ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Φραγκομαχαλάς (η συνοικία των Φράγκων) ήταν ένα οικοδομικό σύνολο οργανωμένο ως επίμηκες παραλληλόγραμμο, μήκους περίπου 1 χλμ και πλάτους γύρω στα 100μέτρα, που εκτεινόταν κατά μήκος ανάμεσα στην προσχωσιγενή ακτή και την «οδό των Φράγκων» ή «Ευρωπαϊκή Οδό» (Rue des Francs), τον σημαντικότερο εμπορικό δρόμο της Σμύρνης. Η κατοίκησή του από Ευρωπαίους εμπόρους, διπλωματικούς απεσταλμένους και ιερείς είναι συνυφασμένη με την εμπορική ανάπτυξη της Σμύρνης από τον 17ο αιώνα και εξής.
Στον Φραγκομαχαλά βρίσκονταν τα προξενεία των ευρωπαϊκών χωρών, οι καθολικές εκκλησίες και οι ευρωπαϊκοί εμπορικοί οίκοι. Ήταν η περιοχή που επλήγη περισσότερο κατά το «Ρεμπελιό της Σμύρνης» το 1797, όταν με αφορμή τον φόνο ενός γενίτσαρου από έναν Ζακύνθιο, υπήκοο της Βενετίας, ξέσπασαν ταραχές που κατέληξαν στην πυρπόληση και την λεηλασία μεγάλου μέρους της περιοχής, καθώς επίσης και στον θάνατο αρκετών Ελληνορθόδοξων κατοίκων. Οι ταραχές αυτές, όπως και εκείνες του 1770 με αφορμή την καταστροφή του οθωμανικού στόλου από τους Ρώσους στην ναυμαχία του Τσεσμέ και τις ελληνικές εξεγέρσεις στον Μοριά και στα νησιά (Ορλωφικά), οφείλονταν στις κοινωνικές εντάσεις που προκαλούσαν ο οικονομικός ανταγωνισμός, η παρουσία και η επέμβαση εκπροσώπων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, η ανάδειξη ενός στρώματος Ελληνορθόδοξων μεσαζόντων και οι ασταθείς ισορροπίες της κοινωνικότητας του λιμανιού.
Ο οικιστικός τύπος που κυριαρχούσε στον Φραγκομαχαλά ήταν τα κτηριακά συγκροτήματα των βερχανέδων. Ο βερχανές, παραφθορά του τουρκικού frenkhane (= φράγκικο σπίτι), ήταν ένα επίμηκες, συνήθως διώροφο συγκρότημα που περιλάμβανε κατοικία, εργαστήρια, αποθήκες και καταστήματα.
Το ένα από τα δύο στενά μέτωπα του οικοπέδου βρισκόταν επί της οδού Φράγκων, όπου υπήρχε συνήθως κτήριο με επιβλητική πρόσοψη, και το άλλο κατέληγε σε μια προβλήτα, από όπου τα εμπορεύματα μεταφέρονταν στα πλοία.
Τις εμπορικές συναλλαγές εξυπηρετούσαν οι δύο δρόμοι που, ξεκινώντας από τον Φραγκομαχαλά, διέσχιζαν την πόλη και κατέληγαν στην Γέφυρα των Καραβανιών επί του ποταμού Μέλητος (οι Έλληνες το αποκαλούσαν ποτάμι του Προφήτη Ηλία και οι Τούρκοι Kemer Cayi) όπου κατέφθαναν τα εμπορεύματα από την ενδοχώρα της Σμύρνης και το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Με την νέα διαμόρφωση της προκυμαίας της πόλης ο χαρακτήρας του Φραγκομαχαλά άλλαξε. Τη θέση των Ευρωπαίων ιδιοκτητών πήραν οι Έλληνες και Αρμένιοι επιχειρηματίες, ενώ οι βερχανέδες στέγασαν ξενοδοχεία, λέσχες, γραφεία και, κυρίως, καταστήματα που ανταποκρίνονταν στις νέες καταναλωτικές συνήθειες των μεσαίων στρωμάτων της Σμύρνης.
Οι περιηγητές και οι χρονικογράφοι μιλούν κατά κανόνα μειωτικά για τους Λεβαντίνους της Σμύρνης. Στις προκατειλημμένες αυτές μαρτυρίες παρατηρούμε έναν συνδυασμό αρνητικών στεροτύπων φυσικής εμφάνισης με εκείνα του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς. Γι’ αυτούς τους συγγραφείς η μόνιμη εγκατάσταση των Λεβαντίνων στην Ανατολή και οι γάμοι που συνήψαν είχαν ως αποτέλεσμα τη «φυλετική νοθεία» τους. Έτσι, θεωρήθηκε ότι απέκτησαν μια υβριδική φύση και ότι κατέληξαν να ανήκουν σε μια «μεικτή φυλή».
Ο Οσμάν Μπέης, γόνος αγγλικής οικογένειας που ασπάστηκε το Ισλάμ κι έγινε Οθωμανός υπήκοος, έγραφε ότι μια οικογένεια Λεβαντίνων θα μπορούσε να κάνει τον γύρο του κόσμου, χωρίς να μετακινηθεί καθόλου από το σημείο όπου βρισκόταν.
Οι Λεβαντίνοι της Σμύρνης διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Την πρώτη αποτελούσαν οι απόγονοι των Ευρωπαίων που είχαν εγκατασταθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχαν συνάψει γάμους με άλλες ευρωπαϊκές οικογένειες της Ανατολής, αλλά και με Οθωμανούς χριστιανούς υπηκόους, Αρμένιους ή Έλληνες. Αυτοί ήταν καθολικοί, αλλά και ορθόδοξοι ή προτεστάντες.
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι Οθωμανοί υπήκοοι χριστιανικού δόγματος που διατηρούσαν στενούς δεσμούς με κάποια από τις ευρωπαϊκές παροικίες της Σμύρνης, επειδή επωφελούνταν από την προστασία της ή είχαν αφομοιωθεί οικονομικά, κοινωνικά και ποτιτισμικά. Για ορισμένους, η αφομοίωση είχε προκύψει μέσω γάμου με γόνο ευρωπαϊκής καταγωγής, ενώ για άλλους ήταν αποτέλεσμα δεσμών, δημιουργημένων μέσω της συμμετοχής δε διοικητικά συμβούλια των τραπεζικών ή εμπορικών οργανισμών.Έτσι, οι Λεβανατίνοι αποτελούσαν μια όχι τόσο συνεκτική, σαφώς προσδιορισμένη και με κοινά συμφέροντα, κοινότητα όσο ένα δίκτυο που ενδωμάτωνε οικογένειες και πρόσωπα με εθνοτική και θρησκευτική ετερογένειασ’ ένα κοινωνικό και πολιτισμικό μόρφωμα.
Τα φραγκοχιώτικα είναι ένα σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας με λατινικά στοιχεία, ανάλογο μ’ εκείνο των πιο γνωστών «καραμανλήδικων», της γραφής της τουρκικής γλώσσας με ελληνικά στοιχεία, που χρησιμοποιούσαν οι τουρκόφωνοι Ελληνορθόδοξοι στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Εφαρμόστηκε σ΄ολόκληρον τον χώρο του Αιγαίου, κυρίως στην Χίο και στη Σμύρνη, κατά κανόνα από ελληνόφωνους καθολικούς. Από τα τέλη του 16ου αι. τυπώθηκαν στα φραγκοχιώτικα ως και βιβλία εκκλησιαστικού περιεχομένου, με στόχο τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του ελληνόφωνου καθολικού ποιμνίου και την αποφυγή διαρροών προς την Ορθοδοξία.
Σε τυπογραφεία της Σμύρνης τυπώθηκαν τον 19ο αι. αρκετά φραγκοχιώτικα βιβλία υπό την αιγίδα της καθολικής αρχιεπισκοπής, αλλά δεν περιορίστηκαν εκεί. Χρησιμοποιήθηκαν και στην καθημερινή ζωή (π.χ. επιστολογραφία, λογιστικά κατάστιχα, διαθήκες, αφηγήσεις κλπ).