ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ

Ποτέ δεν μου άρεσε να ταξιδεύω μόνη. Ιδιαίτερα αν το ταξίδι είναι μεγάλο.

Δεν ξέρω πώς να περάσει η ώρα μου. Κι ενώ πιστεύω ότι ένα βιβλίο είναι η καλύτερη συντροφιά, ποτέ δεν το έχω όταν το θέλω. Και να ʼμαι πάλι σ’ ένα τρένο που θα κάνει πέντε ώρες να φτάσει στον προορισμό του… Λες να καταφέρω να κοιμηθώ;

Βολεύομαι στη θεσούλα μου και απλώνομαι, καθώς με ανακούφιση ανακαλύπτω ότι κανένας δεν κάθεται δίπλα μου και απέναντί μου. Αμ δε! Η χαρά μου κράτησε λιγότερο από ένα λεπτό. Μια αντρική φιγούρα πλησίασε και κάθισε απέναντί μου. «Όχι, ρε γαμώτο», σκέφτομαι και αμέσως μετά αναθεωρώ. Ο ΘΕΟΣ !

Αρχίζω να τον παρατηρώ πλαγίως. Φυσικά φοράω τα μαύρα, κατάμαυρα γυαλιά του ηλίου. Ηλικία, γύρω στα 40. Μάλλον ψηλός. Το μελαχρινό του ηλιοκαμένου. Καλοντυμένος με ανασηκωμένα τα μανίκια του πουκαμίσου που μισοαποκαλύπτουν ένα μικρό τατουάζ. Βρε μπας και το ʼσκασε από κάνα «Άρλεκιν»;

Ούτε κουβέντα να γύρω το κεφάλι μου για να κοιμηθώ. Δεν θα ʼθελα με τίποτα να μοιάζω με αυτές τις εικόνες που βλέπω συνήθως σε αεροπλάνα, τρένα και βαπόρια: κεφάλια να κουνιούνται ρυθμικά, σαγόνια να χάσκουν ορθάνοικτα και το ροχαλητό στο τσακίρ κέφι.

Αρχίζει να μου ρίχνει ματιές…

Γυρίζω το βλέμμα προς τα έξω. Λες να κατέβει στον ίδιο σταθμό; Ας μου πιάσει τουλάχιστον την κουβέντα! Εγώ δεν κάνω ποτέ το πρώτο βήμα. Αν πηγαίνουμε στον ίδιο προορισμό, μπορούμε και ν’ ανταλλάξουμε τηλέφωνα. Ίσως και να συναντηθούμε ξανά.

Ξανακοιτάζει. Λες επειδή είμαι ξανθιά; Εδώ μέσα, είναι όλες μελαχρινές. Το δικό μου κεφάλι ξεχωρίζει. Θα τον εντυπωσίασα. Με κοιτάζει πιο έντονα, τώρα. Δεν φοράει γυαλιά, δεν τον ενδιαφέρει, έχει επίγνωση της εμφάνισής του και έχει αυτοπεποίθηση.

Και ενώ σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τον ξανασυναντήσω, ότι ίσως και να έκανα μια τελευταία αμαρτία στη ζωή μου, ότι… ότι… ότι…, κάνει την πρώτη κίνηση.
Σκύβει προς το μέρος μου και με ρωτάει σε ποιο σταθμό θα κατέβω.
Κι εγώ παθαίνω ΤΗ ΦΡΙΚΗ.

Κάτω από αυτά τα καταπράσινα μάτια (ναι, είναι πράσινα), και ανάμεσα από τα καλογραμμένα χείλη ξεπροβάλουν τρία δόντια. Ούτε δύο, ούτε τέσσερα. Τρία, παρακαλώ! Δύο πάνω, ένα κάτω.

Οι φαντασιώσεις μου ξεφούσκωσαν σαν μπαλόνι που το τρυπάνε με καρφίτσα.
Και μου έρχεται η ιδέα και αρχίζω να του μιλάω Ελληνικά. Την ξέρω τη γλώσσα του, αλλά σιγά μην του κάνω τη χάρη και δώσω συνέχεια. Ανασηκώνω τους ώμους σαν να μην καταλαβαίνω και γυρίζω προς το παράθυρο.

Που πας, ρε Καραμήτρο, που θέλεις να ρίξεις γκόμενα με τρία μόνο δόντια; Δεν σου έχουν πει ότι σήμερα οι οδοντίατροι κάνουν θαύματα; Αϊ στο καλό. Λέω να ρίξω έναν ύπνο για να περάσει η ώρα. Και άμα λάχει, ας ροχαλίσω κιόλας! Όχι που θα κάτσω να σκάσω…

Books and Style

Books and Style