ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΙΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
«Ξέρεις, δεν είμαι πολύ καλά τελευταία. Αισθάνομαι κάπως πιεσμένη τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά», είπε η Χριστίνα. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια και διάβασε μέσα τους όσα δεν ήθελε να καταλάβει τόσο καιρό.
Μα, τι περίεργο πλάσμα ήταν τούτο το κορίτσι! Ανήσυχη, πεισματάρα και απαιτητική.
«Ωραία, τι προτείνεις λοιπόν;» είπε ενοχλημένος.
«Θέλω λίγο χρόνο να σκεφτώ», απάντησε η Χριστίνα αποφεύγοντας το βλέμμα του.
Οι επόμενες μέρες την βρήκαν σε αδιέξοδο. Ένιωθε αφόρητη κούραση. Δεν ήθελε να δει, να ακούσει ή να μιλήσει σε κανέναν. Δεν ήθελε να μείνει στο σπίτι της, μα ούτε και να φύγει. Δεν την χωρούσε ο τόπος.
Μηχανικά, σηκώθηκε, φόρεσε τα παπούτσια της κι ένα χοντρό μπουφάν και βγήκε απ’ το σπίτι της. Ήθελε να περπατήσει χωρίς να σκέφτεται τίποτα, δίχως να την ενδιαφέρει ούτε πού πάει, ούτε τι ώρα θα επιστρέψει. Τα βήματά της, την οδήγησαν στην παραλία. Κάθισε στην άμμο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ήταν πάντα αυτή, από μικρή, η αγαπημένη στιγμή της ημέρας. Ένιωθε πάντα μια γλυκιά θλίψη, τα δειλινά. Ήταν η ώρα που έκανε τον απολογισμό της ημέρας της. Αυτή την ώρα συνήθως οι άνθρωποι γυρνούν στα σπίτια τους κουρασμένοι από τις υποχρεώσεις. Ο ήλιος γέρνει σιγά-σιγά, παίρνοντας αυτό το υπέροχο χρώμα και υποχωρεί για να δώσει τη θέση του στη μάγισσα νύχτα, και τότε είναι που γίνονται τα θαύματα και τα δράματα.
«Δεν μπορώ, βαρέθηκα πια…», σκέφτηκε. Ένα κύμα έφτασε σχεδόν ως τα πόδια της.
Έμεινε εκεί και προσπάθησε ν’ αφουγκραστεί τα πάντα̇ τον ήχο των κυμάτων, τα θαλασσοπούλια και τον άνεμο. Έγινε ένα με το τοπίο. Ταυτίστηκε με τη θάλασσα. Η ψύχη της ούρλιαζε και πονούσε. Αισθανόταν πως δεν άντεχε άλλο. Δεν ήθελε πια να προσπαθεί. Ήταν πλέον καιρός να απομακρυνθεί απ’ όλους κι από όλα. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, προσπαθούσε πάντα για κάτι. «Δεν μπορώ, βαρέθηκα πια…», σκέφτηκε. Ένα κύμα έφτασε σχεδόν ως τα πόδια της. Κοίταξε τη θάλασσα. Όμορφη. Άλλες φορές ήρεμη και λαμπερή και άλλες φορές φουρτουνιασμένη γεμάτη θυμό. Πάντα, όμως, παντοδύναμη. Ίσως έμοιαζε με τη θάλασσα, η Χριστίνα. Είχε αφήσει να καθρεφτιστούν πάνω της συννεφιές, όταν μοιραζόταν τα προβλήματα των άλλων και πύρινα μονοπάτια, όπως αυτό του ήλιου που βασιλεύει… όσες φορές πίστεψε στα παραμύθια που της είπαν. Όπως και από μια παραλία, πέρασαν άνθρωποι από τη ζωή της και άφησαν στον βυθό της τα σκουπίδια τους̇ και είχε έρθει η ώρα να αποβληθούν.
Αισθανόταν πως ξυπνούσε μέσα της μια φουρτούνα και δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Φοβόταν τις αλλαγές και τις ανακατατάξεις, μα από την άλλη ο βυθός της, η ψυχή της, πονούσε και είχε μαζέψει άχρηστα πολλά.
«Δεν μπορώ… όχι δεν μπορώ», η ψυχή της ούρλιαζε ξανά.
Σηκώθηκε όρθια και πέταξε ένα βότσαλο στο νερό. Γύρω από το σημείο όπου το βότσαλο έπεσε, σχηματίστηκαν μεταξένια δαχτυλίδια. Πιο έντονα στο κέντρο της εισβολής και πιο αχνά μακριά της. Έτσι ήταν. Η αφορμή είχε δοθεί. Το βότσαλο είχε πέσει και η επιρροή του θα τάραζε κυρίως εκείνους που ευθύνονταν.
Αισθάνθηκε φόβο ξανά, φόβο μήπως βγει χαμένη τελικά. Δεν ήθελε να μείνει μόνη. Πονάει η μοναξιά. Τότε είδε πάνω στην αμμουδιά ένα πλαστικό μπουκάλι. Ήταν μπλεγμένο μέσα σε φύκια. Τριγύρω του, μερικά κοχύλια.
Για να αποβάλλει η θάλασσα τα σκουπίδια είχε ξεβράσει μαζί τους και κάποια κομμάτια της. Θα έβρισκε, όμως, τρόπο να τα ξανακάνει όλα όπως έπρεπε.
Έμοιαζε με τη θάλασσα η Χριστίνα. Κοίταξε πίσω της. Ο ήλιος είχε πια χαθεί. Η φωνή που ούρλιαζε «δεν μπορώ», είχε σωπάσει. «Ίσως μοιάζω με τη θάλασσα», σκέφτηκε. «Καμιά φορά, για να ξεκαθαρίσεις τον βυθό σου πρέπει να φτύσεις μαζί και τα εσώψυχά σου. Τα σπλάχνα σου. Τότε είναι που πονάει», κοντοστάθηκε και έπιασε ένα μικρό ξύλο που βρήκε στην ακτή. Έσκυψε και χάραξε «ΜΠΟΡΩ» στην άμμο και έπειτα συνέχισε τον δρόμο της.
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε στο Books and Style, στις 27/08/2018.