώς, ανάλογα με τον μεζέ και το πιρούνι!
500 ml νερό. Αν και πάντα τόνιζε πως «πρέπει να το κοιτάς το φαγητό, γιατί άλλες φορές θέλει πιο πολύ και άλλες πιο λίγο νεράκι».
Αλάτι. Πάντα με το μάτι. Έλεγε «θα μάθεις να το υπολογίζεις. Κι αν πέσει παραπάνω, βάλε νεράκι στο φαγητό. Είναι σαν τις σχέσεις. Μερικές φορές χρειάζεται να βάζεις νερό στο κρασί σου, να είσαι δίκαιος και να μην κρατάς κακίες».
Πιπέρι. Τι γέλιο! Tραγουδούσε θυμάμαι «Πώς το τρίβουν το πιπέρι οι καλογριές κι οι καλογέροι; Με το χέρι τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν. Πώς το τρίβουν, βλάχα μου, πώς το τρίβουν το πιπέρι;». Κάθε φορά κατά την ετοιμασία, είχαμε τα δικά μας. Το αστείο είναι πως ο Ζωχάδας, ο παππούς μου ο Τάσος, τραγουδούσε κι αυτός μαζί μας το ίδιο. Άλλη συνταγή αυτός, άλλο συναισθηματικό έπος.
Το σκεπάζαμε και καθόμασταν στο κουζινάκι της και, πού και πού, του έριχνε καμία ματιά.
Ένα βασικό συστατικό που πρόσθετε (και ξέχασα να το αναφέρω) είναι η αγάπη! Κι από αυτό… έβαζε πολύ.
Η Στέλλα, πέρυσι, ακολούθησε το όνομά της και έγινε αστέρι. Κάποιες εβδομάδες μετά κατέβηκα στην Κρήτη, όπου διέμενε μαζί με το πολυαγαπημένο μανιακό Βιβάκι μου. Ένα πρωινό, λοιπόν, που μου ετοίμαζε πρωινό η θεία μου το Βιβάκι, παρατήρησα να κάνει τις ίδιες κινήσεις, να μου δείχνει την ίδια αγάπη και να κουβεντιάζει με τον ίδιο τρόπο σαν τη γιαγιά μου. Παρ’ όλη τη συναισθηματική της φόρτιση και τον αγώνα της, η θεία μου έστεκε εκεί. Βράχος, σαν τη γιαγιά και σαν τον Πατέρα μου. Γι’ αυτό καταλήγω πως έφυγε το σαρκίο και όχι η ψυχή.
Η τελευταία συνομιλία μου με τη γιαγιά ήταν η έξης: «Γιαγιά σε αγαπώ πολύ. Θα σε δω σύντομα, όταν τελειώσω με τις εξετάσεις μου. Βάστα θρυλικό Στελλάκι». Και το Στελλάκι μου φώναξε «Εγώ σε λατρεύω, τ’ ακούς;».
Κάθε φορά, λοιπόν, που είμαι στην κουζίνα, βάζω στιγμές και προσπαθώ να βάζω αγάπη σε ό,τι κάνω. Και πλέον προσπαθώ να «αγοράζω» ανεκτίμητες στιγμές και να μην χάνω καμία δόση, καθότι ο «τόκος» δεν αναπληρώνεται.