ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ ΠΟΛΕΝΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια   δροσερή ρεματιά μιας μικρής επαρχιακής πόλης έξω από την Καλαμάτα, όπου ζούσε ο μικρός  Ορέστης, ο φίλος μας έπαιζε και  μιλούσε με τα πνεύματα της γης. Αυτό ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει ο Ορέστης που πάντα είχε ξεχωριστή σχέση με την φύση. Ξαφνικά εκεί που έπαιζε, ο Ορέστης άκουσε μια φωνή.   «Αγοράκι, γεια σου, με λένε Κορωνοϊό  και ήρθα στην πανέμορφη Γη για να   βρω έναν φίλο! Είμαι από τον πλανήτη Αστεροειδή Γλυκάνισο και γεννήθηκα στο μεγάλο δάσος της Κανέλας πριν από 3 χρόνια!

Έχω μεγάλη οικογένεια εκεί και πολλά αδέρφια αλλά είχα πάντα την περιέργεια να γνωρίσω νέους πλανήτες και κυρίως να μάθω πώς είναι η Γη. Μου μιλούσε η μαμά μου στα παραμύθια που μου διάβαζε όταν ήμουν πιο μικρούλης για τη Γη. Έτσι μια μέρα, πήρα το πρώτο διαγαλαξιακό διαστημόπλοιο της Βανίλιας και ήρθα στον πλανήτη σου. Έχω και μια τσάντα με όλα τα  απαραίτητα μαζί μου. Μου την ετοίμασε η μεγάλη μου αδερφή η “Κόκκινη Κορώνα” αφού μου υποσχέθηκε ότι θα κρατήσει κρυφό το μυστικό μου και ότι εάν με έψαχναν, θα με έπαιρνε κρυφά στο γαλαξιακό αριθμό μου να μάθει που είμαι και να έρθει να με βρει».

«Κορωνοϊε, θέλεις   να   γίνουμε  φίλοι;», τον ρώτησε ο  Ορέστης. Ο   Κορωνοϊος  απάντησε: «ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ και θέλω»!

Αφού παίξανε για πολλή ώρα μαζί, ο Ορέστης και ο Κορωνοϊός πήγαν κουρασμένοι στο σπίτι του Ορέστη. Η  μαμά του Ορέστη τους καλοσώρισε με   αγάπη, τους έβαλε φαγητό και τους    έστρωσε να κοιμηθούν. Η μαμά του Ορέστη λεγόταν Αριάδνη και ήταν επιστήμονας. Αυτό ήξερε ο Ορέστης ότι ήταν η μαμά του, αν και όσοι δεν την γνώριζαν καλά νόμιζαν ότι ήταν απλή γιατρός. Γιατρός μικροβιολόγος. Την επόμενη  μέρα ο Ορέστης ξύπνησε τον Κορωνοϊο και του   είπε να ντυθεί με τα ρούχα που είχε στη βαλίτσα του για να τον πάρει μαζί του στο  σχολείο.

Αυτό γινόταν κάθε μερα για τις επόμενες δύο τρεις εβδομάδες. Τον έκρυβε καλα σε ένα μικρό κουτάκι από οδοντογλυφίδες, με δύο μικρες τρύπες για να αναπνέει. Το κουτάκι αυτό το έβαζε το πρωί μέσα στην κασετίνα του και το έβγαζε στην ώρα του μαθήματος. Όταν τον ρωτούσαν οι δασκάλες του και τα άλλα παιδιά, έλεγε ότι είναι το αστρόπλοιό του που τον ταξιδεύει σε μαγικούς  κόσμους.

Τις ημέρες που δεν είχαν σχολείο, ο Ορέστης και ο μικρός Κορωνοϊός πηγαιναν μαζί στο λιβάδι και τη μικρή ρεματιά που γνωρίστηκαν. Εκεί έπαιζαν, μιλούσαν για το σχολείο, για τα μαθήματα του Ορέστη αλλά και για τον πλανήτη του Κορωνοϊού, τον μικρό Αστεροειδή Γλυκάνισο, στη μέση του Γαλαξία.

Όταν ο Ορέστης ήταν λυπημένος, ο μικρός Κορωνοϊός προσπαθούσε να μπαίνει στα παπούτσια του, να νιώθει όπως και ο φίλος του και να τον συμβουλεύει. Ήταν αληθινοί και αχώριστοι φίλοι. Οι μήνες περνούσαν, η φιλία τους δυνάμωνε και ήταν πραγματικά πολύ ευτυχισμένοι.

Μία μέρα όμως μέσα στην άνοιξη όλα άλλαξαν ξαφνικά. Ένα μεσημέρι που γύρισαν από το σχολείο, ο Ορέστης  ανακοίνωσε στον μικρό του φίλο κάτι  φριχτό! ΟΤΙ ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΟΥΝ και ότι όλοι οι ειδικοί στην τηλεόραση έψαχναν να βρουν τι ακριβώς έφταιγε. Κάθε μέρα αρρώσταινε όλο και περισσότερος κόσμος, όσοι ήταν ακόμα καλά κλείνονταν στα σπίτια τους και οι δρόμοι γίνονταν όλο και πιο άδειοι. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν να πάνε στις δουλειές τους, οι γονείς να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο όσο και αν το ήθελαν αυτά, και η μικρή πόλη κάθε μέρα άλλαζε…

Ακόμα και τα σχολεία έκλεισαν τελείως και τα μαθήματα γίνονταν μέσα απο υπολογιστή και τάμπλετ. Ο Ορέστης κάθε μέρα είχε τηλεδιασκέψεις με τις δάσκαλες  του, την κυρία Αλίκη και την κυρία Βάσω. Κάποια παιδιά χαίρονταν που δεν είχαν σχολείο, αλλά τον Ορέστη τον πονούσε πολύ που δεν έβλεπε τις αγαπημένες δασκάλες του και τους φίλους του από κοντά.

Ο μόνος φίλος που έβλεπε ο Ορέστης  ήταν  ο μικρός Κορωνοϊος από τον πλανήτη  Αστεροειδή Γλυκάνισο. Αλλά και αυτόν τον έβλεπε με μεγάλη δυσκολία ο Ορέστης. Η μαμά του, του είχε ζητήσει για λίγο καιρό να τον έχει στο σπιτάκι που του είχε φτιάξει και να μην κάνει παρέα μαζί του μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν έφταιγε ο φίλος του που αρρώσταινε ο κόσμος.

Ο Ορέστης έμπαινε κρυφά στο εργαστήριο της μαμάς του και την έβλεπε να ασχολείται πολλές ώρες με μπουκάλια, μπουκαλάκια, σωλήνες, μικροσκόπια και με τον μικρό του φίλο τον Κορωνοϊό. Κλεινόταν εκεί για ατελείωτες ώρες και έκανε πειράματα, ξανά και ξανά, τα βράδια δεν κοιμόταν καθόλου, ούτε την ημέρα. Σπάνια την έβλεπε να πηγαίνει για ύπνο στο κρεβάτι της. Σχεδόν δεν έτρωγε καν η μαμά του Ορέστη. Το ίδιο όμως άκουγε στις ειδήσεις ότι έκαναν οι γιατροί και οι νοσοκόμοι στα νοσοκομεία όλης της χώρας, που δούλευαν ασταμάτητα για να κάνουν καλά τον κόσμο που όλο και αρρώσταινε…

Μα αυτό δεν συνέβαινε μόνο στη χώρα που ζούσε ο Ορέστης. Στις ειδήσεις έβλεπε ίδιες εικόνες από όλο τον κόσμο. Νοσοκομεία να γεμίζουν συνέχεια από κόσμο και στεναχωρημένο κόσμο να μιλάει με αγωνία για τους δικούς του. Πέρασαν οι ημέρες, πέρασαν οι εβδομάδες, ο Ορέστης έβλεπε όλο και λιγότερο τη μαμά του και καθόλου τον φίλο του. Ένιωθε μόνος και του έλειπαν οι φίλοι του, οι συμμαθητές του, οι δασκάλες του, αλλά και η μαμά του κι ας ήταν στο σπίτι κοντά του.

Ο Κορωνοϊός πολύ στεναχωρημένος που έβλεπε έτσι τον φίλο του από μακριά, κατάφερε ένα βράδυ να βγει από το κουτάκι που ήταν κρυμμένος, μίλησε με την Κόκκινη Κορώνα στο τηλέφωνο της και έφυγε με το διαστημόπλοιο της Βανίλιας που του έστειλε εκείνη στη γη για να τον σώσει. Τότε έγινε κάτι μαγικό!

Με μαγικό τρόπο εκατομμύρια μικρά διαστημόπλοια εμφανίστηκαν σε όλη τη γη και πήραν μακρια όλους μα όοοοοοολους τους Κορωνοϊους που υπήρχαν κρυμμένοι στον κόσμο. Είχαν ανησυχήσει που έλειπε τόσο καιρό ο μικρός Κορωνοιός και έστειλαν ένα τεράστιο μυστικό στρατό να τον βρει. Ώστε, αυτοί ήταν που αρρώσταιναν τους ανθρώπους και αυτό πολύ απλά γιατί νόμιζαν ότι οι άνθρωποι είχαν απαγάγει τον μικρό Κορωνοϊούλη που έλειπε τόσο καιρό!!!

Όλα ήταν θέμα μίας τεράστιας παρεξήγησης. Οι Κορωνοϊοί έφυγαν ξαφνικά από τη γη, και όλοι οι άνθρωποι έγιναν μετά από λίγες μέρες καλά. Η μαμά του Ορέστη που ήξερε όμως ότι ο μικρός Κορωνοϊός είχε καλή καρδιά, φρόντισε να βρει το φάρμακο και το εμβόλιο που του έπαιρνε τις δυνάμεις και έτσι δεν μπορούσε πια, ούτε άθελά του να κάνει κακό στους ανθρώπους. Ετσι, αν ξαναγυρνούσαν ποτέ στη γη οι Κορωνοϊοί δεν θα αρρώσταινε ποτέ ξανά κανένας άνθρωπος. Ένα  βράδυ στο όνειρό του ο Ορέστης είδε ότι πήρε ένα τεράστιο διαστημόπλοιπο και πήγε και συνάντησε τον παντοτινό φίλο του στον πλανήτη Αστεροειδή Γλυκάνισο.

To πρωί που ξύπνησε τον περίμενε μία ακόμη μεγαλύτερη έκλπληξη. Άνοιξε τα μάτια του και τι να δει; Να, εκεί δίπλα του πάνω στο κομοδίνο του, είδε ένα  χρωματιστό διαστημόπλοιο και τον μικρό Κορωνοϊό και την οικογένειά του να του χαμογελούν με τα μεγάλα μάτια τους ενώ κουνούσαν χαρόυμενα τις κεραίες τους! Η μαμά του Ορέστη, με πειράματα τους έκανε καλούς, τους έφερε φαγητό και… ζήσαν αυτοί καλά και αγαπημένοι και όλος ο κόσμος… καλύτερα!

Books and Style

Books and Style