ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Σαν ξημέρωνε το Μεγάλο Σαββάτο, καθώς η κορύφωση του θείου δράματος πλησίαζε και η δικαίωση του καλού και του αγαθού όδευε προς την Ανάστασή της, εμείς είχαμε εξαντλήσει πια όλα τα περιθώρια της αναμονής των όσων μας υπόσχονταν για το Πάσχα και ξυπνούσαμε με την άγρια επιθυμία να ξεπεράσουμε το δυνατόν γρηγορότερα τις ώρες που μας χώριζαν από της Λαμπρής τις χάρες και την ευωχία.

Όσο ήμασταν πολύ μικρά, μας πήγαιναν τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί να μεταλάβουμε, αφού το Μεγάλο Σάββατο περίμενε πλήθος μεγάλο τη Θεία Μετάληψη κι έτσι θα καθυστερούσαν πολύ οι εργαζόμενοι, οι οποίοι έπρεπε ύστερα να πάνε  στις δουλειές τους.  Καθώς μεγαλώναμε, όμως, μόλις μας κοινωνούσαν αρχίζαμε τις γκρίνιες και τα παρακάλια, «Αφού εγώ μετάλαβα, καλέ μαμά, γιατί να μη φάω κουλούρι» κι άλλα τέτοια, που σαν μεσαιωνικά μαρτύρια σμπαράλιαζαν συστηματικά τα νεύρα και την αντοχή των μανάδων μας.  Έτσι, μας άφηναν να μεταλάβουμε την τελευταία ώρα, που λέει ο λόγος, στην Πρώτη Ανάσταση το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.

Ξημερώματα μας ξυπνούσαν.  «Προσοχή», ήταν η πρώτη κουβέντα της μαμάς μου, «μήτε νερό δεν κάνει να βάλετε στο στόμα σας» κι άρον-άρον τρέχαμε στην εκκλησιά για να προλάβουμε την Πρώτη Ανάσταση.

Εκείνο το πρωί, η εκκλησία μας ήταν πάλι φωτεινή, ο επιτάφιος είχε αποσυρθεί και τα πένθιμα μενεξεδιά κρέπια, που στεφάνωναν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα τα εικονοστάσια, τις πόρτες και τους πολυελαίους της, είχαν αντικατασταθεί με πορφυρά βελούδα!  Ακόμη κι ο παπάς είχε αντικαταστήσει τα βιολετιά του άμφια με άσπρα και γαλανά!  Τα πιο καλά, τα γιορτινά, τα χρυσοποίκιλτα, με τους σμαραγδένιους σταυρούς και τα διαμαντένια εγκόλπια, θα τα φορούσε πια το βράδυ, στην Ανάσταση.

Αξέχαστη η κατάνυξη κι η έξαψη μας όταν οι επίτροποι άναβαν ξαφνικά τον μεσαίο πολυέλαιο, οι καμπάνες άρχιζαν να κτυπούν ομαδικά κι έβγαινε ο ιερέας από το ιερό με βήμα θριαμβευτικό, σκορπίζοντας στο πέρασμά του, σαν ευλογία θεόσταλτη και σαν νικητήριο διάγγελμα, δάφνες κι ευωδιαστό θυμίαμα στο εκκλησίασμα, που συμμετείχε κτυπώντας με μανία τις πάγκες στα στασίδια, ψάλλοντας μαζί με κείνον και με ουρανομήκεις ψαλμωδίες το «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην».

Αυτήν την αγαλλίαση και το μεγαλειώδες συναίσθημα της νίκης και της ανακούφισης δεν θα το ξεχάσω ποτέ, καθώς και την απερίγραπτη ψυχική ανάταση που απολαμβάναμε εκδηλώνοντας την χαρά και τις δοξολογίες μας σ’ εκείνον, που κατέβηκε ακόμη και ως τον τάφο για να μας την χαρίσει, με εκρήξεις, κρότους, ορυμαγδούς, καμπανοκρουσίες και ιαχές!

Ύστερα κι αφού η έξαψη κατακάθιζε, μπαίναμε στη σειρά για να μεταλάβουμε, αφού κάναμε πρώτα μετάνοιες μπροστά στους γονείς και τους παππούδες μας και τους φιλούσαμε το χέρι, ψιθυρίζοντας «Συχωρέστε με κι ο Θεός συχωρέσει σας».  Εκείνοι μας απαντούσαν «Συχωρεμένος/η» κι έτσι, μ’ ελαφρωμένη την καρδιά και τη συνείδησή μας ανακουφισμένη, προχωρούσαμε «Μετά φόβου Θεού» στη Θεία Μετάληψη.

Αργότερα, τότε που καταλάβαμε, ψηλά-χαμηλά, τι είναι έγκλημα και τι τιμωρία κι όταν μας είπαν πως η τυπολατρική εξομολόγηση ανακουφίζει και σώζει, είπαμε κι εμείς να την δοκιμάσουμε.  Μα η δοκιμή της, αλίμονο, υπήρξε αδόκιμη κι απογοητευτική, όπως άλλωστε κι άλλες δοκιμές που κάναμε μ’ ελαφρά τη καρδία κι απροβλημάτιστα.  Μα αυτά είναι μια άλλη ιστορία κι άλλου παπά ευαγγέλιο.

Οι πρώτες αναμνήσεις μου από την ακολουθία της Ανάστασης είναι γεμάτες λάμψεις κι απανωτές εκρήξεις, φόβο ανακατεμένο με θαυμασμό, νύστα κυνηγημένη από την περιέργεια και τσουγκρίσματα μπερδεμένα μ’ αγκαλιές και φιλιά, εκεί, στα ριζά του Αίπους, στον αυλόγυρο της εκκλησιάς του Αγίου Μακαρίου.

Εδώ μας έφερνε ο μπαμπάς μου, στην εκκλησιά που από παιδί αγαπούσε, μια και το πατρικό του ήταν λίγα μέτρα πιο κει, για ν’ απολαύσουμε από ψηλά τον ρουκετοπόλεμο μεταξύ των ενοριών του Αγίου Μάρκου και της Ερυθιανής της Παναγιάς.

Από κει πάνω, τα γιορταστικά φώτα της Χώρας ως κάτω στο Κοντάρι κι ως απάνω στου Κορακάρη τους πρόποδες, τα φώτα του συνοικισμού του Νοσοκομείου, του Λατομιού και του Βροντάδου, που ανάμεσα τους ξεχώριζαν οι λαμπροστολισμένες εκκλησιές, μπερδεύονταν με τα μύρια αστέρια του βελουδένιου ανοιξιάτικου ουρανού όσα το ίδιο λαμπερά τρεμόπαιζαν κι ήταν σαν, αν άπλωνα το χέρι μου, εύκολα να τα μάζευα στην αγκαλιά μου!

Τ’ αγριολούλουδα απ’ τη βουνοπλαγιά κι από τα χωραφάκια τριγύρω, που για να μην χάσουν τη γιορτή ξαγρυπνούσαν μαζί μας, έστελναν με το ελαφρό νυχτερινό αγέρι  τις πιο μεθυστικές του ανασαιμιές, θυμίαμα ακριβό εις δόξαν Θεού!

Το θρόισμα από τις πευκοβελόνες, που ριγούσαν κι αυτές μπρος στο ακατανόητο θαύμα, κρατούσε το ίσο στων ψαλτάδων το τερέτισμα και του συναθροισμένου πλήθους η αδημονία κι η προσμονή συμπίεζε τον χώρο και την εκκλησιά ασφυκτικά, μέχρι λίγο πριν το μεσονύχτι και μετά το «Δεύτε λάβετε φως», όταν όλοι βγαίναμε στο προαύλιο.

Μπαλκόνι με θέα μαγευτική είναι η αυλή του μικρού ναού απ’ όπου τη μέρα κι αν το βοριαδάκι έχει καλοσφουγγαρίσει το μπογάζι κι όλα είναι ξεκάθαρα και παστρικά, μπορεί να δει κανείς το στενό από το έβγα της Αιγνούσας, μέχρι πέρα το Καραπουρνού και της Μικρασίας τ’ ακρογιάλια, μ’ όλα τα νησάκια και τη χερσόνησο του Τσεσμέ να λάμπουν, πολύτιμα ζαφείρια, λες, στην αγκάλη του πελάγου κι ως κάτω στο κάβο του Αγίου Κωνσταντίνου κι ως παρακάτω στο Βενέτικο!

Το βράδυ πάλι, αν τύχει κι έχει φεγγάρι κι ανάλογα με την εποχή, ξεχωρίζει κανείς από κει πάνω ακόμη και τα κύματα που τρέχουν σαν ασημένια φαριά να ξεπεράσουν το ένα τ’ άλλο!  Κι αν τύχει να ‘ναι η νύχτα σκοτεινή κι αφέγγαρη κι έχουνε πιάσει οι τράτες με τα γρι-γριά δουλειά, κάθεσαι κι αναρωτιέσαι, «Βρε, μπας και βγήκαν οι γοργόνες να σουλατσάρουνε στο πέρασμα!»

Μα τη νύχτα της Ανάστασης το θέαμα γίνεται υπερθέαμα κι ακόμη κι όσοι ποτέ δεν κοίταξαν τη θέα ρομαντικά, εκείνη τη βραδιά σπρώχνονται και σκαρφαλώνουν στα πεζούλια, στα σκαλοπάτια και στους γρανιτένιους τράφους τους κακοτράχαλους γύρω-γύρω για ν’ απολαύσουν την εκρηκτική και λαμπερή σύρραξη!  Από γενιά σε γενιά και «κεκλεισμένων των θυρών» πάει η παράδοση της κατασκευής αλλά και της εκτόξευσης των ρουκετών, που ομαδικά και καταιγιστικά ανταλλάσσονται  από  την εκκλησιά της Παναγίας της Ερυθιανής προς εκείνην του Αγίου Μάρκου κι αντίστροφα.

Καθώς οι πιστοί πάλευαν να πιάσουν θέση καλή, ανέβαινε ο παπάς στην για τον σκοπό αυτό κατασκευασμένη εξέδρα κι άρχιζε να διαβάζει το Ευαγγέλιο, μα οι  ανυπόμονοι, που είχαν ξεκινήσει από νωρίς κι έριχναν  το μπαρούτι με τα καντάρια κι αντιλαλούσε το βουνό από τον ορυμαγδό βογκώντας, δεν άφηναν τη φωνή του ν’ ακουστεί.

Μόνο σαν οι καμπάνες έμπαιναν στο πανηγύρι εκκωφαντικά κι οι ρουκέτες άρχιζαν να σφυρίζουν σαν κόκκινα γιγάντια φίδια με γλώσσες από φωτιά κι ουρές από θειάφι, σχίζοντας σταυρωτά το σκοτάδι πάνω από τα χωράφια, τις γειτονιές και τα κεφάλια του πλήθους που παραληρούσε, μόνο τότε καταλαβαίναμε πως ο Κύριος νίκησε επιτέλους και γι’ άλλη μια φορά τον θάνατο κι εμείς είμαστε πια ελεύθεροι να χαρούμε να φάμε και να πιούμε!

Καθώς, λοιπόν, άρχιζαν οι αγκαλιές και τα φιλιά της αγάπης κι όταν οι ευχές και τα «Χριστός Ανέστη» από στόμα σε στόμα έκαμναν τον γύρο του εκκλησιάσματος που πανηγύριζε, έφθανε και για μας τα παιδιά η ποθητή στιγμή που περιμέναμε για να κάνουμε τα δικά μας ανδραγαθήματα.

Θύματα της νέας σύρραξης και των συμπλοκών τα κόκκινα, τα πράσινα, τα μπλε τα αυγουλάκια!  Με απερίγραπτο ενθουσιασμό και καταστροφική μανία τα τσουγκρίζαμε αλύπητα, προσπαθώντας με κολπάκια και τεχνάσματα να φυλάξουμε το δικό μας ακέραιο από των άλλων τις πιεστικές επιθέσεις κι αν το πετυχαίναμε, οι ιαχές του θριάμβου μας ήταν ανυπόφορες, όσο ανυπόφορα ήταν και τα κλιάματα και τα παράπονά μας, αν τύχαινε στα πρώτα χτυπήματα να μοιάζει το αυγουλάκι μας με μια αηδιαστική ασπροκόκκινη λάσπη.  Ύστερα, για λίγο, μια ησυχία διαδεχόταν το χαλασμό και μόνο τα μπουκωμένα μας στόματα παράβγαιναν το ένα τ’ άλλο στο να κανιβαλίζουν με βουλιμία μασημένες κι  αμάσητες τις παράπλευρες απώλειες.

Μα τότε ήμασταν μωρά παιδιά κι ότι κι αν κάναμε ήτανε νόστιμο και χαριτωμένο κι όλοι καμαρώνανε τα καμώματά μας.  Σήμερα, όμως, που η χοληστερίνη είναι η πιστή μας συντροφιά και τα τριγλυκερίδια οι πιο καλοί μας φίλοι, πώς τα καταφέρνουμε να παραδινόμαστε κάθε χρόνο σ’ αυτήν την αδυναμία που μόνο νόστιμη και χαριτωμένη δεν είναι πια;

Εκείνα τα χρόνια, λίγοι ήταν εκείνοι οι οποίοι μετά το «Χριστός Ανέστη» έτρεχαν να προλάβουν τη μαγειρίτσα ζεστή, όπως γίνεται τώρα.  Οι περισσότεροι κι η δική μου οικογένεια μαζί, έμεναν μέχρι το τέλος της κατανυκτικής Αναστάσιμης λειτουργίας, γιατί ήθελαν οι γονείς μου να κοινωνήσουν εκείνη την βραδιά, που, όπως λένε, τα ουράνια είναι ανοιχτά και η Θεία Μετάληψη είναι δωρεά για τους «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες» και γενικά για όσους «μετά φόβου Θεού» και μ’ όλη τη συναίσθηση των ηθελημένων και αθέλητων αμαρτιών τους προσέρχονται να μεταλάβουν «των Αχράντων Μυστηρίων».

Μετά απ’ όλα αυτά τα θεαματικά, τα εκρηκτικά και τα μεταφυσικά, το πώς κυλούσαν οι υπόλοιπες ώρες, το πώς γυρνούσαμε στο σπίτι, το τι έτρωγαν κι έπιναν οι μεγάλοι ως τα ξημερώματα και το πώς αργά την άλλη μέρα ξυπνούσαμε σαν κουλούκια γκρινιάρικα, σκανταλιάρικα κι έτοιμα για νέα ανδραγαθήματα, χαμπάρι δεν παίρναμε!  Γιατί, εξαντλημένα από την ολοήμερη και σχεδόν ολονύκτια δραστηριότητα και χορτασμένα από τ’ αυγουλάκια και τα τσουρεκάκια, μόλις μπαίναμε στην εκκλησιά, ακουμπούσαμε στην πάγκα κι αποκοιμιόμασταν, παραδομένα στην προστατευτική αγκαλιά μιας ευτυχίας – δυστυχώς – ασυνείδητης και νανουρισμένα από τις δοξαστικές ψαλμωδίες και των αγγέλων μας τα φτερουγίσματα!

Κι από τη μέρα της Λαμπρής άρχιζε μια άλλη, πιο ξεκούραστη και χαλαρή εβδομάδα, που μήτε το σύρε κι έλα στις εκκλησιές είχε, μήτε των προετοιμασιών την κούραση, παρά μόνο ύπνο, παιχνίδι, βόλτες, εκδρομές και ξενοιασιά.  Μόνο οι καλονοικοκυράδες συνέχιζαν να δουλεύουν ασταμάτητα κι αδιαμαρτύρητα, μια και το Πασχαλιάτικο γεύμα έπρεπε να είναι αντάξιο της μεγάλης γιορτής και να επιβραβεύει με πολλά και πλούσια εδέσματα την ασκητική υπομονή της μακράς νηστείας και της αποχής που είχε προηγηθεί.

Εμείς οι νησιώτες δεν σουβλίζαμε τ’ αρνιά και τα κατσίκια εκείνα που μαζί με τον Άμωμο Αμνό θυσιάζονται – εκατόμβες – προς δόξαν Του σ’ όλη την Ελλάδα τη μέρα της Πασχαλιάς.  Η σούβλα είναι έθιμο της στεριανής πατρίδας μας.

Στη Χίο, εκείνα τα χρόνια τουλάχιστον, δούλευαν πολύ οι φούρνοι.  Μπαινόβγαιναν τα ταψιά στα πυρωμένα φουρνέλα από τα ξημερώματα κι όσο ιδρώτα είχαν χύσει οι φουρνάρηδες τη Μεγάλη Εβδομάδα φουρνίζοντας κουλούρια, τσουρέκια κι όλα τα συναφή, άλλο τόσο έχυναν και πάνω από τα τρυφερά αμνοερίφια μέχρι να τα ροδοκοκκινίσουν, να γίνει η πετσούλα τους χρυσαφιά και οι πατατούλες που τα  συνόδευαν να ‘ναι τραγανιστές και μελωμένες.

Η μαμά μου προτιμούσε το λαμπριάτικο ψητό να το φτιάχνει μόνη της στην κατσαρόλα.  «Ο φούρνος το στεγνώνει», έλεγε.  Δικαιολογίες θαρρώ.  Νομίζω πως μόνο έτσι θα μπορούσε – κι  από νωρίς το πρωί – να είναι πάλι όρθια, με ύφος επιτελικό μέσα στης κουζίνας της το στρατηγείο, σχεδιάζοντας κι εκτελώντας τις καθιερωμένες και καθημερινές αψιμαχίες με τις κατσαρόλες, τις κουτάλες, τα μπρίκια, τα σουρωτήρια, τα τηγάνια και τις πιατέλες της.  Από κοντά κι ο μπαμπάς μας, ο οποίος, τις λιγοστές μέρες που δεν πήγαινε στη δουλειά όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ας πούμε, του άρεσε να κάνει πως τη βοηθά, μόνο και μόνο για να συμμετέχει στη δική της ρουτίνα.

Ξυπνούσαμε, λοιπόν και βρίσκαμε βουνό τις χρυσαφένιες λουκουμάδες πασπαλισμένες με μπόλικη κανελλίτσα να ρουφούν άπληστα το μελάκι τους μέσα στη μεγάλη πιατέλα του καλού σερβίτσιου, εκείνου που ‘χε φερμένο από την Αγγλία ο παππούς μου, ο καπετάν Σπύρος ο Συρρής, συχωρεμένος χρόνια πριν.

Εδώ πρέπει να σας πω πως τα πιάτα, η σουπιέρα, οι πιατέλες κι όλα τα κομμάτια αυτού του σερβίτσιου, ήταν ένα ακόμη μέσο για να βγάζω τη φαντασία μου σεργιάνι όσο μασουλούσα τις μπουκιές  μου, απολαμβάνοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου!  Πάνω στην κρεμ φαγιάντζα του, βλέπεις, είχε σκορπισμένα πάμπολλα μαβιά λουλούδια, τριαντάφυλλα, καμπανούλες, κρινάκια, μαργαρίτες, ίριδες και νάρκισσους καθώς και σμήνη από λιμπελούλες, πεταλουδίτσες, μελισσούλες, ακόμα και κουνούπια και μικρά κολίβρια, άλλα να πετούν τριγύρω τους κι άλλα ν’ απομυζούν το νέκταρ τους!

Αργότερα, η θεία μου έκαμε μια απρόσεκτη κίνηση κι έριξε στο πάτωμα τον δίσκο με τα πιάτα προτού τα βάλει στο τραπέζι.  Πάει, λοιπόν, το σερβίτσιο άδοξα.  Η μεγάλη πιατέλα, η σουπιέρα κι η σαλτσιέρα του που απόμειναν, σας διαβεβαιώνω πως μια χαρά μπορούν ακόμη και με παρασύρουν σε παραδεισένια λουλοδοταξιδέματα!

Άλλοτε το πρωινό μας το γιορτινό είχε σβίγκους.  Σβίγκους που έλιωναν στο στόμα, τόσο αφράτοι, σαν τα ροδοκόκκινα παχουλά μπρατσάκια των αγγέλων που στόλιζαν τα λευκώματά μας!

Κι άλλοτε, πριν καλοξυπνήσουμε, ήταν ήδη το γιορτινό τραπέζι στρωμένο με το καλό τραπεζομάντηλο, μ’ ένα βάζο κάλλες, βιόλες και φρέζες από τον κήπο μας στη μέση, την πιατέλα με τα πολύχρωμα αυγά σε πρώτη ζήτηση, με το ψητό να δεσπόζει και να σπάει μύτες, τη συκωταριά και τα γλυκάδια ν’ αχνίζουν απ’ το τηγάνι μόλις βγαλμένα, τα λουκάνικα, τους κεφτέδες και τ’ αυγοκαλάμαρα να προκαλούν τα άταχτα και λαίμαργα δαχτυλάκια μας σε κακές συμπεριφορές, τις λεμονάτες αγκινάρες και τις μαρουλοσαλάτες να δίνουν χρώμα και δροσιά, τον ολόφρεσκο ανθότυρο να τρεμουλιάζει απροστάτευτος απ’ του τυροβολιού την αγκάλη αρπαγμένος και την καράφα το γλυκό σαμιώτικο να σπινθηροβολά, αντανακλώντας τις χρυσαφένιες αχτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου και της χαράς τις λάμψεις από των συνδαιτυμόνων τα  πρόσωπα.

Απάνω στον μπουφέ, δε, να περιμένει υπομονετικά τη σειρά του, αντικατοπτρίζοντας στο μεγάλο καθρέφτη την αρχοντιά του και την πλατιά του μούρη, ο χρυσαφένιος χαλβάς που κολυμπούσε στο πηχτό σιρόπι του, μοσχοβολώντας κανέλλα και περγαμόντο!

Και να τα «Χριστός Ανέστη» και τα «αληθώς ο Κύριος» και να τα τσουγκρίσματα κόκκινων αυγών και πιο κόκκινων ποτηριών και να ευχές και αστεία και γέλια!  Μα σίγουρα εκείνες τις στιγμές πιο πολλά ήταν τα «μμμμμ», τα «ααααχχχχ», τα πλαταγίσματα και τα μουγκρητά της ευδαιμονίας των χειλιών, των δοντιών και των ουρανίσκων, που δάγκωναν, άλεθαν και κατάπιναν ευτυχισμένα!

 

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου
(Απόσπασμα από το “Λες και ήταν χθες”, εκδόσεις Λεξίτυπον. 2014)

Books and Style

Books and Style