ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
«Και τώρα, τι;» αναρωτήθηκα.
Η διάθεσή μου είχε χαλάσει για τα καλά. Άλλα περίμενα κι άλλα ήρθαν να με συναντήσουν. Ήμουν πολύ θυμωμένη. Θυμωμένη με όλους αλλά κυρίως με τον εαυτό μου.
Έφτασα στο σπίτι μου χωρίς καν να θυμάμαι τη διαδρομή που είχα διανύσει με το αυτοκίνητο. Ήμουν αποφασισμένη. Θα τα άφηνα όλα πίσω μου και θα έφευγα. Θα έφευγα να βρω τη γαλήνη μου. Έριξα δυο-τρία ρούχα σ’ ένα σακ βουαγιάζ, μερικά απαραίτητα προσωπικά ήδη και έφυγα σαν κυνηγημένη…
Φτάνοντας στον Πειραιά, επέλεξα το πρώτο καράβι. Δεν μ’ ενδιέφερε ο προορισμός, μόνο η φυγή από το παρόν. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στη Σύρο. Ήταν το πρώτο λιμάνι που έπιασε το καράβι και αποφάσισα να κατέβω. Ιούνη μήνα οι τουρίστες είναι λιγοστοί κι εγώ ήθελα την ησυχία μου.
Τακτοποιήθηκα σ’ ένα δωμάτιο κι έμεινα μέσα σε αυτό να σκέφτομαι μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Τότε μόνο φόρεσα το μαγιό μου και επέλεξα μια ερημική παραλία στην τύχη. Όταν βούτηξα στη θάλασσα, το νερό ήταν κρύο, αλλά με γαλήνεψε. Ξάπλωσα στην πετσέτα μου κι έκλεισα τα μάτια. Όλες οι εικόνες του πρόσφατος παρελθόντος ήρθαν να με σκανδαλίσουν. Προσπάθησα να τις αποδιώξω.
Ξαφνικά άκουσα μια φωνή κι ένιωσα δυο χέρια να με αγκαλιάζουν.
«Αγαπημένη μου, νόμιζες πως θα σ’ αφήσω να φύγεις μακριά μου;»
Ήταν εκείνος. Τον κοίταξα μαγεμένη. Με είχε ακολουθήσει στο νησί.
«Το όνειρό μας, αγαπημένη μου, μαζί το ζωγραφίσαμε, μια πινελιά εγώ, μια πινελιά εσύ, θυμάσαι;»
Με κοίταξες με τα υπέροχα μεγάλα μάτια σου. Λίμνες που πλημμύριζαν από λαγνεία.
Ένιωσα να με τυλίγει ένα ροζ συννεφάκι, αφέθηκα. Χώθηκα σε αυτό με όλες τις αισθήσεις μου. Ό,τι περισσότερο επιθυμούσα, ό,τι περισσότερο ευχόμουν, ό,τι περισσότερο ονειρευόμουν στεκόταν εκεί δίπλα μου. Είχε έρθει να με συναντήσει, να συνεχίσουμε να ζωγραφίζουμε το όνειρό μας, αυτό που είχαμε αφήσει πεταμένο σε μια άκρη, όταν οι αστραπές και οι κεραυνοί προκάλεσαν την καταιγίδα που ξέβαψε τα χρώματα και διέλυσε τις ίνες του καμβά.
«Σε περίμενα», του είπα ξεψυχισμένα από τη λαχτάρα του έρωτα που μου προκάλεσε η παρουσία του.
«Το όνειρό μας, αγαπημένη μου, δεν σβήνει, όσες μπόρες κι αν δεχτεί… Ομπρέλες είναι οι ανάσες μας για να το προστατέψουν. Κι αν στερέψουν οι πηγές των χρωμάτων, το αίμα της καρδιάς μας θα στάξουμε για να βαφτεί με το κόκκινο από τις καρδιές μας».
«Μόνο μην κάνεις λάθος, αγαπημένε, χολή να μην του στάξεις και πεθάνει, γιατί τα όνειρα δεν ανασταίνονται».
Με κοίταξες με τα υπέροχα μεγάλα μάτια σου. Λίμνες που πλημμύριζαν από λαγνεία. Η αλήθεια σου αγκάλιαζε προστατευτικά την αλήθεια μου. Σηκωθήκαμε σαν υπνωτισμένοι και βουτήξαμε στη θάλασσα. Ύστερα βγήκαμε στην παραλία και ο ένας απορροφήθηκε από την αγκαλιά του άλλου. Γίναμε ένα, μείναμε ένα, λευτερωθήκαμε ένα.
Θα ζούσαμε το όνειρό μας, που ήταν λίγες μέρες μακριά από τα δεσμά που μας κράταγαν δεμένους, που δεν μπορούσαμε, που δεν μας επιτρεπόταν να σπάσουμε. Το ζούσαμε και θα έμενε για πάντα δικό μας.
Σφίχτηκα δυνατά επάνω σου. Αυτές οι μέρες, αυτές οι στιγμές ήταν το «θείο δώρο» που οφείλαμε να μην στερήσουμε από τους εαυτούς μας. Το όνειρό μας είχε γίνει πραγματικότητα.
«Τα όνειρα ποτέ δεν χάνονται», μου είπες τρυφερά.
Το ξαφνικό μπουρίνι με έκανε να πεταχτώ ξαφνιασμένη. Κοίταξα τριγύρω μου.
«Όνειρο ήταν», συνειδητοποίησα.
Η πικρή γεύση της χολής είχε ήδη ανέβει στο στόμα μου.