ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CHRISTOS XENITOPOULOS

«Εγώ μεγάλωσα μικρός» ήταν μια φράση του Γιάννη Ζουγανέλη που κρύβει μέσα της πιστεύω την μεγαλύτερη αλήθεια για τη ζωή του και την απάντηση για το πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης μα ταυτόχρονα και μοναδικός στο είδος του.
Χρειάστηκε να τον ειδοποιήσουν ότι σε πέντε λεπτά ξεκινά η παράσταση για να σταματήσει η κουβέντα μας που κυλούσε αβίαστα από τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς του, τα πρώτα του βήματα στην μουσική, το «Αχ Μαρία», την γυναίκα του Ισιδώρα, την κόρη του Ελεονώρα, μέχρι και σήμερα στο ρόλο του Στέλιου Κοντογιώργη στο θέατρο Βέμπο.

Βλέποντας το πρώτο μέρος της παράστασης, η σκέψη μου ήταν ότι η μεταφορά στο θέατρο του σήμερα, της παλιάς ταινίας που αγαπώ πολύ, ήταν εξαιρετική. Ξεκινώντας το δεύτερο μέρος, ένιωσα ότι ξεπεράστηκε κάθε μου προσδοκία. Χωρίς να μπορώ να σταματήσω να γελώ, όταν άναψαν ξανά τα φώτα, έφυγα από εκεί με την υποψία ότι ο συγκεκριμένος ρόλος του ράφτη, ήταν κομμένος και ραμμένος εξαρχής, στα μέτρα και στο απίστευτο κωμικό ταλέντο του Γιάννη Ζουγανέλη.

ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: Γιάννη σε ευχαριστούμε για την θερμή σου υποδοχή και θέλω αρχικά να σε καλωσορίσω κι εγώ στο Books and Style.

Γερακίνα Μπουρίκα και Γιάννης Ζουγανέλης

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ: Κι εγώ πρώτα πρώτα θέλω να σε ευχαριστήσω που μου δίνεις την δυνατότητα να επικοινωνήσω τη σκέψη μου. Χαίρομαι ιδιαιτέρως που μιλώ σε συγγραφέα, γιατί πιστεύω ένας άνθρωπος που καταγράφει τη σκέψη του σημαίνει ότι έχει ανάγκη να επικοινωνήσει με τον λόγο περισσότερο από κάθε άλλο κι εμένα ο μπούσουλας των ιδεών μου είναι αυτό καθεαυτό. Είναι ο λόγος. Και μάλιστα ο Ελληνικός λόγος. Δρω μόνο με τα Ελληνικά, σκέπτομαι με τα Ελληνικά, διδάσκω με τα Ελληνικά, και προσπαθώ μέσα από την διαδικασία της επαφής και τον λόγο να κάνω την ζωή μου καλύτερη όπως και των άλλων, με γνώμονα την ισονομία και πολλά άλλα.

Γ.Μ.: Πες μου δυο λόγια για την παράσταση στην οποία συμμετέχεις αφού βρισκόμαστε στο καμαρίνι σου στο θέατρο Βέμπο. «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Γιατί επέλεξες να είσαι κομμάτι αυτής της παράστασης;

Γ.Ζ.: Καταρχάς με επιλέξανε. Δεν την επέλεξα. Και είναι μια ευτυχής συγκυρία για εμένα το ότι μου προτάθηκε να παίξω ένα ρόλο που αγάπησα βλέποντας την ομώνυμη ταινία , που τον έκανε ο επίσης ευγενής και απέριττος ηθοποιός, Ντίνος Ηλιόπουλος. Τονίζω το ευγενής γιατί το μέτρο της ζωής μου είναι η ευγένεια. Δεν μπορώ την αγένεια –. Βέβαια το θεατρικό προϋπήρχε από την ταινία και τώρα, για εμένα η δεύτερη συγκυρία, είναι ότι για δεύτερη, τρίτη φορά συνεργάζομαι με τους Ρέππα – Παπαθανασίου, όπου σκηνοθέτησαν και διασκεύασαν το έργο κρατώντας στοιχεία του εξήντα και που βέβαια με εκφράζουν μέσα από την διαδικασία του έργου. Γι’ αυτό δεν το υπηρετώ απλά. Αυτό το έργο κεντράρει στην λογική του διχασμού, μέσα από μία απλή, λαϊκή ιστορία και χρησιμοποιεί ευτελής λογικές, δηλαδή πως μπορεί να σκοτωθεί κάποιος ας πούμε για μία κότα, που όμως τότε μια νεότερη γενιά ανθρώπων του εξήντα δεν ήθελε πια να διχάζετε μέσα από τέτοιες λογικές. Ήθελε να μπει σε μια διαδικασία ελλείμματος του διχασμού, γιατί παντού υπάρχει διχασμός και στην Ελλάδα υπάρχει μονίμως. Σκέψου πως τα τελευταία χρόνια ο διχασμός παραχάραξε και την ιστορία. Αλλιώς γράφει την ιστορία ο Κορδάτος, αλλιώς ο Τσιρούκης. Ποτέ δεν ξέρουμε τελικά τι γίνεται. Πρέπει να έχεις πάρα πολύ χρόνο για να ασχοληθείς και να κατασταλάξεις στις απόψεις σου.

Γ.Μ.: Ο διχασμός είναι πράγματι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματά μας σαν λαός. Πες μου ποια θεωρείς προτερήματα των Ελλήνων;

Γ.Ζ.: Χωρίς να θέλω να γίνω δεικτικός, ή αγενής, πιστεύω ότι προτερήματα υπάρχουν σε ένα πολύ μικρό ποσοστό νεοελλήνων. Μα είναι πολλά. Οι Έλληνες για παράδειγμα, έχουν τρομερή έφεση στην επιστημονικότητα. Αυτό που σου λέω δεν είναι αυθαίρετο. Είναι τεκμηριωμένο. Ένας Έλληνας επιστήμονας, που έχει σπουδάσει στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη έφεση, δίπλα ας πούμε σε έναν αγγλοσάξονα. Αυτό είναι αποδεδειγμένο. Είναι οι κλιματολογικές συνθήκες, είναι το φως που εισπράττει και το φως που εκπέμπει, γιατί εδώ παντού υπάρχει φως. Επίσης, προτερήματα Ελλήνων είναι – στις πολύ μικρές εξαιρέσεις διευκρινίζω, μα ευτυχώς η ζωή προχωρά με τις εξαιρέσεις και όχι με την μάζα – ότι κρατάνε διαφορετικότητα σε σχέση ας πούμε με τους Γερμανούς γιατί με εκείνους έχω μια εμπειρία, σπουδάζοντας εκεί επί δυόμιση χρόνια. Οι Γερμανοί ως χαρακτήρες δεν διαφέρουν μεταξύ τους, με εξαίρεση ίσως τους Βαυαρούς. Όλοι οι άλλοι είναι ίδιοι στα χωριά και στις πόλεις. Ίδιοι στη γαστρονομία, στην αντίληψη της, στην καθημερινότητά τους, στον τρόπο που ψυχαγωγούνται και διασκεδάζουν. Οι Έλληνες όμως, κρατούν την διαφορετικότητά τους. Η διαφορετικότητα υπάρχει στην Ελλάδα ανά είκοσι χιλιόμετρα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Βέβαια δεν έχουν το επίπεδο να την αντιληφθούν. Άλλο θετικό ιδίωμα των Ελλήνων είναι ότι μιλούμε αυτή τη γλώσσα που ομιλούμε, που όταν την ομιλείς συνειδητά, είσαι ανώτερος από οποιονδήποτε άλλον. Είναι η μόνη εννοιολογική γλώσσα. Δεν υπάρχει άλλη γλώσσα που να εννοεί. Αυτό που θέλω να συμπληρώσω για τη γλώσσα, ταπεινά φυσικά, είναι ότι με έκανε σοφότερο η νοηματική. Οι γονείς μου επειδή ήταν αναλφάβητοι και κωφοί μιλούσαν μια νοηματική έτσι όπως την αντιλαμβανόντουσαν εκείνοι, όχι εξελιγμένη. Εγώ από μόνος μου εξελίχθηκα, και αντιλαμβανόμουν τις λέξεις από τα δέκα χρόνια μου πολύ καλύτερα. Ας πούμε τη βοή ή τον άνεμο, πως περιγραφόταν, γι’ αυτό και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία το τονίζω γιατί είναι καθοριστικό, δεν υπάρχει αντίστοιχο ετυμολογικό λεξικό. Σε άλλη γλώσσα.

Γ.Μ.: Το ότι η νοηματική βασίζεται στην ελληνική γλώσσα ομολογώ πως ήταν κάτι που δεν το γνώριζα.

Γ.Ζ.: Θα σου φέρω ένα παράδειγμα (Με τα χέρια του νοηματικά μου έδειξε δύο λέξεις). Η φυσιογνωμία στην νοηματική που περιγράφεται με δύο λέξεις, είναι η γνώμη της φύσης για σένα. Οπότε αρχίζω και αντιλαμβάνομαι την μοναδικότητα. Σαν εσένα Γερακίνα δεν υπάρχει κάτι άλλο. Η γνώμη της φύσης είναι αποτυπωμένη επάνω σου. Τελεία. Η νοηματική λοιπόν που ομιλείται με τις έννοιες και όχι με τα γράμματα, έχει για βάση της τα Ελληνικά. Γιατί ο Εγγλέζος κωφός όταν περιγράφει το Θεό, ενώ είναι God στη γλώσσα του, στην νοηματική περιγράφει τη θέα. Που ξεκινάει από το Θεό που τον έχω μέσα μου, από το θεάζω κ.λπ. Γι’ αυτό σου είπα πως όταν ομιλείς συνειδητά την Ελληνική γλώσσα, είσαι ανώτερος από κάθε άλλον.

Γ.Μ.: Μου ανέφερες τους γονείς σου που ήταν κωφάλαλοι. Εσύ τραγουδάς. Πες μου σαν παιδί ένιωσες ποτέ ενοχές απέναντί τους γιατί εσύ διέφερες από εκείνους;

Γ.Ζ.: Όχι. Ίσα ίσα. Κι ενώ είναι πολύ ωραία η ερώτησή σου, έρχεται σε αντιδιαστολή από την πραγματικότητά μου. Οι γονείς μου ήταν τρομεροί άνθρωποι. Αγιοποιημένοι από εμένα. Δεν ξέρανε τι σημαίνει κακό. Δεν είχαν τσακωθεί ποτέ. Εγώ τον έρωτα τον γνώρισα βιώνοντας τους γονείς μου. Ήταν συνεχώς αγκαλιά. Υποστήριζαν ο ένας τον άλλον. Επιπλέον ο πατέρας μου ήταν τεχνίτης της οικοδομής, έκανε τα πάντα, ότι μπορείς να φανταστείς, είχε ένα δικό του κώδικα να επικοινωνεί με τους μηχανικούς κ.λπ. και έκανε και δεύτερη δουλειά για να έχουμε χρήματα. Είχαμε πάρα πολλά χρήματα. Εμένα δεν μου έλειψε τίποτα. Γι’ αυτό δεν ένιωσα ποτέ ενοχή. Εγώ λοιπόν ακριβώς αντίθετα με την ερώτησή σου, μπήκα σε μια περιπέτεια να τους εξηγώ τον ήχο από πολύ μικρός. Τι είναι ο ήχος. Τους εξήγησα τον ήχο μέσα από τις συχνότητες. Σκέψου όταν η μητέρα μου ήταν σε άλλο δωμάτιο από εμένα, της σφύριζα για να με ακούσει γιατί μπορούσε να αντιληφθεί τις πολύ υψηλές συχνότητες. Έφτασα τον πατέρα μου να παίζει κρουστά. Όπως και ανέλαβα από πολύ μικρός να τους κηδεμονεύω και να τους υπερασπίζομαι και στο οικονομικό κάποια στιγμή, γιατί είχα τρομερές παροχές από εκείνους μέχρι που ο μπαμπάς μου έπαθε κάποια στιγμή δισκοπάθεια και υπό-δούλευε.

Γ.Μ.: Έχεις ποτέ σκεφτεί πως αν αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν είχαν αυτή την ιδιαιτερότητα να μην ήσουν αυτός που είσαι;

Γ.Ζ.: Μπορεί να μην ήμουν μουσικός. Δεν ξέρω. Γιατί εγώ αγάπησα την μουσική μέσα από την εκκλησία. Πήγαινα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, και ήταν η καλύτερη αναφορά μου στα παιδικά μου χρόνια, πέρα από την αλητεία, γιατί ήμουν μια τρομερή σιγανοπαπαδιά, κρυψίνους. Οι παπάδες ξέρανε ότι ήμουν το καλύτερο παιδί, στο σχολείο ξέρανε ότι με μένα θα μπουν σε μία διαδικασία να πάμε σε πάρτι και να γελάσουμε και να κάνουμε αλητείες. Σιγανοπαπαδιά. Κανονικά.

Γ.Μ.: Δύο προσωπικότητες. Τις κουβαλάς ακόμη;

Γ.Ζ.: Δυστυχώς. Αντί να τις αμβλύνω, μου φαίνεται τώρα είναι πολύ χειρότερα (γελάει).

Γ.Μ.: Τι κυριαρχεί περισσότερο μέσα σου; Είσαι συνθέτης, ηθοποιός, τραγουδιστής, στιχουργός, δάσκαλος ή διασκεδαστής;

Γ.Ζ.: Να σου πω κάτι; Αποδέχομαι ότι έχω μία πολυπλευρικότητα, χωρίς να σημαίνει ότι έχω καμιά έπαρση με αυτά. Έχω τρομερό παράπονο από τον τρόπο που επικοινωνήθηκε η προσωπικότητά μου, επειδή εγώ αγάπησα πάρα πολύ την κωμωδία, και πιστεύω και πίστευα ότι το πιο σοβαρό πράγμα στη ζωή είναι η κωμικότητα. Αν ξεφύγουμε από την τέχνη και πάμε απλά στη σχέση των ανθρώπων, φαντάσου ένα ερωτευμένο ζευγάρι και ένας από τους δύο να μην έχει χιούμορ; Δεν θα έχουν τίποτα. Το χιούμορ είναι το παν.
Η μουσική όμως είναι αυτό που κυριαρχεί μέσα μου. Υπάρχει όμως μια πικρία σε αυτό. Επειδή η εικόνα μου συνδυάστηκε με την κωμικότητα, μερικές φορές φάνηκε ότι ο κόσμος επηρεάστηκε αρνητικά για την μουσική μου από αυτό. Εγώ έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα στην Ευρώπη. Μπορεί από την γενιά μου να είμαι ο περισσότερο εκδιδόμενος στην Ευρώπη. Έχω κάνει το «Χορδές ψυχής», «Οινοτρόπες», «Mykonos lounge» που ήταν παραγγελία, το «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», που ήταν τεράστιες εκδόσεις και είχαν πολύ μεγάλη αποδοχή. Και έχω πάρει και ένα βραβείο όταν ξεπεράστηκαν οι πωλήσεις τις 500.000 στην Ευρώπη. Πλέον δεν υπάρχει αυτό το βραβείο γιατί δεν πουλάνε οι δίσκοι.

Γ.Μ.: Περιέγραψέ μου λοιπόν τα πρώτα βήματά σου στην μουσική.

Γ.Ζ.: Να σου πω λοιπόν εγώ τι έκανα; Διείσδυα μέσα στην ζωή με τον ήχο, με τα τραγούδια μου. Σκέψου, δεν είμαι μικρός, είμαι εξήντα δύο ετών τώρα και ξεκίνησα με την μουσική σε ηλικία δεκαπέντε. Το 1972. Έκανα τον πρώτο μου δίσκο στον Πατσιφά τον ιδρυτή της Lyra. Με τα ψέματα. Διότι η κοινωνία τότε δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να αποδεχτεί έναν δεκαπεντάχρονο να κάνει ένα μεγάλο δίσκο και να εκφραστεί. Την λέξη «ψέμα», σου την ανέφερα, γιατί όταν ο Πατσιφάς μου είπε «Είσαι ανήλικος και δεν μπορείς να υπογράψεις, οπότε φέρε την μάνα σου να υπογράψει», ο δάσκαλός μου ο Μαγκάκης που ήταν σοφός και του οφείλω πολλά, είπε, «Μην τη φέρεις. Μην δουν ότι είναι κουφή». Γι αυτό και αγωνίστηκα πολύ σκληρά για τον κοινωνικό ρατσισμό μετά. Κι έτσι με τα ψέματα ξεκίνησα. Την μητέρα μου δεν την πήγα εκεί ποτέ. Δεν υπέγραψα τελικά ποτέ συμβόλαιο. Όμως απέκτησα μια τεράστια εμπειρία από αυτό. Τότε, για ένα δίσκο που ήταν συγκερασμός παραδοσιακής και ηλεκτρικής ελληνικής μουσικής, όχι ροκ με την έννοια αυτή – που οφείλω να σου πω πως ήταν πραγματικά ιδιαίτερος για εκείνη την εποχή, ασχέτως που ήμουν δεκαπεντάρης, εγώ μεγάλωσα μικρός – περίμενα με ενθουσιασμό τα σχόλια και οι κριτικοί αναφερόντουσαν για αυτόν με εμπάθεια. Αυτό ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Θυμάμαι ήμουν στη Lyra τότε και με είδε ο Χατζηδάκις τον οποίο είχα γνωρίσει και θαύμαζα φυσικά, και μου είπε «τι γίνεται Γιαννάκη; Σε βλέπω λίγο με άγχος. Του απάντησα: «Τίποτα. Με θάβουν για το δίσκο και δεν υπάρχει καμία λογική σε αυτό το θάψιμο». Τότε μου λέει. «Φωτογραφία είχε;» λέω «ναι, είχε φωτογραφία». «Τότε μην ανησυχείς», μου είπε και ένιωσα μια ανάσα στη ζωή μου. Γιατί μου το είπε ο Χατζηδάκις.

Γ.Μ.: Οπότε στην Ελλάδα είχες χαρακτηριστεί από το κωμικό σου στοιχείο το οποίο σε πήγε πίσω θα μπορούσα να πω σύμφωνα με αυτά που μου λες;

Γ.Ζ.: Ναι. Και θυμάμαι κάποιος παραγωγός που μου είχε βγάλει ένα δίσκο μου είχε πει μήπως να έβγαζα τον δίσκο με άλλο όνομα. Όμως είχα νιώσει ότι ίσως φαινόμουν ματαιόδοξος αλλάζοντας το όνομά μου. Το είχαν κάνει βέβαια άλλοι γιατί πάντα υπήρχε προκατάληψη τελικά. Εκεί λοιπόν υπάρχει ένα παράπονο. Και μια πικρία μέσα μου από τους δημοσιογράφους. Γι’ αυτό και δεν τα έχω καλά με τους δημοσιογράφους – παρουσιαστές.

Γ.Μ.: Έγινες κι εσύ παρουσιαστής όμως στην εκπομπή «Hot seat» και μάλιστα είχες δώσει το δικό σου στυλ στην παρουσίαση.

Γ.Ζ.: Εγώ τότε τους είχα πει, «ευχαρίστως να κάνω αυτή την εκπομπή αρκεί να με αφήσετε να είμαι εγώ και να μην είμαι μέσα στην λογική ενός συγκεκριμένου concept. Ενός τυπικού παρουσιαστή». Κι έτσι με άφησαν να μιλώ με τους ανθρώπους, να κάνω χιούμορ, να είμαι κάποιες φορές απέναντι στα κακώς κείμενα κάποιων ανθρώπων όταν έπρεπε κ.λπ.. Φυσικά δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή να κάνω το «Hot seat». Το έκανα απλά γιατί έπρεπε να εργαστώ. Με αυτή τη λογική.

Γ.Μ.: Πόσο σου λείπει η εποχή του «Αχ Μαρία» και γιατί από τότε, δεκαετία του ’80, δεν μπόρεσε να υπάρξει μία τέτοια καλλιτεχνική γωνιά και μια τέτοια καλλιτεχνική παρέα;

Γ.Ζ.: Μου λείπει σε ένα βαθμό και σε έναν άλλο δεν μου λείπει. Καταρχήν το «Αχ Μαρία» πράγματι ήταν ένας χώρος ο οποίος ήταν τρομερά φιλόξενος, και η φιλοξενία απεσπάσθη, δεν ήταν κάτι που το είχαμε ορίσει εμείς. Βρεθήκαμε με ανθρώπους να αλλάξουμε την λογική της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης λίγο πιο επαναστατικά θα μπορούσα να πω. Το σημαντικό ποιο ήταν τότε; Ότι ο κόσμος ψαχνόταν και μας βρήκε. Βέβαια εγώ πριν το «Αχ Μαρία» είχα κάνει το «Σούσουρο» με τον Νικόλα τον Άσιμο. Μια ξεχωριστή προσωπικότητα που έφυγε νωρίς ενώ ήταν ένα τρομερό παιδί με φοβερή γνώση, καλλιέργεια και έκφραση μα έφτασε να ισορροπεί με την σχιζοφρένεια. Όπως καταλαβαίνεις κάναμε παρόμοια πράγματα. Γιατί το θέλαμε αυτό; Εγώ αγαπώ ότι παρουσιάζεται. Δεν έχω κακή διάθεση απέναντι σε τίποτα. Γι’ αυτό και δεν μπορώ και τις ταμπέλες. Ο ορισμός του «έντεχνου» είναι λάθος ορισμός. Δεν υπάρχει έντεχνος. Δηλαδή οι άλλοι είναι άτεχνοι; Και μάλιστα μέσα στο χώρο του «έντεχνου» υπάρχει πάρα πολύ αμορφωσιά. Και κρύβονται πίσω από τις λογικές αυτών και πολύ εγωισμός και πολλή δηθενιά.

Γ.Μ.: Γι’ αυτό είναι δύσκολο πλέον να γίνει κάτι όπως τότε;

Γ.Ζ.: Ναι. Τότε πέρασαν όλοι από εκεί. Ξεκινήσαμε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τη Σοφία Βόσσου τότε, την Σαβίνα Γιαννάτου που ήταν εξαιρετική, την Ισιδώρα Σιδέρη που ήταν μόνιμα όλα τα χρόνια – μετά φύγαν αυτοί και εμείς μείναμε. Όλο το ελληνικό ροκ πέρασε. Από τον Τζιμάκο τον Πανούση που η πρώτη του εμφάνιση ήταν στο «Αχ Μαρία» το 1980 και τον οποίο θεωρώ έναν από τους πιο ευφυείς Έλληνες στον τρόπο που επικοινωνούσε – δεν τον ανακάλυψα μετά τον θάνατό του. Έχουμε συνυπάρξει και αυτό το λέω για τους δημοσιογράφους… μέχρι, τι να σου πω, ο Λάκης Παπαδόπουλος, Γιοκαρίνης, ο Τουρνάς, ο Τουρκογιώργης, οι Φατμέ, όλος ο κόσμος. Γινόταν χαμός. Είναι δύσκολο λοιπόν να ξαναγίνει κάτι τέτοιο γιατί έχει ανέβει πάρα πολύ το «εγώ». Ο καθένας έχει απαιτήσεις, στήνει μία προσωπικότητα η οποία δεν αντανακλάται.

Γ.Μ.: Η δική σου καλλιτεχνική προσωπικότητα ποια είναι;

Γ.Ζ.: Εγώ θέλω να εναλλάσσομαι. Επειδή κι εγώ βαριέμαι να βλέπω έναν καλλιτέχνη, κι ας μου αρέσει, πάνω από μισή ώρα, το ίδιο θεωρώ και για μένα δεν θέλω να με βαρεθεί ο κόσμος γι’ αυτό θέλω να εναλλάσσομαι. Βέβαια το εναλλακτικό έχει σχέση και με τις εναλλαγές και με τις προτάσεις για το θέαμα και για το χιούμορ. Εγώ είχα γράψει κάποτε «παπούτσι από τον τόπο σου και ας είναι και Adidas», και το «δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη».

Γ.Μ.: Το τελευταίο είναι δικό σου; Θυμάμαι τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου να το λέει.

Γ.Ζ.: Δικό μου είναι. Είναι καταγεγραμμένο και σε βιβλίο.

Γ.Μ.: Μου ανέφερες νωρίτερα το όνομα της γυναίκας σου. Από την Ισιδώρα Σιδέρη έως την Ελεονώρα Ζουγανέλη πόσο μακρύς είναι ο δρόμος και πως τον περπάτησε ο Γιάννης;

Γ.Ζ.: Είναι μακρύς ο δρόμος και με μεγάλες ταχύτητες ταυτόχρονα.
Κοίταξε, η Ισιδώρα είναι μία προσωπικότητα ιδιαίτερη και αυστηρή μα αυτή η αυστηρότητα που είχε, ενώ ήταν μεγάλη τραγουδίστρια, δεν της έκανε καλό γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί όπως έχω συμβιβαστεί εγώ. Και θα σου πω τι εννοώ. Έκανε ένα δίσκο και της λέγανε ας πούμε «Να πας στο τάδε πρωινό». Εκείνη δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Επίσης της έκανε πάρα πολύ μεγάλο κακό, εντός εισαγωγικών, η επαφή που είχε με το Χατζηδάκι. Όμως και γενικά η ίδια δεν ήταν της επικοινωνίας και των μέσων. Δεν της άρεσε να δίνει συνεντεύξεις. Τα έκανε με το ζόρι όλα αυτά.
Γενικά όμως η Ισιδώρα ήταν ένας άγγελος. Το άγγελος το κρατώ γιατί την θυμάμαι πάρα πολύ έντονα – ίσως η πιο ωραία εικόνα που έχω δει στη ζωή μου – την ώρα που πήγαινε για να γεννήσει την Ελεονώρα με ένα άσπρο χιτώνιο που βάζουν εκεί. Η Ελεονώρα με τον ερχομό της μας έδωσε στη ζωή, μας άλλαξε, μας ένωσε, μας έκανε πιο συγκροτημένους, με εκείνη μπήκαμε στη διαδικασία της αποστολής.
Είναι πολύ μακρύς ο δρόμος και καλά το έθεσες αλλά και με πολύ γρήγορη ταχύτητα. Δηλαδή με Ferrari πηγαίνουν όλα.

Γ.Μ.: Πώς νιώθεις που θυμάσαι αυτή τη σκηνή με τη γυναίκα σου που πήγαινε να γεννήσει και τώρα βλέπεις την κόρη σου την Ελεονώρα πάνω στη σκηνή;

Γ.Ζ.: Σε πολλές περιπτώσεις να σου πω την θυμάμαι δίχρονο παιδάκι να τραγουδάει με ακουστικά στο στούντιο και να έχει συνέπεια στις νότες και στο πώς εκφραζόταν. Ήταν ένα τραγούδι σε ένα παιδικό δίσκο τον «γύρω γύρω όλοι» όπου τραγούδαγε το «δώρο, δώρο μου δωράκι» και το αισθανόταν. Το τραγούδι μιλούσε για τα δώρα των Χριστουγέννων που πρέπει να έχουν όλα τα παιδιά και εκείνη στην ηλικία των δύο το αισθανόταν. Μετά μέσα στη διαδικασία των χρόνων ταυτόχρονα με το δημοτικό συνεχώς πήγαινε και τραγουδούσε σε χορωδίες και λοιπά, μετά ήταν Αρσακειάδα και κάνανε πολλά πράγματα και εκεί.

Γ.Μ.: Άρα πάντα κυλούσε στο αίμα της το τραγούδι.

Γ.Ζ.: Ναι. Όπως και η υποκριτική γιατί μεγάλωσε στη σκηνή. Γιατί θυμάμαι την Ελεονώρα ήταν μωρό όταν παίζαμε με τον Κώστα Βουτσά το ’85 – ’86 και εκείνη και είχε βγει στη σκηνή. Όπως επίσης και σε ότι άλλες θεατρικές παραγωγές μπορούσε να παίξει εγώ την έβαζα γιατί είχε καλή αντίληψη και την συμβούλευα το τι να κάνει. Εγώ την έπαιρνα όπως παίρνω και διάφορους φίλους και παίζουνε στα διάφορα που κάνω εγώ για να έχει την εμπειρία στο φακό γιατί ο φακός είναι το μάτι του κόσμου και για αυτό εγώ ήθελα να ζήσει αυτή την εμπειρία. Μικρή ακόμη συμμετείχε συνήθως στα «Απίστευτα κι όμως Ελληνικά» και γύρω από όλα αυτά εκτός από το καλλιτεχνικό της κομμάτι, κτίστηκε τελικά και μία προσωπικότητα ιδιαίτερη και αφοπλιστικά ειλικρινής.

Γ.Μ.: Να σε ρωτήσω κάτι; μπορεί να κάνω και λάθος. Έχω την εντύπωση ότι εκείνη είναι αυστηρή προς εσένα και όχι εσύ προς εκείνη σαν πατέρας στην κόρη του.

Γ.Ζ.: Έχεις απόλυτο δίκιο.

Γ.Μ.: Σε μαλώνει;

Γ.Ζ.: Με μαλώνει πολλές φορές. Θέλω όμως επίσης να σου πω πως εγώ έχω αυστηρότητα αλλά δεν την εκφράζω. Προτιμώ να υποχωρώ εγώ παρά να μπω σε μία διαδικασία να εκφράσω την αυστηρότητα μου.

Γ.Μ.: Όταν σε μαλώνει η κόρη σου συνετίζεσαι τελικά;

Γ.Ζ.: Όχι. Κανείς δεν μπορεί να με συνετίσει.

Γ.Μ.: Θέλω την πρώτη αυθόρμητη σκέψη που έρχεται στο μυαλό σου, ακούγοντας τις λέξεις τις δικές μου.

Ελεονώρα: Καμαρώνω και ότι πιο πολύτιμο έχω στη ζωή μου
Ισιδώρα: Της οφείλω πάρα πολλά
Γονείς: Τα θεμέλια μου
Θέατρο: Μου επιτρέπει να μπαίνω στη διαδικασία της θέασης και εγώ
Μουσική: Ο ήχος του κόσμου τα πάντα
Σάκης: Αδερφός μου. έφυγε νωρίς
Έρωτας: Είναι ο Γιάννης (μου απαντάει γελώντας)
Πολιτισμός: θα ήθελα να είχαμε
Ελλάδα: η πιο όμορφη και η πιο πολύπλευρη χώρα του κόσμου. Εδώ όμως θέλω να πω ότι δεν γουστάρω καθόλου όλους αυτούς τους τύπους που την αποκαλούν ψωροκώσταινα. Είναι μικρή χώρα μα πάντοτε λέω στις παρέες μου και παντού έχει πει κανένας αυστριακός ότι είναι μικρή η χώρα του που είναι σαν την Πελοπόννησο ή ο Ολλανδός ή ο Βέλγος; Ζούμε σε μία τεράστια χώρα.Γ.Μ.: Σε λίγο ξεκινάει η παράσταση «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» των Ρέππα – Παπαθανασίου. Εμείς θέλω να πάμε λίγο πίσω στα παλιά. Πες μου πριν κλείσουμε, δυο λόγια για την γνωριμία σου με τον Αλέκο Σακελλάριο που είναι δεμένο και το δικό του όνομα με τον ίδιο τίτλο.

Γ.Ζ.: Θέλω να σου πω καταρχάς ότι είμαι από τους πολύ τυχερούς ανθρώπους. Γνώρισα πολύ μεγάλες προσωπικότητες στη ζωή μου, μεταξύ άλλων και τον Αλέκο Σακελλάριο. Όχι μόνο βρέθηκα μαζί του, συνεργαστήκαμε σε πολλά επίπεδα, και κάναμε και ένα CD, «Το τελευταίο φιλί», αρκετά χρόνια πριν, που τραγουδούσε κεντρικά ο Γιάννης Βογιατζής, η Γλυκερία, ο Θοδωρής Παπαδόπουλος από την «Οπισθοδρομική Κομπανία» και εγώ. Εγώ μάλιστα έκανα τότε ένα πάρα πολύ μεγάλο σουξέ, που μου επέτρεψε – αν είναι δυνατόν να το κάνει αυτό ένα σουξέ – να βιοποριστώ καλύτερα. Αυτό το έγραψε για μένα ο Αλέκος. Το «Ο μακρυμάλλης». Τον κύριο Σακελλάριο τον αγάπησα πάρα πολύ για τον τρόπο που σκεφτόταν, διάβαζα τα χρονογραφήματά του, καλά τα έργα του είναι μαγικά, μεγάλωσα με τις ταινίες του. Πιστεύω πως τον Αλέκο Σακελλάριο, αν η Ακαδημία μας είχε υπόσταση όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, θα έπρεπε να τον είχαν κάνει ακαδημαϊκό.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Books and Style

Books and Style