ΓΡΑΦΕΙ Η ΦΑΙΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: PETER TAMAS
«Σκέψου, σκέψου είπα στον εαυτό μου». Το μυαλό μου έχει κολλήσει και δεν έχω ιδέα τι κάνω μπροστά στον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή. Κοιτάζω την οθόνη σαν υπνωτισμένη και είμαι παντελώς αδύναμη να κάνω το οτιδήποτε.
Τα δάχτυλά μου ξαφνικά μοιάζουν ξύλινα και αισθάνομαι σαν παιδάκι της πρώτης δημοτικού που δεν έχει ιδέα πώς να γράψει. Δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη. Η οποιαδήποτε έμπνευση είχα ποτέ με έχει εγκαταλείψει και αισθάνομαι άδεια. Άδεια; Πρέπει να φύγω από αυτό το συναίσθημα. Είναι άβολο.
Ακούω θόρυβο, τον γνώριμο αυτό ήχο που κάποτε με έκανε να καρδιοχτυπώ, αφουγκράζομαι και ο ήχος γίνεται πιο δυνατός καθώς με πλησιάζει. Ακούω τα βήματά του και κλείνω τα μάτια μου καθώς θέλω να ενεργοποιήσω τις αισθήσεις μου σιγά-σιγά. Ένα ζεστό και τραχύ χέρι με ακουμπά στον ώμο. Το αγαπώ αυτό το χέρι. Αγαπώ την αίσθησή του, επάνω μου. Προσπαθώ να τον μυρίσω. Κλείνω τις υπόλοιπες αισθήσεις μου και κρατώ μόνο την όσφρηση. Μυρίζω ένα βαρύ άρωμα, μπερδεμένο με την μυρωδιά του καπνού. Μου αρέσει αυτή η μυρωδιά, μυρίζει ασφάλεια, σιγουριά και δύναμη. Εκείνος σκύβει και με ρωτάει κάτι ψιθυριστά. Γυρίζω το πρόσωπό μου και χωρίς να τον κοιτάξω, με οδηγό την ανάσα του, ψάχνω τα χείλη του. Είναι απαλά και γλυκά. Ένα φιλί. Τι γεύση έχει ένα φιλί; Δύσκολο να το περιγράψεις χωρίς μεταφορές. Είναι γλυκό και νόστιμο. Έχει την γεύση των νεανικών ονείρων. Έχει την γεύση της τρέλας και της ορμής. Της ανυπομονησίας. Ανοίγω τα μάτια μου και τον κοιτάζω καθώς σιγά-σιγά απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον.
Δύο ώρες αργότερα βρίσκομαι ξανά μπροστά στην οθόνη μου. Γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα και μέχρι πριν από λίγο με βασάνιζαν ένα σωρό σκέψεις. Η ηρωίδα μου είναι μια γυναίκα περίπου στην ηλικία μου, η οποία αντιμετωπίζει μια κρίση στον γάμο της, από αυτές που περνούν όλα τα ζευγάρια κάποια στιγμή στην κοινή τους πορεία. Μια κρίση σαν και αυτή που περνώ εγώ.
Σταματώ να γράφω και ξαναγυρίζω πίσω, πρέπει να διαβάσω, πρέπει να ξαναδώ τι έχω γράψει. Καθώς διαβάζω συνειδητοποιώ πως εγώ και εκείνη μοιάζουμε πολύ. Έχουμε τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους φόβους. Η ηρωίδα μου είμαι εγώ. Ή μήπως όχι; Όχι δεν είμαι εγώ. Της μοιάζω, υποθέτω, ή ίσως μου μοιάζει. Έχει κομμάτια μου ή έχω εγώ δικά της. Τόσο καιρό γράφω αυτά που συμβαίνουν στη ζωή της. Καταγράφω την καθημερινότητά της. Είναι για εμένα ένα πρόσωπο υπαρκτό. Έχει χαρακτήρα. Θα συνεχίσει να υπάρχει στη ζωή μου ακόμα και όταν τελειώσω το βιβλίο μου. Όχι, δεν είμαι εγώ, απλά οι ζωές μας κάποια στιγμή διασταυρώνονται και ίσως κάποιες άλλες φορές προχωρούν παράλληλα. Ίσως εκείνη κάνει τις επιλογές που εγώ φοβάμαι.
Βάζω τα δάχτυλα μου πάνω στο πληκτρολόγιο ενώ σκέφτομαι πως μάλλον πλησιάζω τα πρόθυρα της παράνοιας. Το φοβάμαι αυτό αλήθεια, το φοβάμαι πολύ. Αρχίζω να γράφω.
Η Μαίρη ένιωθε μόνη της. Καθόταν στο γραφείο της και αφουγκραζόταν τους ήχους που έφθαναν στα αυτιά της. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε σε ότι άκουγε. Άκουσε έναν γνώριμο ήχο. Τον ήχο από τα βήματά του που πλησίαζαν. Δεν ήθελε όμως να τον κοιτάξει, ήθελε να τον αισθανθεί με όλες της τις αισθήσεις. Έτσι πίστευε πως θα θυμόταν από την αρχή γιατί τον ερωτεύτηκε. Εκείνος την πλησίασε τόσο που άρχισε να τον μυρίζει. Το άρωμά του, αυτή η δική του μυρωδιά που αισθανόταν πως μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε τόσες άλλες. Άπλωσε το χέρι του και την χάιδεψε απαλά στον ώμο. Η αίσθηση του δέρματός του ήταν υπέροχη. Ένα βαρύ αντρικό ταλαιπωρημένο χέρι, που όμως ήξερε να την ακουμπά τρυφερά. Έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί «Θα με αφήσεις να κοιμηθώ μόνος;». Δεν του απάντησε. Γύρισε το κεφάλι της και έψαξε τα χείλη του. Κρατώντας τα μάτια της κλειστά έψαξε και βρήκε το στόμα του. Ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του και πήρε το φιλί του, εκείνο που είχε καιρό τώρα αφήσει να περιμένει. Άνοιξε τα μάτια της καθώς απομάκρυνε αργά το πρόσωπο της από το δικό του. Έχοντας την γεύση του φιλιού του στο στόμα της. Τον ρώτησε « Τι γεύση θα έλεγες πως έχει το φιλί;». Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Κρατώντας την αγκαλιά έσβησε το μικρό πορτατίφ που είχε επάνω στο γραφείο της. «Δεν ξέρω», της απάντησε με βραχνή φωνή, «εσύ να μου πεις, εσύ είσαι η συγγραφέας». «Μμ, νομίζω πως έχει την γεύση της τρέλας και της ορμής. Την γεύση όλων αυτών που δεν μπορούν να περιμένουν. Ναι, έχουν την γεύση της ανυπομονησίας.» του απάντησε καθώς τα μάτια της έλαμπαν στο μισοσκόταδο παιχνιδιάρικα.
Έσβησα το μικρό πορτατίφ που φώτιζε γλυκά το γραφείο μου. Καλά τα πήγα σήμερα, σκέφτηκα καθώς ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω. Εκείνος κοιμόταν από ώρα. Τελικά τον άφησα και κοιμήθηκε μόνος. Αύριο «ξημερώνει μια καινούργια μέρα». Τώρα ξέρω τι να κάνω. Είμαι συγγραφέας, ναι, θα το πω και από εδώ και στο εξής θα μου το λέω κάθε μέρα. Είμαι συγγραφέας και με τις λέξεις μου πλάθω κόσμους δικούς μου. Είμαι συγγραφέας και αν μπορώ να γράψω κάτι, μπορώ και να το ζήσω.