ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Η μάχη Καστρίου Φαναρίου Πρέβεζας ( 2/1/1913) και η απελευθέρωση της περιοχής.
Ο πρωταγωνιστής Οπλαρχηγός Γεώργιος Δημ. Γοβατζιδάκης, εκ Βεδέρων της Κρήτης.

Ο βίος, το ήθος και η πολεμική, πολιτική και κοινωνική δράση του καπετάν Γιώργη Γοβατζιδάκη (Καπετάν Κοκκινογένη), μέσα από τις βιωματικές μαρτυρίες απογόνων του Οπλαρχηγού.

Αθανάσιος Δημ. Γοβατζιδάκης, εγγονός, κάτοικος Θεσσαλονίκης

Οι Γοβατζιδάκηδες των Βεδέρων
«Το όνομα της οικογένειάς μας είναι προσωνύμιο κρητικό και η καταγωγή μας από Γάλλο και θερμό φιλέλληνα αξιωματικό, ο οποίος εγκατέλειψε τη φρεγάτα του και αποβιβάστηκε στην Κρήτη, όπου και παρέμεινε, πολεμώντας υπέρ της ελευθερίας της και νυμφευόμενος την προγιαγιά μου Παγώνα Λιχνιδάκη. Το επώνυμο «Γοβατζιδάκης» ετυμολογείται από τη λέξη «γόβα», είδος υποδήματος, τα στιβάνια, τα οποία φορούσαν όλοι οι Γάλλοι αξιωματικοί, και τη λέξη «ατζί», η οποία στην κρητική διάλεκτο σημαίνει τις λευκές κάλτσες τους. Εξ ου και το Γοβατζής-Γοβατζιδάκης….
Το Γενεαλογικό δένδρο της οικογενείας Γεωργίου Γοβατζιδάκη
Δημήτριος και Μαρία Γοβατζιδάκη
Τέκνα: Γεώργιος, Οπλαρχηγός, Ιωάννης (Βουλευτής της Κοινοπολιτείας της Κρήτης, Βενιζελικός), Εμμανουήλ (Μανώλης) (δήμαρχος Ρεθύμνης), Θεμιστοκλής και Παγώνα.
Γεώργιος Γοβατζιδάκης-Σοφία Γιοβίτσα
Τέκνα: Μαρία, Δημήτριος, Φανή, Ιωάννα.
Τέκνα Μαρίας: Ευάγγελος, Γεώργιος Τσουκάτος (τόπος διαμονής Κρήτη)
Τέκνα Δημητρίου: Γεώργιος, Αθανάσιος (τόπος διαμονής Θεσσαλονίκη)
Τέκνα Φανής: Βασίλειος, Γεώργιος Μούκλας (τόπος διαμονής Βόλος και Θεσσαλονίκη)
Η Ιωάννα δεν απέκτησε τέκνα.
Ο παππούς μου Γεώργιος ήταν γιος του Δημήτριου (δευτερότοκου γιου του Γάλλου αξιωματικού.) Το όνομα της μητέρας του ήταν Μαρία. Ο Γεώργιος Γοβατζιδάκης είχε σύζυγο την Σοφία Γιοβίτσα (από τη Μακεδονία) και απέκτησε τέσσερα παιδιά, τα ονόματα των οποίων είναι: Μαρία, Φανή, Δημήτριος (ο πατέρας μου) και Ιωάννα (η οποία είναι εν ζωή σε ηλικία 87 ετών) . Δυστυχώς, προσωπικά του άλλα αντικείμενα δεν έχουμε, εκτός από το σπαθί του.΄Εζησε μία ζωή γεμάτη περιπέτειες και πολλές φορές, κυνηγημένος από τα πάθη εκείνης της περιόδου, χάθηκαν και αντικείμενα, τα οποία θα ήταν πολύ χρήσιμα και σημαντικά για την έρευνα αλλά και για την οικογένειά μας και την μνήμη, την οποία επιθυμούμε να διατηρήσουμε ζωντανή στις καρδιές μας. Εκείνο το οποίο εμένα προσωπικά με έχει συγκινήσει είναι η στάση του απέναντι στην χορήγηση σύνταξης και οικοπέδων σε όλους τους οπλαρχηγούς, τα οποία δεν δέχτηκε, λέγοντας: «Εγώ δεν πολέμησα για να λάβω ανταμοιβές, αλλά για την πατρίδα μου και τη λευτεριά της». Πολλά στοιχεία για την ζωή του αντλούμε από την αφήγηση της θείας μου, η οποία είναι σήμερα 87 ετών και πριν 2 χρόνια μίλησε για τον πατέρα της.
Από την εν λόγω αφήγηση της θείας μου Ιωάννας, την οποία μάλιστα έχουμε και βιντεοσκοπημένη, θα αφηγηθώ ένα περιστατικό, το οποίο συνέβη κατά την έφοδο στο χωριό σας Καστρί. Ο παππούς μας όρμησε στον λόφο του Καστρίου, όπου βρισκόταν άτακτα σώματα Τσάμηδων και τμήμα τακτικού τουρκικού στρατού. Κατάφερε να πλησιάσει τον επικεφαλής τους και του έθεσε το μαχαίρι στον λαιμό, έτοιμος να τον σφάξει. Εκείνος τον παρακάλεσε να του χαρίσει τη ζωή και έβγαλε το μεταξωτό μαντήλι που φορούσε στον λαιμό του και του το έδωσε. Ο παππούς πράγματι τον λυπήθηκε, του χάρισε τη ζωή και έλαβε το μαντήλι, το οποίο έχουμε κειμήλιο στην οικογένειά μας.»

Βιογραφικό σημείωμα: Ο Αθανάσιος Γοβατζιδάκης γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Είναι γιος του Δημητρίου Γοβατζιδάκη και εγγονός του οπλαρχηγού Γεωργίου Γοβατζιδάκη. Σπούδασε στο Τμήμα Νομικών και Οικονομικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Β. Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη από το οποίο απεφοίτησε με βαθμό άριστα παμψηφεί. Παρακολούθησε διεθνή σεμινάρια στην Ελλάδα και στο Mozerteum της Αυστρίας. Ασχολήθηκε επαγγελματικά ως καθηγητής πιάνου και συνεργάζεται μόνιμα με ιδιωτικά και δημοτικά ωδεία στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια Ημαθίας. Από το 2003 έχει ιδρύσει το Μουσικό Σύνολο «Art Various», με το οποίο έχει εμφανιστεί σε πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από το 2017 έχει ιδρύσει το γυναικείο Φωνητικό Σύνολο «Art Various Voices» και την Μικρή Ορχήστρα Δωματίου «Art Various Symfonietta», σχήματα με τα οποία έχει παρουσιάσει χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά Ορατόρια καθώς Οπερέτες και Μιούζικαλ. Είναι παντρεμένος με την υψίφωνο Μαριαλένα Παναγιωτοπούλου, με την οποία και συνεργάζεται στις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες.

***
Αφήγηση Ιωάννας Γοβατζιδάκη, ετών 87, κόρης του Γεωργίου Γοβατζιδάκη. (Σ.σ. Δυστυχώς η Ιωάννα Γοβατζιδάκη δεν βρίσκεται πια στη ζωή, απεβίωσε πρόσφατα, την 5η Οκτωβρίου 2021)

Ιωάννα Γ. Γοβατζιδάκη

«Είμαι το τελευταίο παιδί του Γιώργου Γοβατζιδάκη και της Σοφίας Γιοβίτσα-Γοβατζιδάκη. Επιθυμώ να αφήσω στα ανίψια μου κάτι από την οικογένειά μου, για να θαυμάζουν την ανδρεία, το θάρρος, την εντιμότητα και τη μεγαλοψυχία του παππού τους.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε στους Βεδέρους το 1877. Δεν γνωρίζω αν ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας. Ήταν τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι….
Τα αδέλφια του πατέρα μου ήταν: Ο Ιωάννης, βουλευτής της Κοινοπολιτείας της Κρήτης, Βενιζελικός, ο Εμμανουήλ (Μανώλης), ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος Ρεθύμνης, ο Θεμιστοκλής, ο οποίος διατηρούσε κρεοπωλείο και μία αδελφή, η Παγώνα, για την οποία όλοι έλεγαν ότι ήταν πάρα πολύ όμορφη. Η Παγώνα πέθανε κατά τον τοκετό, ο γιος της ο Λευτέρης, τον οποίο μεγάλωσε η γιαγιά μου μαζί με τα δικά της παιδιά, ήταν στρατιωτικός και έγινε στρατηγός. Τον παππού μου τον έλεγαν Δημήτρη και την γιαγιά μου Μαρία. Η καταγωγή μας είναι από την Κρήτη και ο γενάρχης μας πρέπει να ήταν Γάλλος…
Δεν γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα την καταγωγή του γενάρχη μας, διότι ήλθε μεν με τα γαλλικά στρατεύματα και το πιθανότερο είναι να ήταν Γάλλος, αλλά θα μπορούσε να ήταν και άλλης εθνικότητας, αν δεν ήταν στρατιώτης. Όπως και για την οικογένεια της μητέρας μου λένε ότι η καταγωγή τους ήταν αυστριακή…
Όλα τα αδέλφια ζούσαν στο χωριό μαζί με τους γονείς τους. Στην τελευταία μου επίσκεψη στο χωριό, το 2000 πήγα και το είδα, στο μετόχι στους Βεδέρους. Ένα μικρό σπίτι με χώμα κάτω, στο οποίο η γιαγιά μου γέννησε τα πέντε παιδιά της. Αυτό το σπίτι υπάρχει ακόμη, αλλά είναι ερειπωμένο. Το δε σπίτι μας στο Ρέθυμνο, δεν ανήκει πλέον στην οικογένεια.
Ο πατέρας μικρός, σε ηλικία 13 ετών, έφυγε από το Ρέθυμνο και τους Βεδέρους, χωριό το οποίο είναι ίσως το μόνο μέρος στην Κρήτη, στο οποίο δεν πάτησαν οι Γερμανοί, παρά πέρασε μόνο μία μοτοσυκλέτα με Ιταλούς, όπως μου είπαν.
Ο λόγος που στάθηκε η αιτία για την πρόωρη φυγή του από το χωριό σε τόσο μικρή ηλικία ήταν ένα δυστύχημα. Καθώς έπαιζαν με έναν συμμαθητή του, εκείνος έπεσε και από το χτύπημα έχασε τη ζωή του. Ο πατέρας δεν κατάφερε να ξεπεράσει αυτό το συμβάν και έχοντας μεγάλο βάρος στην ψυχή του τον θάνατο του φίλου του, έφυγε από το χωριό και σε αυτή την ηλικία, μπήκε στον αγώνα στο Θέρισο και εντάχθηκε στα ένοπλα σώματα και στην επανάσταση του Θερίσου μαζί με τον Βενιζέλο. Το πολίτευμα τότε ήταν Βασιλεία και ο Βενιζέλος δεν είχε ακόμη γίνει Πρωθυπουργός. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να ενσωματώσει την Κρήτη στην Ελλάδα και μάλιστα τον κατηγορούν ότι χάθηκε ο πόλεμος του 1897, λόγω της επανάστασης της Κρήτης, η οποία έδωσε την αφορμή στους Τούρκους να μας χτυπήσουν και χάσαμε τον πόλεμο και τα σύνορα πήγαν πιο πίσω. Στο Θέρισο ο Βενιζέλος τον πατέρα μου τον αποκαλούσε αυτάδελφο. Γνωρίζονταν μαζί του, πολέμησε δίπλα του στις μάχες. Αργότερα έγινε πολεμιστής με Σώμα δικό του στην Κρήτη και τον έλεγαν Κοκκινογένη, επειδή τα γένια του ήταν κόκκινα, όπως και τα μαλλιά του… Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων.
Πριν την απελευθέρωση της Κρήτης, ο πατέρας μου έφυγε από το νησί. Η Κρήτη απελευθερώθηκε το 1913 μαζί με την Ήπειρο. Ο πατέρας ήλθε στη Μακεδονία με δικό του εθελοντικό Σώμα Κρητών και πολεμούσε κατά των Τούρκων και Βουλγάρων. Πλήρωνε ο ίδιος τους άνδρες του να φάνε, να ντυθούν, όχι το κράτος, ενώ οι Κρήτες ήταν οι πρώτοι που βοήθησαν την Ήπειρο και τη Μακεδονία να απελευθερωθούν. Το Σώμα των Κρητών εισήλθε πρώτο κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στην πόλη. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, πέρασε στην Ήπειρο. Εκεί πολέμησε περισσότερο. Κατέλαβε με τους άνδρες του το ύψωμα Καστρί, ένα χωριό στον Αχέροντα, κοντά στην Παραμυθιά. Ο εγγονός του Θανάσης το επισκέφτηκε και απόρησε πώς κατάφερε ο παππούς του να καταλάβει το ύψωμα αυτό με το φρούριο και τους Τούρκους με τα κανόνια τους στημένα. Είναι ένα ύψωμα, λόφος, κάτω ο κάμπος, οι Τούρκοι κατείχαν το ύψωμα. «Είναι να απορείς», μου είπε ο Θανάσης, «πώς γίνεται να είναι ο παππούς στον κάμπο, οι Τούρκοι στο ύψωμα, και να αναρριχηθεί στον λόφο εν μέσω πυρών, να το καταλάβει και να αποσπά και την τουρκική σημαία. Στη φωτογραφία που έχουμε εικονίζεται με το Σώμα του και τη δική του σημαία με τα δύο ΓΓ (Γεώργιος Γοβατζιδάκης). Κάθε οπλαρχηγός, είχε δικό του Σώμα και δική του σημαία. Κάτω από την δική του σημαία στη φωτογραφία αυτή έχει κρεμάσει την τουρκική που άρπαξε από τους Τούρκους στο Καστρί. Η σημαία αυτή, την οποία απέσπασε ο πατέρας μου από τους Τούρκους, όταν κατέλαβε το φρούριο Καστρί, βρίσκεται στο πολεμικό Μουσείο. Προσπαθήσαμε με την αδελφή μου να τη βρούμε, αλλά δεν μπορέσαμε, μας είπαν ότι είναι στο υπόγειο και δεν μπορούν να τη βρουν, μάλλον πρέπει να έχουν καταστραφεί αυτά στο Μουσείο μέσα. Η μαχαίρα του, διότι από ολόκληρη την στολή και τα όπλα του πατέρα μου το μόνο που κρατήθηκε ήταν αυτό το μαχαίρι, με ασημένια θήκη και λαβή από φίλντισι, φαίνεται και στη φωτογραφία…. Την μαχαίρα την παρέδωσα στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα και την έχουν με το όνομα του πατέρα μου σε ειδική προθήκη. Όταν πήγα και την παρέδωσα, έκλαιγα πάρα πολύ, ήμουν πολύ συγκινημένη, διότι ήταν το τελευταίο πράγμα που με συνέδεε με τον πατέρα μου. Όλοι δε εντυπωσιάστηκαν από την μαχαίρα και μου είπαν ότι είχα τη δυνατότητα να τη δανείσω και να την ξαναπάρω, αλλά αρνήθηκα, λέγοντας ότι εγώ επιθυμώ να την δωρίσω στο Μουσείο και να παραμείνει για πάντα εκεί.
Ο πατέρας μου είχε έναν πάρα πολύ καλό φίλο, τον καπετάν Καούδη, βρίσκεται μάλιστα η προτομή του στο Πάρκο Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν μεγαλύτερος από τον πατέρα μου, αλλά πέθανε μετά τον πατέρα μου. Τον φωνάζαμε «παππού» και ήταν πρωτοπαλίκαρο του Παύλου Μελά…
Όταν απελευθερώθηκε η Κρήτη το 1913 και ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, κατέβηκε στο νησί με σκοπό να ζήσει εκεί. Τον υποδέχτηκαν σαν ήρωα, διότι πολέμησε και στην Κρήτη και στην Μακεδονία και στην Ήπειρο. Αλλά ήταν άνθρωπος ελεύθερος, άνθρωπος του αντάρτικου και του βουνού, αφού ξεκίνησε να πολεμά από τα 13 του χρόνια. Δεν άντεξε να ζήσει στην Κρήτη, θεωρούσε ότι δεν είχε περιθώριο να δράσει, πολιτικά κυρίως. Οπότε ξαναέφυγε και πήγε στη Θεσσαλονίκη, Κρητικός εκείνος και βρακοφόρος. Φορούσε τις βράκες του μέχρι μεγάλη ηλικία, μέχρι και πενήντα χρονών. Ήθελε να ζήσει εκεί, αφού και εκεί πολέμησε. Έγινε παλικάρι μεγάλο και οπαδός του Βενιζέλου, με πάρα πολλά χρήματα, τα οποία και φύλαγε σε μπαούλα. Τα προσέφερε όλα στους εθνικούς μας αγώνες, γι’ αυτό και μετά την επιστροφή στην καθημερινότητα στη Θεσσαλονίκη, άρχισε και να εργάζεται. Υπήρξε οπαδός και εκπρόσωπος του Βενιζέλου, στη Θεσσαλονίκη. Είχε ενεργή ανάμειξη στην πολιτική, αλλά ο ίδιος δεν έθεσε υποψηφιότητα, ήταν απλά υποστηρικτής του Βενιζέλου, με πολλούς προσωπικούς αγώνες υπέρ του στην πόλη. Τότε ήταν τεταμένο το πολιτικό κλίμα και τα κομματικά πάθη και οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε βασιλικούς-λαϊκούς και βενιζελικούς. Εκείνος υπήρξε φανατικός βενιζελικός, ως το κόκαλο που λέμε. Οι βασιλικοί τον επικήρυξαν στη Θεσσαλονίκη, επειδή ήταν βενιζελικός και υπέρ του Βενιζέλου, παράγων μεγάλος με προσφορά χρηματική, δραστηριότητα προσωπική και αγώνα πόρτα πόρτα. Για τον λόγο αυτό αναγκάζεται να φύγει από τη Θεσσαλονίκη και να πάει στο Σιδηρόκαστρο, όπου βρισκόταν ένας κουμπάρος του, υπάλληλος του ΟΣΕ, προκειμένου να κρυφτεί, αφού τον είχαν επικηρύξει με πολλά χρήματα και κινδύνευε…
Όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, πήγε στο σπίτι, έβγαλε τα ρούχα τα κρητικά, φόρεσε πολιτικά, δεν ήξερε ούτε τη γραβάτα να δέσει, διότι δεν είχε φορέσει ποτέ γραβάτα. Κράτησε μόνο το ζωνάρι το κρητικό, έκοψε τα γένια του και βγήκε στη Θεσσαλονίκη. Κανείς δεν τον αναγνώρισε, είχε γίνει αγνώριστος. Ασχολήθηκε με το εμπόριο ζώων, έκανε εισαγωγές ζώων, τα έφερναν ζωντανά, τα σφάζανε και τα προωθούσαν στην αγορά. Δεν θυμάμαι ακριβώς ποια περίοδο συνέβη αυτό, ίσως μετά το 1930.

Ο Οπλαρχηγός με τη νέα του εμφάνιση και τη γραβάτα στη Θεσσαλονίκη

Οι γονείς μου απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Πρέπει να παντρεύτηκαν πριν το 1928, αφού το πρώτο τους παιδί η Μαρία γεννήθηκε το 1928. Τα τέσσερα παιδιά ήταν η Μαρία, ο Δημήτρης, η Φανή, που πήρε το όνομα της γιαγιάς μου από την μεριά της μαμάς μου, κι εγώ η Ιωάννα που πήρα το όνομα του αδελφού του πατέρα μου Ιωάννη. Η μητέρα μου στάθηκε δίπλα στον πατέρα μου σωστή σύζυγος…Όταν ο πατέρας μου πτώχευσε την πρώτη φορά, η μαμά μου στάθηκε δίπλα του δυνατή, τον στήριξε και άρχισε πάλι να παίρνει τα πάνω του. Γίνεται το κίνημα του Βενιζέλου το’ 35, εγώ τότε ήμουν μωρό, αφού γεννήθηκα τον Απρίλιο του’34…
Τον συνέλαβαν οι βασιλικοί και τον έστειλαν εξορία στην Υπάτη. Τον έκλεισαν μέσα σε ένα δωμάτιο, στο οποίο δεν μπορούσες να ξαπλώσεις, τόσο μικρό ήταν και καθόταν κουλουριασμένος. Σακχαροδιαβητικός, σε πάρα πολύ κακή κατάσταση υγείας. Η μαμά μου ήξερε ότι ο πατέρας είχε κρύψει τον οπλισμό του σε φουφούδες κάτω από την κουζίνα, όπου βράζαμε το νερό. Και ήλθε η αστυνομία μέσα στο σπίτι να διενεργήσει έρευνα και να ανακαλύψει τα όπλα, ώστε να στηρίξουν τις εναντίον του κατηγορίες, ως επικίνδυνου τρομοκράτη, βαριά κατηγορία για την εποχή. Εκεί βρισκόταν η θεία μου η Ευρυδίκη, η οποία με έσωσε μωρό, και είχε την ετοιμότητα και το θάρρος να βγάλει τα όπλα από τη φουφού, -τη θυμάμαι ακόμη αυτή τη φουφού-. Καθώς κρατούσε στα χέρια της ένα φτυάρι, τοποθέτησε το όπλο εκεί και από πάνω τη σκούπα και την κρατούσε. Οι χωροφύλακες έκαναν το σπίτι άνω κάτω, βασιλικοί αυτοί, ψάχνοντας να βρουν τα όπλα, αλλά τα όπλα δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι βρισκόταν στα χέρια τη θείας. Οι σκούπες τότε ήταν αυτές οι σαρωματίνες και η συγκεκριμένη κάλυπτε τα όπλα. Οι χωροφύλακες αποχώρησαν άπρακτοι και η μητέρα πήρε την Μαρία και τον Τάκη και πέταξαν τα όπλα στη θάλασσα. Ήθελε να το δουν τα παιδιά και να μην τους ξεφύγει ότι έχουμε τα όπλα του παππού. Άρχισε η μητέρα μου να αναζητά τον πατέρα, διότι δεν την είχαν ενημερώσει πού τον κρατούσαν φυλακισμένο. Και όπου πήγαινε και άκουγαν το όνομα –άκης, «τον Κρητικό», της έλεγαν, «μέσα και παραμέσα θα τον βάλουμε». Έμεινε πολλούς μήνες εξόριστος στην Υπάτη και κάποια στιγμή τον απελευθέρωσαν μέσα στο’35. Ίσως να λειτουργούν ακόμη οι φυλακές στην Υπάτη. Ήταν ένας σκελετός. Σακχαροδιαβητικός, διαλυμένος….
Τον πατέρα μου τον αναγνώρισαν οι Κρήτες και τον τίμησαν. Στους Βεδέρους υπάρχει ένα μνημείο με τα ονόματά τους, διότι σε ένα τόσο μικρό χωριό ήταν μεγάλη υπόθεση να βγούνε τέτοιοι άνδρες. Στο Ρέθυμνο υπάρχει οδός Γοβατζιδάκη και στη Θεσσαλονίκη στην Άνω Τούμπα πλατεία Γεωργίου Γοβατζιδάκη, την οποία με πήγε μία ημέρα ο Θανάσης και την είδα…
Θυμάμαι, όταν έγινε η υποχώρηση του στρατού μας το’ 41 όποιον φαντάρο τύχαινε να βρει ο πατέρας Κρητικό και ταλαιπωρημένο τον έφερνε στο σπίτι και έστρωνε η μάνα στη σάλα να φάνε και να συνεχίσουν με τα πόδια τον δρόμο για την πατρίδα… Ήταν ταλαιπωρημένοι με κρυοπαγήματα, με έπαιρνε η μητέρα μου και πηγαίναμε στο νοσοκομείο να πάμε ό τι είχαμε και βλέπαμε την κατάσταση. Το ιταλικό νοσοκομείο ήταν γεμάτο Έλληνες.
Παθαίνει ο πατέρας καταρράκτη και χρειάζεται χειρουργείο. Τον χειρούργησαν στο σπίτι, έβγαλαν μια πόρτα, την τοποθέτησαν πάνω στο τραπέζι και εκεί τον χειρούργησαν. Του έδεσαν τα μάτια και ήταν οκτώ ημέρες σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όταν του έβγαλαν τους επιδέσμους, έβλεπε αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ.
Δύσκολα χρόνια, μεγάλη πείνα, στους δρόμους βλέπαμε πτώματα, τα οποία περνούσε ο δήμος και τα έπαιρνε με ένα κάρο. Με το δελτίο να παίρνουμε την μπομπότα και εγώ μικρό παιδί παγωμένο να περιμένω στην ουρά να πάρω ένα μικρό κομμάτι μπομπότα, η οποία δεν τρωγόταν, και, όταν ακούω τώρα έχουμε κρίση, δεν το καταλαβαίνω, όταν έχω δει να πεθαίνουν από την πείνα στον δρόμο.
Είχα πάει μία ημέρα στην Κασσάνδρου να φέρω νερό να πιούμε δροσερό και να κάνω καφέ στον μπαμπά μου από ρεβίθι τότε. Σαν με είδε, με ρώτησε «κόκκινο φουστάνι φοράς;» «Όχι», του είπα. Και κοίταξε τον ήλιο και είπε «είναι κόκκινος» και από τότε ήταν πια τυφλός. Και τον πήγαινα εγώ βόλτα παντού στο καφενείο, στον νουνό μου, από το χέρι τον κρατούσα. Όταν φεύγανε ο Εβραίοι, είχαν έλθει στο σπίτι και είχαν ζητήσει από τον μπαμπά μου να του δώσουν τις λίρες τους και, αν επιστρέψουν, να του τις δώσει πίσω. Αν δεν γυρίσουνε, να τις κρατήσει. Όμως ο πατέρας δεν το έκανε, διότι δεν ήθελε να αναλάβει αυτή την ευθύνη, παρόλο που πολλοί το έκαναν και εμείς θα ζούσαμε καλύτερα με αυτές τις λίρες. Τόσο έντιμος ήταν. Και ήταν και τόσο ευαίσθητος, ώστε, όταν του πήραν οι Γερμανοί τον σταύλο και τον κατεδάφισαν και ήταν τόσο άσχετοι οι εργάτες, ώστε άρχισαν από τον τοίχο και έπεσε η στέγη και σκοτώθηκε ένας εργάτης, ο πατέρας έκλαιγε σαν μωρό, επειδή μέσα στο δικό του οίκημα σκοτώθηκε άνθρωπος…
Θυμάμαι μία ημέρα που περπατούσα με τον μπαμπά μου και με σταμάτησε ένας Γερμανός και μου έδωσε χρήματα. Ήμουν φτωχοντυμένη, όπως όλα τα παιδιά της κατοχής. Ο μπαμπάς μου δεν κατάλαβε τι έγινε, με ένιωσε που κοντοστάθηκα και με ρώτησε «γιατί σταμάτησες, Ιωάννα;» Του είπα «μου έδωσε ένας Γερμανός λεφτά». «Λεφτά;», φώναξε, «πέταξέ τα!» «Μπαμπά, να πάρουμε κάτι». «Πέταξέ τα! Τον κερατά, που θα μου δώσει και ελεημοσύνη!» Θα μπορούσα να τα κρατήσω, αλλά τα πέταξα. Από τη μεγάλη του σύγχυση παραπατάει και πέφτει κάτω.
Ο πατέρας μου πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου του 1945 και πρόλαβε και έζησε την απελευθέρωση. Απελευθερωθήκαμε τον Οκτώβριο του’44 και εκείνος έφυγε τον Φεβρουάριο. ΄Ηταν Σάββατο 10 Φεβρουαρίου και θα πήγαιναν σε ένα μνημόσυνο το πρωί….Κοιμήθηκε και στον ύπνο του έπαθε εγκεφαλικό. Η μητέρα μου έστειλε εμένα να πάω να ειδοποιήσω τον γιατρό, διότι τηλέφωνα δεν υπήρχαν και εγώ δεν κινδύνευα από τους αντάρτες, αφού ήμουν μικρή. Ο γιατρός ήλθε και θυμάμαι που είπε στη μητέρα μου: «Αν τον λυπάται ο Θεός κι εσάς, να τον πάρει γρήγορα κοντά του, διότι δεν υπάρχει ελπίδα να γυρίσει πίσω». Και 15 Φεβρουαρίου έφυγε, πέντε μέρες έζησε με το εγκεφαλικό.
Αν δεν τον κήδευαν δημοσία δαπάνη, ως αναγνώριση για όσα είχε προσφέρει στην πατρίδα, δεν είχαμε λεφτά να τον κηδεύσουμε. Ήταν σκεπασμένος με σημαία ελληνική, τον συνόδευε μπάντα στρατιωτική και εκπρόσωποι της κυβέρνησης. Οι γείτονες μάλιστα θυμάμαι έλεγαν «δεν γνωρίζαμε τόσα χρόνια ποιος έμενε δίπλα μας», διότι η μητέρα μου από ταπεινοφροσύνη δεν έλεγε ποιος ήταν και τι προσέφερε ο πατέρας μου στην πατρίδα…
Θα μπορούσε να έχει μεγάλη περιουσία, διότι τότε μοίρασαν κλήρους στους οπλαρχηγούς, αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: «Εγώ δεν πολέμησα για χτήματα αλλά για την Πατρίδα»…
Ο πατέρας ενταφιάστηκε στη Θεσσαλονίκη. Μνήμα δεν υπάρχει σήμερα, τα οστά του τα είχαμε στην Ευαγγελίστρια στο χωνευτήρι…»

(Σ.σ. Περισσότερα στοιχεία για τους Γοβατζιδάκηδες των Βεδέρων και την προσφορά τους στην Πατρίδα και τον τόπο τους, τις πηγές και όλους τους Κρήτες και Ηπειρώτες Οπλαρχηγούς προσεχώς στο υπό έκδοση βιβλίο της γράφουσας: «Στοιχεία Τοπικής Ιστορίας Λάκκας Σουλίου». Ενότητα: Ο Α Βαλκανικός Πόλεμος (1912-13) και η Απελευθέρωση της Ηπείρου, Οι Επιχειρήσεις του Μικτού Ηπειρωτικού Στρατεύματος και των Αποσπασμάτων Ολύτσικα και Αχέροντα στην Λάκκα Σουλίου, Φανάρι και Παραμυθιά).

Books and Style

Books and Style