ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: PETER TAMAS

Φίλες και φίλοι, σας παρουσιάζω ένα αφιέρωμα ψυχής στον μοναδικό γλύπτη που γέννησε η Τηνιακή γη, τον πιο δυστυχισμένο από όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες του νησιού του (Νικηφόρος Λύτρας, Δημήτριος Φιλιππότης, Γιάννης Γαϊτης), αφού η ζωή στάθηκε πολύ σκληρή μαζί του και τον εμπόδισε να κάνει αυτό που γνώριζε καλύτερα απ’ όλα: να δημιουργεί θαύματα.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1851 στο χωριό Πύργος της Τήνου από πατέρα μαρμαρογλύπτη. Μετά την φοίτηση στο Σχολαρχείο της Σύρου, κι ενώ ο πατέρας του τον προόριζε για έμπορο, «δεν θέλω αυτά τα χεράκια να ταλαιπωρούνται όπως τα δικά μου, σκάβοντας τα μάρμαρα» είχε πει, εκείνος σήκωσε τα μάτια του κι επέμεινε μέχρι που τον έπεισε- να του επιτρέψει να φοιτήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1869-1872).

Ο μαγικός τρόπος που άγγιζε το μάρμαρο και τού έδινε ζωή, τα σχέδιά του, άφησαν κατάπληκτους τους καθηγητές του. Αποφοίτησε με άριστα και μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, κατάφερε να φύγει για περαιτέρω σπουδές με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου στο Μόναχο, καταπλήσσοντας και τους Γερμανούς καθηγητές της Σχολής του.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, χωρίς να καταφέρει να πάρει υποτροφία για τον τελευταίο χρόνο που χρειαζόταν (όχι από δική του υπαιτιότητα, αλλά από πλεκτάνες ελληνικής προέλευσης), βυθισμένος στη θλίψη για την αδικία, νοικιάζει ένα μικρό ισόγειο κατάστημα στο κέντρο της πόλης και το κάνει εργαστήριο. Δεν το αποχωρίζεται ούτε για την χρεία του ύπνου του- εκεί κοιμάται.

Εκεί ολοκληρώνει το έργο του «Ο Σάτυρος Παίζει με τον Έρωτα» και την υπέροχη «Κοιμωμένη», η οποία βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στολίζοντας από τότε τον τάφο της νεαρής κόρης που άφησε τα εγκόσμια πολύ νωρίς.

Το 1878 παθαίνει νευρικό κλονισμό, εξ αιτίας μιας αισθηματικής απογοήτευσης, ένα κακόβουλο παιγνίδι που έπαιξαν εις βάρος του κάποιοι συντοπίτες του (Πυργιώτες) επί δύο συναπτά καλοκαίρια που ο Γιαννούλης επιζητούσε την ξεκούραση στον τόπο του. Είναι η αρχή ενός ατελείωτου Γολγοθά: καταστρέφει με μανία πολλά έργα του, προβαίνει σε απόπειρες αυτοκτονίας, πέφτει σε κατάθλιψη.

Ο πατέρας του αποφασίζει να τον κλείσει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, μακριά απ’ όλους και όλα. Κι εκεί, μέσα στην ηρεμία και τη γαλήνη του περιβάλλοντος, το λογικό του βρίσκει κάποιο δρόμο να επιστρέψει. Αρχίζει να σχεδιάζει και να πλάθει με ό,τι υλικό βρίσκει, γυρεύει με την δημιουργία να βρει τον εαυτό του. Και το μαρτύριο ξεκινά. Οι ίδιοι οι γιατροί, ανίκανοι να αντιληφθούν τον ψυχικό του κόσμο, καταστρέφουν τα έργα του, καταρρακώνοντας – έστω και άθελά τους- τον δημιουργό. Η καταστροφή των έργων του λειτουργεί ανάποδα και επιδεινώνει την κατάσταση της ψυχικής του υγείας.

Τα χρόνια περνούν μέχρι που ο πατέρας του πεθαίνει. Η μητέρα του αποφασίζει να τον βγάλει από το ψυχιατρείο και να τον πάρει μαζί της, στο σπίτι τους στον Πύργο. Αλλά, οι γιατροί τής επισημαίνουν τι πρέπει να κάνει: να καταστρέφει ό,τι προσπαθεί ο Γιαννούλης να φτιάξει. Κι εκείνη η άμοιρη μάνα, η αμόρφωτη, δεν έχει άλλη οδό, παρά να υπακούσει στους γιατρούς, σ’ αυτούς που «ξέρουν».

Ψηλά στον Πύργο, ο Γιαννούλης ανασαίνει τον μυρωμένο αέρα της γενέτειράς του, βόσκει τα λιγοστά πρόβατα της οικογένειας και μένει στο υπόγειο του σπιτιού, όπου πασχίζει, καθώς ηρεμεί σταδιακά, να δημιουργήσει και πάλι.

Όμως, ο μαρτυρικός του Γολγοθάς συνεχίζεται. Η μητέρα του καταστρέφει ό,τι φτιάχνουν τα μαγικά χέρια του. Κι εκείνος, συγχισμένος και προβληματισμένος ξανά, καταφεύγει στην ύπαιθρο και μαζεύει πέτρες. Πέτρες που προσπαθεί να τις κάνει να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν, αν μη τι άλλο, μαζί του.

Περνούν κι άλλα χρόνια, μέχρι που το 1916 πεθαίνει η μητέρα του. Ο Γιαννούλης είναι για πρώτη φορά ελεύθερος, αλλά ο νους του είναι μπερδεμένος, σκοτισμένος. Ο μεγάλος γλύπτης φαίνεται να έχει χαθεί για πάντα. Η καθημερινότητά του είναι η καθημερινότητα ενός βοσκού, μα επιπλέον αντιμετωπίζει τη λοιδωρία των συγχωριανών του που τον θεωρούν τρελό.

Κανείς δεν τον περιποιείται, κανείς δεν τον βοηθά. Είναι ΜΟΝΟΣ. Ωστόσο, το θαύμα συντελείται: αρχίζει να δημιουργεί και πάλι νέες φόρμες, πιο αφηρημένες, πιο στοχαστικές, πιο βαθύνοες. Τα έργα αυτά φτιάχνονται από γύψο και απλό πηλό, γιατί δεν έχει τον τρόπο να βρει άλλα υλικά, αλλά αρκούν, γιατί σημασία έχει η σύνθεσή τους, η σκέψη που γυρίζει γύρω τους. Το πνεύμα του επιτέλους ισορροπεί.

Κάποιοι άνθρωποι της τέχνης θορυβούνται, προβληματίζονται, τον ανακαλύπτουν εκεί πάνω στην ερημιά. Τον ντύνουν, του δίνουν υλικά για τις δημιουργίες του και η Ακαδημία των Τεχνών τον βραβεύει με το Αριστείο των Τεχνών το 1927.

Ο ανιψιός του Βασίλης Χαλεπάς με τη γυναίκα του Ειρήνη κάνουν το μεγάλο βήμα: τον φέρνουν μαζί τους στην Αθήνα γύρω στα 1930, μένει μαζί τους, επιστρέφει με χαρά στην πρωτεύουσα και την ξαναβλέπει, αντικρίζοντας τα αγάλματά της, επισκεπτόμενος εργαστήρια γλυπτών.

Δημιουργεί με μεγαλύτερη άνεση και πλάθει τον «Οιδίποδα με την Αντιγόνη». Η Ειρήνη τον ρωτά τι είναι αυτό το έργο κι εκείνος της απαντά: «ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη». Η γυναίκα, αγνοώντας και τον μύθο και την τραγωδία, επιμένει: «θείε μου, ποιός είναι ο Οιδίποδας, ποιά είναι η Αντιγόνη;» Κι εκείνος αποκρίνεται με τα μάτια της ψυχής του ορθάνοιχτα και λαμπερά: «Εγώ είμαι ο Οιδίποδας κι εσύ η Αντιγόνη», δείχνοντας με τον δικό του μοναδικό τρόπο την ευγνωμοσύνη του για όσα του προσφέρει.

Η ψυχή του θα ανέβει στον ουρανό το 1938, ανήμερα της Παναγίας (15 Αυγούστου). Οι ειδικοί επί της γλυπτικής θεωρούν τα έργα αυτής της τελευταίας περιόδου «κατώτερα της τέχνης» του, αλλά εγώ, που δεν είμαι ειδικός, αλλά απλά φιλότεχνη, εγώ που τα είδα από κοντά, δίπλα στον εξωφρενικά ομηρικό χώρο που ζούσε εγκαταλειμένος, τα θεωρώ σπαράγματα ψυχής. Και τα σπαράγματα της ψυχής ποτέ δεν είναι κατώτερα.

Books and Style

Books and Style