ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΣΤΑ
Ο ύμνος της αγάπης
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
“Νυνί δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη”.
( Α΄Αποστόλου Παύλου : Επιστολή προς Κορινθίους ιγ’ 13 )
Ζούμε σε δύσκολες μέρες, βιώνουμε καταστάσεις πρωτόγνωρες, συνθήκες τραγικές για την συνείδησή μας και εκδηλώσεις μίσους, φόβου και άγνοιας.
Οι άνθρωποι σε όλη τη γη απομονώνονται, έχουν μια δύσκολη καθημερινότητα σε ένα Πάσχα διαφορετικό, σε μιαν Άνοιξη που δεν αντιλαμβάνεται τίποτα από την λαίλαπα που βιώνουμε και τρέχει με καλπασμό πουλαριού να ανθίσει και να μας γεμίσει με μυρωδιές και αρώματα.
Το Πάσχα και το θείο Δράμα, μας δείχνουν έναν δρόμο αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και μια προσέγγιση καρδιάς του Ανθρώπου προς το θείο. Γι’ αυτό πρέπει να ζούμε την αγάπη, όχι ως απλή ανθρωπιστική πράξη αλλά ως σχέση και στάση ζωής. Η στάση της ζωής μας, η αγάπη που πρέπει μα προσφέρουμε δεν είναι κάποιο χρέος αβάσταχτο, είναι η συναίσθηση του δώρου της Ζωής που μας προσφέρθηκε.
Σιωπηλά γίνονται θαύματα μυστικά διότι η ελπίδα μυστικά κυοφορείται και ζούμε με τόλμη, ευελπιστώντας να ξαναβρούμε τα μύρα και τις χαρές της βιωτής. Αυτές τις Άγιες Μέρες αρνούμαστε την κακία και δίνουμε νόημα στην γιορτή της αγάπης γιατί οι σύγχρονοι καιροί, μας μιλούν με λόγια, με ψέματα, με επιφάνειες λογικής. Οι μέρες μας όμως ζητούν ουσία, σωτηρία και αγάπη από έναν Θεό που δεν απορρίπτει, αλλά σώζει ανθρώπους και κοινωνία.
Χρειαζόμαστε τώρα Ηγέτες νέους με όραμα, όχι ηγέτες που εξουσιάζουν και παραδίδουν την εξουσία με δυσκολία ή γαντζώνονται σ΄αυτήν χωρίς διέξοδο. Γιατί το πρώτο καθήκον των ηγετών, το πρώτο χρέος είναι να αγαπούν και να προσφέρουν ήθος, την αλήθεια της πραγματικότητας και της κοινής προσπάθειας.
Αν το ήθος αυτό εύρισκε ανταπόκριση σε όλη την κοινωνία, στο επάγγελμα, στην πολιτική, την οικογένεια αλλά και ενίοτε στην Εκκλησία, θα είχαμε μια μυστική μεταμόρφωση του κόσμου μας σε σώμα Χριστού όπου τα μέλη του θα έπασχαν το ένα για το άλλο, οπού κανείς δεν θα ζητούσε τα του εαυτού του αλλά έκαστος τα του ετέρου, όπου οι πάντες θα πάσχιζαν για το χαμόγελο του διπλανού ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται λιγότερο κέρδος, χαμηλότερη παραγωγικότητα, λιγότερη ανάπτυξη. Γιατί, τι να τα κάνεις όλα αυτά όταν κοστίζουν σε χαμόγελα, αγάπη, καθαρή καρδιά, απλότητα, χρόνο γνησίας Ζωής;
Η ταπείνωση του Χριστού που ένιψε τα πόδια των μαθητών του είναι καρπός της ευσπλαχνίας του,της καρδιάς που αγαπά χωρίς όρια.
Αν η θρησκευτικότητα σήμερα αποτυγχάνει να οδηγήσει την πλειονότητα των ανθρώπων, αυτό οφείλεται στο ότι ουδείς προσφέρεται ολόψυχα χωρίς να διατάζει και να διακονεί χωρίς να εξουσιάζει.
Μέσα σ’ αυτήν την κρυμμένη διακονία – προσφορά ζει το μικρό λείμμα των ανθρώπων που παλεύουν για τη μεταμόρφωση του κόσμου μας.
Γιατί η ταπείνωση δεν φωνάζει όπου και αν υπάρχει και σκουπίζει με το λέντιο των δακρύων της τα κουρασμένα πόδια όσων πορεύονται στην αγωνία της Ζωής, για να σταλάξει στις κουρασμένες καρδιές το κρυμμένο χαμόγελο της αγάπης και της ελπίδας.
«Ο Ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου σώμα, σινδόνη καθαρά ειλήσας και αρώμασι εν μνήματι απεθέτω».
Στην τραγωδία των ημέρων του Πάσχα μια μορφή περνά ξώφαλτσα από την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας, ο ευσχήμων, όπως χαρακτηρίζεται από τον Ευαγγελιστή, δηλαδή ,ο ξεχωριστός ο διάλεκτός, ο αρχοντικός, που με τόλμη δεν διστάζει να προσφέρει τις τελευταίες του υπηρεσίες και φροντίδες καταπλήσσοντας τους πάντες και τον Πόντιο Πιλάτο.
Έρχεται λοιπόν για όλους μας η στιγμή που χρειάζεται να δείξουμε αυτήν την τόλμη του Ιωσήφ. Και τότε όπου βρισκόμαστε στο εργασιακό, το κοινωνικό, το οικογενειακό περιβάλλον, όπου αγωνίζεται ο καθένας μας να ξυπνά μέσα μας αυτή η τόλμη. Ξαναβρίσκουμε το νεανικό μας θάρρος και μας πλημμυρίζει η ανάγκη της μαρτυρίας του καλού, της θείας προσφοράς, ενός καλού λόγου σαν μοναδικό όπλο καλοσύνης που αγκαλιάζει και αφοπλίζει τους πάντες.
Έτσι λοιπόν θα σηματοδοτήσουμε το ξεκίνημα μιας νέας Δημιουργίας, θα μεταμορφώσουμε τον κόσμο από την φθορά και την αποφορά του θανάτου.
Γιατί θάνατος δεν είναι το βιολογικό μας τέρμα. Θάνατος είναι κάθε τι που φθείρει το σώμα και την ψυχή μας: το κακό, η ακόρεστη ικανοποίηση των επιθυμιών μας το άγχος, η αρρώστια. Και περισσότερο απ΄όλα, η απομάκρυνση από την ελπίδα και η απώλειά της. Θάνατος είναι η μοναξιά, θάνατος είναι η απώλεια του νοήματος και της δίψας για τη Ζωή.
Αγάπη λοιπόν το νόημα του Πάσχα των ανθρώπων, αγάπη, πνευματική πάλη, ξεπέρασμα του «εγώ» αγκάλιασμα του «εμείς»,και η χαρά της κοινωνίας του «μαζί» με τον Άνθρωπο.
Ας διαλέξουμε φέτος λοιπόν την εσωτερική χαρά και ελπίδα μας, ας είμαστε σίγουροι ότι το «θανάτω θάνατον πατήσας» ισχύει για μας και για όλους μας και να γευτούμε ολόψυχα τη χαρά και την ευτυχία μιας άλλης βιωτής που είναι η άγκυρα της ελπίδας μας.
Γιατί τα βάγια και η Άνοιξη μάς καλούν να φωνάξουμε το δικό μας «Ωσσανά» με μια μυριόστομη κραυγή.
Γιατί το Πάσχα, η φύση βάζει την πιο καλή και πιο γλυκιά της ώρα και θριαμβεύουν η αγάπη και η Ζωή.
Αφιερωμένο το «Άγραφον» του Αγγέλου Σικελιανού στους αγαπημένους μας, στην ελπίδα και το φως που θα ξημερώσει το δικό μας Αύριο.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Άγραφον
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ στηρίζεται σε μια απόκρυφη ευαγγελική παράδοση ( Άγραφον) για τον Ιησού και τους μαθητές του. Γράφτηκε στις ζοφερές μέρες της Γερμανικής Κατοχής.
Άγγελος Σικελιανός, «Άγραφον»
Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια…
Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν-
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν…
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε… Μα, τώρα
αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαυμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη… Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»
Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κι είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακολούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο…
Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!… δώσε,
δώσ’ και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δώσ’ μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο∙
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!