ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΙΚΟΛ ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗ

Υπάρχει μια φράση πολύ συνηθισμένη, ότι η ζωή μπορεί να σε εμπνεύσει μια στιγμή και συνήθως από τη γέννησή σου παίρνεις το βάπτισμα του πυρός για τον θάνατο, είτε τον υλικό είτε τον ψυχικό, που μεταφράζεται σε πόνο.

Η ζωή πάντως είναι σίγουρο ότι αποτελεί το πολυτιμότερο κληροδότημα των γονιών μας που παίρνουμε μαζί με τις κληροδοτημένες αναμνήσεις και τα αλληλοδιαψευδόμενα συναισθήματα˙ αλλά οι βαλίτσες που θα φτιάξουμε για να ταξιδέψουμε, μας ανήκουν αποκλειστικά σαν την υπογραφή των αποτυπωμάτων μας στα χέρια ή τα χείλη μας. Στη ζωή, όσο κοινή και αν είναι, υπάρχουν στιγμές που δεν τις αφήνεις να αραχνιάζουν σε ντουλάπια γιατί το φως μετά θα τις καταστρέψει. Ούτε τις θυμάσαι στον ύπνο σου, καθώς εκείνος ο «αδερφός του θανάτου» έχει την ιδιότητα να τις εξουσιάζει και να τις αφαιρεί… ή μήπως όχι; Διάβασα τώρα ένα βιβλίο όπου αυτό αναιρείται.

Ένα βιβλίο που μιλάει με αισιοδοξία για τη ζωή, ως μία ζωηρή κατάφασή της και μου φάνηκε σαν να ανοίγω ένα δροσερό παράθυρο στο πέλαγος, μια νοτισμένη μέρα του Αυγούστου! Αυτό το βιβλίο μιλούσε με συνέχειες, η ζωή έμοιαζε με ζωηρά και άλικα βήματα που σε παρασαίρνουν σ’ έναν ξέφρενο χορό κάτω από τα αστέρια. Και καθώς ο χρόνος μετριέται με την απουσία, εδώ η κάθε παρουσία επισημαίνει την απουσία του μονού ζώντος κυττάρου στην ζωή της Έλενας και του Αλέξη. Βήματα κορμιού ή ψυχής από την αρχή, πάνω στο χαλί, στην αμμουδιά χωμένα ως το γόνατο, σε ένα ερωτικό θαλασσινό αγκάλιασμα˙ βήματα αποφασιστικά, αντρικά, που φυλακίζει την αγάπη της ζωής του, μακρινά ενός ταξιδιώτη σ’ ένα κατάμεστο αεροδρόμιο αναμονής και ζωής, βήματα χλωμά και κουκουβισμένα μέσα στα σκοτάδια της θαλασσινής ύπαρξης. Βήματα ενός μετεώρου χορού που έμεινε στη μέση.

Είναι αλήθεια, δεν φαίνεται από την αρχή αλλά το βιβλίο της συγγραφέως Μαίρης Γκαζιάνη έχει την δύναμη να χρησιμοποιεί σύμβολα και να κρύβει την μισή αλήθεια, καθώς η υπόλοιπη μισή χαμογελά πίσω από τυχαίους δήθεν διαλόγους, που τελικά καθόλου τυχαίοι δεν είναι. Δωρεά δώσατε, δωρεά πήρατε, περπατώ πάνω στο λεπτό σκοινί που με τοποθετεί η γράφουσα και αναρωτιέμαι γιατί μου τριβελίζουν το μυαλό αυτές οι σχεδόν θεόπνευστες φράσεις. Δεν δωρίζονται τα συναισθήματα, ληστεύουν άγρια την ψυχή και την καρδιά, μα ό,τι και να γράψει κανείς στον βωμό της αγάπης, είναι γυμνός και τα λόγια φτωχά. Χωρίς μια δωρεά ζωής κανείς άλλωστε δεν ζει.

Νομίζει κανείς ότι νιώθει αυτή την απίστευτη γύμνια και την αποξένωση της γέννησης, καθώς το σκηνικό στα «Άλικα Βήματα» στήνεται μέσα σε ένα αεροδρόμιο και όλοι οι επιβάτες, εκτός από αυτούς της καρδιάς, είναι ξένοι. Ξένοι κατά φαντασίαν της Έλενας, της πρωταγωνίστριας, ή μήπως όχι, αφού με όποιον κι αν συνομιλεί υπάρχει ένας κοινός τόπος. Και είτε μιλάει με τον αντιπαθέστατο κύριο της απέναντι αίθουσας, είτε με ένα νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, είτε με μια φοβισμένη κοπέλα, πνίγεται έντρομη από το γεγονός ότι έχουν όλοι στη συντροφιά τους έναν άνδρα με το ίδιο όνομα, Αλέξης!Τα ονόματα είναι βουβά χωρίς τα ρήματα του κορμιού και του αινίγματος της ψυχής που καρποφορείται από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά δίνουν το δικό τους παραστατικό στο ταξίδι της ψυχής.

Ο χώρος είναι το αεροδρόμιο και ο χρόνος κι η αναμονή, κάτι αντιφατικό, μιας και η Έλενα, η πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια, μοιάζει να επαναστατεί με αυτή την αναμονή, ίσως να είναι αυτός ο μόνος λόγος που τελικά περπατά συνεχώς σε άλλες αίθουσες, έστω με βήματα άλικα, κυρίως μέσα από αυτά. Ποιος λέει ποιος είναι ο αγνότερος τρόπος να μάθεις έναν ξένο ή ίσως και γνωστό, γιατί ξένοι είναι όλοι με την επίφαση του κορμιού, μα όλοι ζουν κάτω από παγκόσμιες ανάσες και στέγες˙ και σε αυτό το μυθιστόρημα δίνεται αυτή η διεθνοποίηση των πάντων μέσα από την σκεπή ενός απρόσωπου χώρου, ενός αεροδρομίου που γίνεται ο προσωπικός χώρος θυσίας της πρωταγωνίστριας. Στο τέλος μόνο αντιλαμβανόμαστε ποιος είναι ο αληθινός χώρος θυσίας και αν τελικά θυσιάζεται η ίδια ή το άλλοθι της στη ζωή. Ένα τέλος τόσο ανατρεπτικό όσο και λυτρωτικό, καθώς είναι αιώνιο, κυλιόμενο, ρευστό σαν την ανάσα ενός ποταμού και αισιόδοξο: ένα τέλειο τέλος, επειδή δεν βάζει τελεία.

Χρόνος είναι η αναμονή, αναμονή μέσα στη ζωή, αναμονή έξω από αυτήν ή στο… ενδιάμεσο!Αλήθεια, πόσα συναισθήματα δεν τυλίγουμε και τα πακετάρουμε σε μια κατάσταση αναμονής, τα τοποθετούμε σε αεροπορικές θέσεις, καθησυχάζουμε τον εαυτό μας ότι τα ζήσαμε είτε ότι θα τα ζήσουμε στο μέλλον, και θέτουμε ψευδεπίγραφα εαυτόν σε μιαν ανελέητη αναμονή χωρίς ζωή; Ανελέητη, γιατί δεν είναι αυτή η ζωή. Οι αναμνήσεις βρίσκουν αυτή την ενδιάθετη ρωγμή να δραπετεύσουν και να τυλιχτούν στην δίνη της αθωότητας, καθώς πάντα όταν ζούμε τις αναμνήσεις στο παρόν μας, αυτές καθαίρονται μοναδικά!

Πυρήνας αυτής της ποιητικής ρευστότητας, του μοναδικού αυτού ποιητικού μυθιστορήματος, είναι η ουσία της αγάπης στη ζωή μας. Και όταν μιλάμε για αγάπη, αυτή μένει συντροφευμένη και αδιαίρετη χωρίς κλάσματα και αριθμούς, χωρίς την δόλια και υποβαθμιστική διαίρεση σε υποκατηγορίες με τις οποίες την φωτογραφίζουν οι άνθρωποι. Αγάπη φιλική, ερωτική, μητρική, πατρική, συντροφική, ιδιάζουσα και παθιασμένη. Αληθινή και απελπισμένη.

Ήξερε να τα κεντήσει η συγγραφέας τα κενά μας λόγω της αστείρευτης αγάπης της και να μας τα δώσει ολόκληρα στο αισιόδοξο και ανατρεπτικό τέλος

Αγάπη αιώνια και αδιαίρετη!Αγάπη και θυσία, γιατί αγάπη χωρίς πάθος και θυσία είναι ένα άδειο κέλυφος και ένα ταξίδι χωρίς διαδρομή. Περνάει μέσα από το αίμα και ποτίζει το κορμί με συναισθήματα, πηγάζει από το αίμα και δίνει το κυριότερο αγαθό: την ελπίδα του μέλλοντος. Και το αίμα, πορφυρό χρώμα του πάθους, αναπλάθει τη ζωή σε ουσία από λάθος, μεταγγίζει τον έρωτα για ζωή και ενώνει τις υπάρξεις που διαφορετικά θα πορεύονταν μόνες στον προθάλαμο ενός αεροδρομίου, ενός νοσοκομείου ή στο μεταίχμιο της ζωής!

Όμως στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα υπάρχει η αισιόδοξη διέξοδος της λύτρωσης από την οποιαδήποτε καταστροφή. Ερωτική, σαρκικός θάνατος, ψυχική καταρράκωση, άδειασμα του νου. Έρχεται ένας φίλος, ένα φάντασμα ζωής και νου, ένας σύντροφος ερωτικός που σώζει από κάθε άποψη την πρωταγωνίστρια, δίνοντας μια λυτρωτική εξέλιξη στη ζωή της και στην καρδιά μας. Μια εξέλιξη που δίνει το δώρο της αιωνιότητας, καθώς όσα ζήσαμε δεν πεθαίνουν ποτέ. Όμως στο σημείο αυτό ο απλός αναγνώστης αναρωτιέται τελικά ποιος είναι ο πεφωτισμένος σωτήρας, ποιος μπορεί και σώσει τον άλλον; Ο σωτήρας ζωής άρα και της ψυχής της Έλενας, ή σώζει η πρωταγωνίστρια τον ξαφνικό επισκέπτη, δίνοντας συνέχεια στη δική του ζωή με την μετάγγιση του αίματος που χτυπά με θράσος στα μηλίγγια της; Επιδιώκοντας και διψώντας για έρωτα και πάθος, μεταγγίζοντας και η ίδια πίσω στο περπάτημά του τη δική της φορεσιά αγνότητας λόγω της ανυπερθέτως μαγικής και ανυπέρβλητης αγάπης, του πάθους που δεν θα σταθεί ποτέ στο στασίδι του κατηγορουμένου κανενός δικαστηρίου, ούτε και στο Μεγάλο που είναι το θεϊκό.

Τελικά όλα είναι ρευστά και κινούνται σε μια μαγική παλίρροια στη θάλασσα της ζωής. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος παρά μόνο η αγάπη, που μας κάνει τόσο ρευστούς σαν να μην έχουμε πρόσωπα αλλά μια δροσερή επιφάνεια ενός διάφανου ποταμού. Σκύβουμε μέσα με αγωνία να δούμε την πορφυρή και άλικη αντανάκλαση του εαυτού μας, το υποσχόμενό μας μέλλον, και τελικά αυτό που βλέπουμε είναι η συνέχεια στο κενό, σαν να αυτοκτονούμε τη ζωή και το παρόν μάς προσπερνά. Η Έλενα αυτό κάνει. Παγώνει το παρόν, το μετουσιώνει σε ζωή, με όποιον προορισμό και ο χρόνος εκτινάσσεται από την βολική αιώρα του και ενώνεται σε παρόν, παρελθόν και μέλλον. Ανοίγει τα μάτια και την καρδιά της και γίνεται ένα με την ερωτική ύπαρξη που την οδηγεί ξανά στη ζωή, δίνει το σάλτο vita και όχι το mortale, και τον ερωτεύεται βαθιά! Ποιος είναι περισσότερο αληθινός και αυθεντικός έρωτας από εκείνον της σωτηρίας και της λύτρωσης που μας προσφέρει κάποιος ιδανικός επισκέπτης – έστω και ξένος, άγνωστος – από την πράξη που γεννά ζωή και περνά αψεγάδιαστα στον δέκτη;

Τα αποτελέσματα δεν είναι μόνο στην ψυχή ορατά αλλά και σε ένα σώμα που περπατά, αγκαλιάζει και αγαπά. Και ποια ανταπόκριση του σωζόμενου (με κάθε τρόπο) δεν είναι αυτή που πηγάζει από την αυταπάρνηση να δεχτείς το θείο δώρο; Να το κάνεις με την ταπεινότητα που μοιράζεσαι το κρύο ποταμίσιο νερό με τη φύση και τον ήλιο, να το γευθείς σαν σταγόνα και αχτίδα! Τελικά ο Παράδεισος πρέπει να είναι η κατάσταση της αγάπης και ο μόνος θάνατος είναι η κόλαση του εγωισμού.

Μεταφυσικό, με ενότητες και κεφάλαια και με μια κρυφή ανατροπή, το μυθιστόρημα της Μαίρης Γκαζιάνη ξέρει να φυλάει καλά τους άσους στο μανίκι του και την ανάσα μας, ενώ παράλληλα όλα και παντού τα κάνει καλοκαίρι ο έρωτας για ζωή. Έχει παθιασμένους διαλόγους, της Έλενας και του Αλέξη, σαν να κρατούν τους στύλους των αιθέρων. Τα λόγια του ζευγαριού, συμβολικά και ντυμένα ή γυμνά, αντιπροσωπεύουν το καλειδοσκόπιο όλων των μεθυσμένων και παθιασμένων συναισθημάτων του ανθρώπου, αυτά που ποτίζουν με λικέρ τις αισθήσεις. Όλους τους φόβους και τις ανανδρίες και όλες τις αγάπες αλλά και την αυταπάρνηση που μόνο ο μάγος της μονοιασμένης συνύπαρξης και αγκαλιάς ξέρει να δίνει.

Και εσύ κρατάς το τελευταίο σου χαρτί, αναγνώστη, και την αγχωμένη σου ανάσα, να δεις αν τελικά η Έλενα επιστρέφει στην αγκαλιά του Αλέξη. Μα εκεί ήταν πάντα, ευτυχισμένη και ολόκληρη μετά τα μισά της υπόλοιπης διαδρομής. Ήξερε να τα κεντήσει η συγγραφέας τα κενά μας λόγω της αστείρευτης αγάπης της και να μας τα δώσει ολόκληρα στο αισιόδοξο και ανατρεπτικό τέλος! Ανατρεπτικό και συγκινητικό, σαν αεράκι, σαν αιωνιότητα, σαν αγάπη, σαν άγγιγμα!Κρύβεσαι, ξέρω, πίσω από τις κουΐντες και με θαυμασμό βλέπεις την Έλενα να κοιμάται βαθιά στην αγκαλιά του αγαπημένου, σε μια αιώνια αγκαλιά που γεμίζει τα μάτια μας με θάλασσες.

Ξέρεις καλά ότι εδώ δεν τελειώνει το βιβλίο, δεν θα τελειώσει ποτέ, θα υπάρχει πάντα το δάχτυλο επίμονα αφημένο στην τελευταία σελίδα, να τσακίζει το φύλλο, να θυμάσαι να μην ξεχνάς, να ρουφάς επίμονα κάθε λέξη, να είσαι ο κηπουρός που φροντίζει τα άνθη των επιθετικών προσδιορισμών και των αισθήσεων, να θυμάσαι επίμονα ότι όλα τα σώζει και τα σταλάζει η αγάπη…

Books and Style

Books and Style