ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ «ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΕΜΕΛΑΣ», ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΑΝΑΣ ΖΑΧΑΡΗ
Γιατί δεν έχω τίποτα που ν’ αγαπώ περισσότερο από τη Μελίνα.
Τίποτα δεν θα είχε συμβεί, αν…
Αλλά καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το σπίτι ήταν ήσυχο. Πολύ ήσυχο. Μόνο ο ρυθμικός χτύπος του ρολογιού χάραζε την ησυχία, όπως κάνει το πιρούνι στη μαλακιά κρέμα. Το ρολόι ήταν παλιό… σαν τον παππού και σαν όλα τα πράγματα εκείνου του σπιτιού. Ήταν ένα ρολόι από ʼκείνα τα κρεμαστά, που κάθε μία ώρα βγαίνει ένα ξύλινο πουλάκι, που το λένε κούκο. Η διαφορά αυτού του ρολογιού, ήταν πως αντί για πουλάκι, έβγαινε ένας ανθρωπάκος που κρατούσε μια μικρή ομπρέλα. Ανοιχτή όταν ήταν να βρέξει, κλειστή το καλοκαίρι που τα συννεφάκια δεν έκαναν παιχνίδια στον ουρανό!
Τίποτα, λοιπόν, δεν θα είχε συμβεί, αν…
Πρώτον, ο καιρός δεν ήταν βροχερός, από ʼκείνους τους καιρούς που δεν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις και δεν μπορούν να σε πάνε έστω στις κούνιες…
Δεύτερον, αν η γιαγιά δεν είχε πάρει την ομπρέλα της να πάει για ψώνια και….
Τρίτο και σπουδαιότερο, αν τον παππού, που είχε μείνει για να προσέχει τη Μεμέλα, δεν τον είχε πάρει ο ύπνος στη βαθιά πολυθρόνα, αγκαλιά με την εφημερίδα του.
Η Μεμέλα, στην αρχή έπαιξε με τα παιχνίδια της. Έκανε και μερικές τούμπες στο πάτωμα και μετά χασμουρήθηκε. Βαριόταν πολύ. Και η αλήθεια είναι πως ένα τόσο ήσυχο σπίτι μπορεί να κάνει και το πιο υπομονετικό παιδί του κόσμου να βαρεθεί.
Η ώρα σήμανε πέντε. Ο ανθρωπάκος που έμενε στο ρολόι, βγήκε ταχτικός όπως πάντα. Άνοιξε την ομπρέλα του και μετά την ξανάκλεισε και μπήκε πάλι μέσα.
Της Μεμέλας της φάνηκε για μια στιγμή πως της έκλεισε το μάτι. Απίστευτο!
Κοίταξε τον παππού που ροχάλιζε ελαφρά κάτω από την εφημερίδα και ψιθύρισε: «Παππού!»
Μα ο παππούς δεν απάντησε. Άφησε μόνο ένα πιο βαθύ ροχαλητό. Η Μεμέλα στάθηκε για λίγο και μετά ξαναψιθύρισε.
«Εγώ τώρα θα πάω να δω το σπιτάκι του ρολογιού και τον ανθρωπάκο που μένει σ’ αυτό. Εντάξει;».
Και αφού ο παππούς δεν απαντούσε, η Μεμέλα πιστεύοντας πως σαν καλό παιδάκι είχε κάνει το καθήκον της αφού είχε ενημερώσει τον παππού, έψαξε να βρει ένα τρόπο για να πλησιάσει το ρολόι που κρεμόταν ψηλά στον τοίχο.
Τράβηξε τη δεύτερη πολυθρόνα με δύναμη, αλλά εκείνη στην αρχή αντιστάθηκε. Έβαλε λίγη περισσότερη δύναμη κι αυτή τη φορά η πολυθρόνα με τριξίματα και βογκητά, όπως έκανε η γιαγιά όταν την πονούσαν τα αρθριτικά της, επιτέλους, αποφάσισε να κουνηθεί.
Η Μεμέλα, πάτησε πρώτα στο μαξιλάρι, έπειτα στο φαρδύ μπράτσο και τέλος στην πλάτη της πολυθρόνας… Τώρα το σπιτάκι του ρολογιού είχε έρθει κοντά, πολύ κοντά.
Κάτι σαν αεράκι φύσηξε, κι η Μεμέλα βρέθηκε μεσ’ στο σπιτάκι.
Με περιέργεια πρόσεξε πως από το μικρό παράθυρο έβγαινε ένα φως, σαν κάποιος να είχε ανάψει μια λάμπα. Το μάτι της έπεσε στην πόρτα όπου σε μια ταμπελίτσα έγραφε: Φου-ντού-κης Πα-ρα-μυ-θιάς. Συλλάβισε η Μεμέλα, όπως της είχε μάθει ο παππούς, όταν έπαιζαν το παιχνίδι «Χαρούμενες Λέξεις». Χτύπησε με το δάχτυλο την πόρτα κι εκείνη άνοιξε. Φφφούιτ… Κάτι σαν αεράκι φύσηξε, κι η Μεμέλα βρέθηκε μεσ’ στο σπιτάκι.
Ο ανθρωπάκος του ρολογιού, που τώρα ήταν λίγο ψηλότερος από την ίδια, την κοιτούσε με ύφος ανυπόμονο.
«Μα, έλα λοιπόν! Τόσο καιρό σε περίμενα!».
Η Μεμέλα, νοιώθοντας όπως όταν τη μάλωναν για κάποια αταξία και παρ’ όλο που ήθελε να κάνει χίλιες-δυο ερωτήσεις, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να χαμογελάσει απολογητικά και να ζητήσει συγνώμη για την αργοπορία.
Το ύφος του ανθρωπάκου όμως στο μεταξύ είχε αλλάξει καθώς κοιτούσε ένα μεγάλο και στρογγυλό ρολόι που έβγαλε απ’ το τσεπάκι του γιλέκου του. Η Μεμέλα τον κοίταξε με τη σειρά της προσεκτικότερα και αποφάσισε πως το παρουσιαστικό του, της άρεσε! Είχε φουντωτά άσπρα μαλλιά και φουντωτά μουστάκια που στεκόντουσαν κάπως όρθια, δίνοντάς του μια αστεία εμφάνιση. Το γιλέκο του ήταν πράσινο, το παντελόνι κόκκινο και το πουκάμισό του χρυσαφί ενώ τα καφετιά παπούτσια του, στρογγυλά μπροστά, ήταν λίγο ανασηκωμένα σαν να στηριζόταν συχνά στις μύτες των ποδιών του. Και μια και μιλάμε για μύτες, ακόμα κι η μύτη του -που τη φυσούσε σ’ ένα μεγάλο μαντήλι με ροζ βούλες- κοκκινωπή και χοντρουλή, έκανε την εμφάνισή του ακόμα πιο αστεία .
«Δεν πειράζει, δεν πειράζει!», ξεφώνισε χαρούμενα. «Υπάρχει χρόνος! Απλά φοβήθηκα πως θα μεγάλωνες κι εσύ γρήγορα σαν τη μαμά σου και δε θα προλάβαινες να γνωρίσεις από κοντά τα παραμύθια, που σε περιμένουν πώς και πώς! Μα έλα, έλα να κάτσεις. Απόψε, έχει τον κατάλληλο καιρό για να πιούμε τσάι! Να… τσαγιάσουμε! Χι, χι! Ναι, να τσαγιάσουμε!»
Ο ανθρωπάκος ξέσπασε σε γέλια και ξαναφύσηξε τη μύτη του στο μεγάλο μαντήλι.
Η Μεμέλα κάθισε εκεί που της έδειχνε, γεμάτη ενθουσιασμό κι ακόμα πιο πολλές ερωτήσεις να κάνουν κωλοτούμπες στο κεφάλι της, ποια θα βγει πρώτη.
Στο τέλος, πήρε φόρα.
«Ξέρεις τη μαμά μου; Και τι εννοείς όταν λες πως με περιμένουν τα παραμύθια; Και πώς γίνεται όταν είμαι έξω απ’ το σπιτάκι σου να είμαι μεγαλύτερη από σένα και τώρα να χωράω σ’ αυτό κι εσύ να είσαι ψηλότερος; Και…».
«Σιγά! Σιγά! Με ζάλισες!». Ο ανθρωπάκος έβαλε τα χέρια του να βουλώσει τα αυτιά του. «Φυσικά και ξέρω τη μαμά σου. Την ήξερα απ’ όταν ήταν μικρούλα όπως είσαι εσύ. Όπως ήξερα και τον παππού σου, όταν ήταν μικρός. Αλλά δεν κατάφεραν ποτέ ν’ ανέβουν μέχρι εδώ. Κρίμα! Κρίμα! Μα δεν πειράζει. Να, που ήρθες εσύ! Ήπιες το τσάι σου; Έφαγες και το μπισκοτάκι;» Κι όταν είδε τη Μεμέλα να κουνάει καταφατικά το κεφάλι, μπουκωμένη ακόμα με το μπισκοτάκι, συνέχισε με τον ανυπόμονο τρόπο του. «Τι λες; Ξεκινάμε;….Πιάσου από την ομπρέλα μου! Φύγαμεεε…..».
Συνεχίζεται…