ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΜΠΑΣΤΑ
Πόσο κουράστηκε η ψυχή μου να κλαίει
για το χαμένο χρόνο, τα όρια του απραγματοποίητου,
τις φουσκονεριές που εμποδίζουν τα βήματά της στο φως.
Αμίλητη στέκεται εμπρός μου, χωρίς λέξη, χωρίς χαμόγελο,
ξένη μέσα στα άπλυτα συναισθήματα,
τον τρόμο των όποιων ελπίδων που δεν ανθίζουν
αλλά κρύβονται σε φωτοσκιάσεις, σε χωρισμούς
που ο χρόνος τους ζημιώνει, με μηδέν κέρδος.
Άπειρη η ψυχή μου, δεν μέστωσε, παρά το σπάραγμα,
δεν σκότωσε, δεν τραγούδησε, αφημένη
σαν μπουκέτο ορφανό, μόνο του σ’ ένα τραπέζι που σπαράζει.
Παίζουν οι τρίλλιες μιας μουσικής τρυφερής, το τραγούδι
της δύναμης και ενός κουράγιου σπαρακτικού.
Δεν βλέπει τον παράδεισο η ψυχή μου,
αγνοεί παντελώς το παρελθόν και τη μνήμη,
ταπεινωμένη, με μια φωνή ξύλινη,
βοά στα σύννεφα που σκεπάζουν έναν ουρανό σκοτεινό.
Δακρύζει η ψυχή μου, βλέποντας τις ρίζες,
τα φύλλα μιας άλλης άποψης,
θέλει αναπνοές και θυμιάματα, έμπλεη,
γεμάτη από μένα, γιατί δεν είμαι εκεί που θα ‘πρεπε
προσδιορισμένη από ένα κυμάτισμα
που τη βγάζει στον αφρό, πώς να το φωνάξω;
Να το πω ποίηση;
Από μέσα μου οι μέρες, η ψυχή, τρέμουν για ένα απάγγειο,
μια σιγουριά, μια σταθερότητα, μια πλήξη που διώχνει το φόβο,
θαυμάζει το ηλιοβασίλεμα και μαθαίνει από ‘ξαρχής την αγάπη,
σαν βιβλίο που του λείπουν σελίδες άλλά το ξέρω,
το ΄χω διαβασμένο μέσα απο τ’ άστρα που με διαβάζουν φιλικά.
Αγαπώ λοιπόν κάτι που δεν λείπει από το δικό μου ουρανό,
τις δικιές μου ακρογιαλιές, σαν ένα κατακαλόκαιρο
μόνο δικό μου, χωρίς παγωνιά, με ψιχάλες όμορφου έρωτα
που ανασταίνεται σαν από θαύμα, χωρίς φόβο.