ΤΗΣ ΦΑΙΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Κοίτα με. Κοίταξέ με! Μα με τι μάτια να με κοιτάξεις πια; Δεν μπορείς. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Με κράτησες στα χέρια σου. Ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς σου. Αστείο δεν φαίνεται αυτό; Όμως ναι, έχεις καρδιά, το ξέρω, γιατί κάποτε χτυπούσε. Χτυπούσε πολύ κοντά μου. Επάνω μου σχεδόν, ίσως δίπλα μου. Σε θυμάμαι να με κρατάς και να με αγγίζεις απαλά με τα ακροδάχτυλά σου.
Θυμάμαι να αφουγκράζομαι τον κάθε σου πόνο και να σε βοηθάω να ξεχάσεις. Εγώ θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι. Εσύ ξέχασες. Πώς μπόρεσες να ξεχάσεις; Εγώ γιατί δεν μπορώ; Μακάρι να μπορούσα. Να ξεχάσω τα χέρια σου που περνούσαν τρυφερά πάνω από κάθε μου καμπύλη. Να ξεχάσω πώς έμοιαζε η αίσθηση των χεριών σου επάνω μου. Άλλες φορές, ίσα που με ακουμπούσαν και άλλες πάλι…
Πέρασε όμως ο καιρός και φαίνεται να με βαρέθηκες. Με πονάει να σκέφτομαι πως με χρησιμοποίησες. Αυτό έκανες όμως. Με χρησιμοποίησες. Μέχρι που έσπασε η μία μου χορδή. Έχει περάσει τόσος καιρός που δεν θυμάμαι πια αν έσπασε τυχαία ή αν ήταν δικό σου σφάλμα. Ίσως ήταν μια αδέξιά σου κίνηση ή πάλι ίσως έφταιξα εγώ και σε μια στιγμή μόνο, γιατί τόσο χρειάζεται, έσπασα.
Έχασα εγώ μια χορδή κι εσύ εμένα.
Έχασα εγώ μια χορδή κι εσύ εμένα. Από τότε δεν με άγγιξες ξανά και ίσως κανείς δεν θα το κάνει πια. Εγώ όμως είμαι γεννημένη για να παράγω μουσική και μπορεί να μου λείπει μια χορδή, εκείνη η χορδή που θα χάριζε την αρμονία σ’ ό,τι ακούγεται από εμένα, όμως δεν έχω ξεχάσει ακόμα τη φύση μου. Μπορώ ακόμα να συγκινήσω κάποιον ̇ ίσως δεν θα είναι ποτέ ξανά μια συγχορδία, όμως μπορώ να παίξω μια μελωδία. Στα χέρια σου ίσως δεν μεγαλουργήσω ποτέ ξανά.
Μα ίσως βρεθεί κάποιος ονειροπόλος, κάπου, κάπως, κάποτε και με κρατήσει αγκαλιά. Ίσως σε εκείνου την αγκαλιά μπορέσω ξανά να τραγουδήσω. Ίσως αφουγκραστεί τον πόνο μου και διορθώσει τη ζημιά. Ίσως αλλάξει τη χορδή μου και με αφήσει να ακούσω την καρδιά του -και τότε να ξέρεις, θα είναι που θα σε ξεχάσω. Τότε θα σε συγχωρέσω και θα σε αφήσω πίσω.
***
Θυμάμαι εκείνο το πρωινό. Εκείνο το πρωί που σε είδα στη βιτρίνα ανάμεσα σε τόσες άλλες. Ήσουν πανέμορφη. Λαμπερή, επιβλητική και εγώ τόσο μικρός μπροστά σου! Για μέρες, μήνες, περνούσα έξω από το κατάστημα που βρισκόσουν. Στην αρχή σε κοιτούσα φευγαλέα. Βλέπεις, για μένα ήσουν τότε το όνειρο που δεν θα μπορούσα να φτάσω. Περνούσαν όμως οι μέρες και η λαχτάρα μου για εσένα φούντωνε και θέριευε.
«Πεισματάρη», με έλεγε θυμάμαι η μαμά μου. Ναι, ήμουν πεισματάρης και ακόμα είμαι, μα φαντάζομαι αυτό το ξέρεις ήδη. Μια μέρα, θυμάμαι, στάθηκα έξω από τη βιτρίνα. Εσύ, εκεί, στη θέση σου λαμπερή. Θυμάμαι, έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα τον εαυτό μου να σε κρατάει αγκαλιά. Τα χέρια μου να περνούν απαλά πάνω από κάθε σου καμπύλη. Έγινες σκοπός της ζωής μου και φρόντισα και έμαθα πώς είναι να έχει κάποιος στα χέρια του κάτι σαν και εσένα. Δούλεψα πολύ σκληρά για να μάθω όσα χρειαζόταν για να σε αποκτήσω, να γίνω όπως έπρεπε, για να έρθω να σε πάρω και να γίνεις δική μου -και τα κατάφερα.
Σε πήρα, σε κράτησα γερά να μην σε χάσω. Θυμάμαι, τον πρώτο καιρό δεν κοιμόμουν… καθόμουν εκεί και χάζευα την κάθε σου λεπτομέρεια. Σε κοιτούσα εκστασιασμένος και σκεφτόμουν «Θεέ μου είναι δική μου».
Ώσπου ήρθε εκείνη η μαύρη εποχή. Τότε που τίποτα στη ζωή μου δεν έμοιαζε να είναι όπως έπρεπε. Τότε που όλα μου έφταιγαν. Εσύ, ίδια όπως πάντα. Κλασική, λαμπερή και εκλεπτυσμένη και εγώ θυμωμένος, τρελός.
Την θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Σε κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου και ξέρω πως αφουγκράστηκες το τέλος. Μια κίνησή μου αδέξια, άγαρμπη και έσπασα μία χορδή σου. Μια λάθος κίνηση. Μία στιγμή, γιατί τόσο χρειάζεται, και έσπασες. Ίσως πιστεύεις πως σε βαρέθηκα ή πως σε θεωρώ άχρηστη πια. Δεν είναι έτσι, ντρέπομαι. Φάνηκα ανάξιος μπροστά σου. Σε άφησα στην άκρη και δεν σε ακούμπησα ξανά. Νόμιζα πως υπάρχει χρόνος, «κάποια στιγμή θα σε φτιάξω», σκέφτηκα.
Σε κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου και ξέρω πως αφουγκράστηκες το τέλος.
Πέρασαν μέρες, μήνες και πίστευα πως υπάρχει χρόνος, ώσπου εχθές ξύπνησα από έναν απαίσιο εφιάλτη. Ήσουν, λέει, στην αγκαλιά ενός άλλου. Ενός ονειροπόλου, που ήρθε και σε αγκάλιασε τρυφερά, που αφουγκράστηκε πρώτα τον δικό σου πόνο και μετά σου είπε τον δικό του. Σε κράτησε στην αγκαλιά του για να θυμηθείς τη φύση σου, έπαιξε μια μελωδία και έπειτα κρατώντας σε πάντα αγκαλιά, σου άλλαξε τη σπασμένη χορδή. Σκούπισε τις δικές μου δαχτυλιές από το σώμα σου και σου θύμισε πόσο όμορφη είσαι.
Ξύπνησα μουσκεμένος από δάκρυα και ιδρώτα. Έτρεξα στη γωνιά που σε είχα αφήσει να περιμένεις και παρακαλούσα να είσαι εκεί. Ήσουν ακόμα εκεί. Βγήκα για λίγο από το σπίτι, να με χτυπήσει λίγο ο κρύος αέρας. Να συνέρθω. Και τότε είδα κάτι που με έκανε να καταλάβω. Ένας τρελός, ένας ονειροπόλος πιτσιρικάς ζωγράφιζε με σπρέι έναν τοίχο που έγραφε: «Μόνο το σήμερα έχεις. Μόνο το τώρα. Δεν έχει αύριο. Δεν έχει μετά. Τώρα».