ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ
Αααχχχ! Πού ’ναι τα χρόνια εκείνα τα παλιά! Τότε που με μια κίνηση, σου έχτιζα παλάτια! Τώρα, τίποτα. Κουνάω το χεράκι μου, τίποτα. Σκέφτομαι κάτι, τίποτα.
Ακόμα και το μαλλί μου το άλουστο, εγώ πρέπει να το πλύνω. Και τόσους βοστρύχους πώς θα τους ξεμπλέξω, μου λες; Κι αυτές οι θεραπαινίδες, μόλις ανακάλυψαν πως δεν έχουμε πια δυνάμεις να τις μετατρέψουμε σε βατράχια, την κοπάνισαν μία-μία, αφού πρώτα άρχισαν τις απαιτήσεις για μειωμένο ωράριο, λεφτά και λοιπά. Άκου λεφτά! Θεοί είμαστε κορίτσι μου, δεν είμαστε βιομήχανοι!
Όσο για τις Χάριτες και τις Ώρες, θα κοιτάξουνε είπανε την πάρτη τους κι αυτές οι σιχαμένες και μ’ αφήσανε στα κρύα του λουτρού. Εκείνου του λουτρού για το οποίο κάποτε ήμουν διάσημη! Τα λουτρά της Αφροδίτης, λέγανε κι εγώ έβγαινα πανέμορφη και καμαρωτή, μ’ εκείνους τους βοστρύχους που έλεγα πριν, να πέφτουν με χάρη και να με καλύπτουν μέχρι τον πισινό. Αχ, τι θα κάνω τώρα; Άντε πάλι να πάω μέχρι τον Τάκη. Ποιον Τάκη; Καλέ, Ήφαιστος-Ηφαιστάκης-Τάκης, αν και την άλλη φορά που μου προμήθευσε ένα ρομπότ-υπηρέτρια, κάτι έπαθε το δαιμονισμένο κι αντί να με χτενίσει όμορφα-όμορφα, αυτό άρχισε να μου τραβάει τα μαλλιά, έτσι που κόντεψα να μείνω φαλακρή. Μπας και το ’κανε επίτηδες;
Ακόμα μου κρατάει μούτρα για τον Άρη και επιμένει πως το παιδί του μοιάζει. Σιγά! Αφού από μένα πήρε το καμάρι μου! Το πολύ να του φέρνει κάπως. Αλλά και πώς να μην του φέρνει, αφού όλοι συγγενείς είμαστε μεταξύ μας κι όλοι έχουμε τα ίδια χρώματα. Ξανθοί και γαλανομάτηδες. Καλά! Το δικό μου χρυσαφένιο χρώμα δεν το έχει κανείς! Καλά που το θυμήθηκα. Να πω του μπαμπά, τώρα που θα κατέβει στο χωριό για εφημερίδες να μου πάρει καμιά βαφή, έτσι για να τονώσω το χρώμα και κανένα μανόν. Χάλια έχουν γίνει τα νύχια μου. Αλλά θα το θυμηθεί; Άρχισε να ξεκουτιαίνει κι αυτός μου φαίνεται. Άσε που είναι μες στην γκρίνια, κυρίως για τα λεφτά. Όλο δεν έχουμε και δεν έχουμε, είναι. Όχι πως έχει και τελείως άδικο. Ξεπουληθήκαμε πια ολόκληροι. Ένα ασημένιο κανάτι για το τραπέζι δεν μας έμεινε, αφού τα δίνουμε λίγα-λίγα για να ζήσουμε και οι αποθήκες στον Όλυμπο κοντεύουν ν’ αδειάσουν. Να σκεφτείς, μερικοί σκέφτονται να βρουν καμιά δουλειά. Πού φτάσαμε!
Από κείνον τον Ερμή ξεσηκωθήκανε, που κάνει λέει εμπόριο και πλουταίνει. Εμείς όμως τον όβολό του δεν τον έχουμε δει. Όλα για την πάρτη του. Να δουλέψετε λέει, να δείτε πώς βγαίνει το μεροκάματο. Εγώ δεν τον πιστεύω, καμιά μηχανή θα έχει στήσει ο μπαγασάκος! Μεγάλο μούτρο! Ξέρω εγώ, για τις δικές μας πιτσικουλιές, πάντα αυτόν στέλναμε και τα έβγαζε πέρα μια χαρά!
Μέσα σ’ όλα, μας κουβαλήθηκε κι αυτή η Αιγύπτια αγελάδα, η Αθώρ, να μας πει πως πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας! Τι μας λες, κουκλίτσα μου! Λίγο αργά δεν το σκέφτηκες κι εσύ κι οι άλλοι; Άντε μην τα θυμηθώ και συγχυστώ και βγάλω άσπρη τρίχα! Τότε που μας μπαστακώσατε εδώ, πού; Εδώ, στα μέρη τα δικά μας πάππου προς πάππου, εκείνη την Ίσιδα με τα πέπλα, λες κι εμείς δεν είχαμε να δείξουμε θεές με πέπλο! Η θεια μου, η Εστία, όλο κουκουλωμένη είναι γιατί, λέει, αυτή είναι σεμνή, όχι όπως μερικές-μερικές… αλλά γεροντοκόρη, τι να πεις!
Κι η άλλη θεία η Δήμητρα τα ίδια, άσε που κουκουλοφόρεσε και την κόρη της μπας και την ματιάξουν, αν και τα έχει τα δίκια της. Τότε με τον Άδη, παραλίγο να την χάσει για τα καλά˙ ευτυχώς που μεσολάβησε ο πατέρας και γλίτωσε το κοριτσάκι. Αλλά κι αυτή τι ήθελε και τριγύρναγε στους αγρούς να μαζεύει παπαρούνες; Εμ, κοτσάνι το κοτσάνι, πολύ θέλει;
Πωω πω! Με την κουβέντα, ξεχάστηκα! Πάω να μαζέψω εκείνο το μικρό που όλο παραμονεύει και σαϊτεύει πότε δω και πότε κει μ’ αυτά τα μαγικά βέλη που τελειωμό δεν έχουν π’ ανάθεμά τα! Εμείς χάσαμε τις δυνάμεις μας, κι αυτά εκεί! Θα σαϊτέψει καμιά ώρα πάλι τον μπαμπά και θα ’χουμε ξανά ιστορίες με τίποτα βλαχοπούλες, άσε που θα σκούζει και η Ήρα από πάνω!