ΑΠΟ ΤΗ ΝΙΚΟΛ ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗ

Μια πρόποση ποτέ δεν είναι αρκετή.

Πρέπει να γίνεται με προσεγμένο ποτήρι, καθαρό.
Να αντανακλά ένα φως ειδωμένο στο σκοτάδι.
Το θέμα της θα είναι τόσο κοινότυπο όσο είναι
Η ιεροτελεστία, να χυθεί σας κρασί στη βιτρίνα
Του κόσμου.
Λίγο πριν εγείρουμε το ποτήρι εις υγείας
Ακροθιγώς τα τετριμμένα σα γιρλάντες αφημένα
Σε μια παρολίγον γιορτή.
Η κράση των υγρών μυστηρίων,πιο νωρίς από το κρύο
Να αφεθεί προς τέρψη των βλεφάρων
Πιες και εσυ από το νιπτήρα της ζωής, αποφεγγάρισμα.
Μια πρόποση τους έφερνα πάντα κοντά και ήταν στο λίγο,
Το πολύ πιο νωρίς, απέχει από το φθηνό κρασί.

Ο κλόουν

Η παράσταση έλαβε τέλος.
Οι κλόουν ξενιτεύτηκαν, οι θεατές
Σήκωσαν τα μανίκια τους.
Βαρέθηκαν γονατιστοί να περιμένουν
Ένα θαύμα, πρήστηκα τα γόνατά τους,
Τα μάτια τους δεν αντικρίζουν το φως.
Στο σκοτάδι δόθηκε και αυτή η παράσταση,
Στη σκιά.
Σαν τα νευρόσπαστα του διπλανού
Κουκλοθέατρου.
Ο θαυματοποιός πήρε στους δρόμους
Τις φιγούρες και άφησε μια ρωγμή στο δωμάτιό του
Τόσο δυνατή όσο ο σεισμός στον ωκεανό.
Η παράσταση έλαβε τέλος.
Τα ζώα πλύθηκαν και πήραν το δρόμο
Της επιστροφής.
Οι τέντες μαζεύτηκαν σε κυκλικό άξονα,
Τα μπαλκοσένικα ντροπιάστηκαν να περιμένουν
Το φως, ένα θαύμα, μια ματωμένη παρουσία.
Τα ρούχα του θηριοδαμαστή δεν του κάνουν πια,
Κόντυναν, δεν κάνουν σε κανέναν τούτης της εποχής.
Η παράσταση κουράστηκε, έλαβε τέλος.
Κανείς δεν θα την θρηνήσει, άλλωστε ήταν πολύ νέα
Για παραμύθια,
Πέντε ουσιαστικά με δυο ρήματα, τι να σου κάνει
Αυτό το γεύμα χωρίς συνοδευτική χαρμολύπη.
Η παράσταση έλαβε τέλος, χρόνια τώρα.
Λιποψυχά, αγκομαχά, τρίζει και στιλβώνει
Τα σκεύη του θηριοδαμαστή, τα πολύχρωμα τόξα
Σκουριάζουν στη γωνιά τους.
Η παράσταση έλαβε ένα τέλος.

Το τελευταίο ποίημα

Η ζωή αξίζει όσο ένα πετράδι χρυσό.
Την έντυσες πολύχρωμη σαν την Άνοιξη
Και σαν αυγή δροσερή δημιούργησες κερένια
Γλυπτά ευτυχίας.
Είμαστε χωρίς χέρια και πόδια
Κρεμασμένοι στο φως, διεσπαρμένοι
Από τη ζωή, με ένα πικρό γέλιο στα χείλη.
Είμαστε κάτι άχαρες προεκτάσεις της ζωής στο μέλλον.
Πλέουμε στα νερά του βαθύ πελάγους
Ξαπλωμένοι στο φως, πλέουμε….
Πλέουμε…
Κόντρα στον ήλιο που μας μέρεψε…
Πλέουμε τώρα ηδονικά.
Ο κόσμος γύρω μας τυφλός.
Τι φταίει η ζωή, αν η Μούσα μας δεν σου έδωσε
Την έμπνευση.
Η ζωή μεταλλάσσει,τα σύννεφα φεύγουν κι ο ουρανός
Είναι ένα μεγάλο ψαροκόκαλο φάλαινας
Φωτίζει, με τις πολύχρωμες ανταύγειες του, τον κόσμο.
Κάνεις δεν ξέρει όμως τι θα ξεσπάσει μέσα από τη βροχή.
Κανείς δε γνωρίζει τι θα στοιχίσει αυτή η βαριά
Ανυπακοή.
Ο ουρανός και η ζωή ένας κόσμος σε μια σάρκα.
Η γη ζεστή και φιλική,σαν ένα κομμάτι ψωμί
Τι φταίει η Μούσα, αυτή δε σου έδωσε την έμπνευση.
Εκείνη άλλωστε αξίζει όσο ένα πετράδι χρυσό.
Κλείσε το στην παλάμη σου, στη σάρκα σου.
Θα νιώσεις τον ίλιγγο και μια φωτιά αθάνατη
Να καίει τα μάτια σου.
Σκιές και χρώματα, ανθρώπινες προφητείες
Σε έναν κόσμο σκληρό.
Φως και σκοτάδι σε μια στιγμή αιωνιότητας παντρεμένα.
Τι φταίει η ζωή, αν η ύπαρξή σου μοιάζει με σκιά περιστεριού,
Σαν ένα άγριο θηρίο που περιπλανιέται στους έρημους
Σκοτεινούς δρόμους της Αθήνας.

Books and Style

Books and Style