ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Μία πολύ σπουδαία και ιερή στο εθιμικό δίκαιο έννοια, με έμπρακτη επιβεβαίωση και εφαρμογή της στον κοινωνικό και αξιακό βίο των Αρβανιτών και Σουλιωτών, υπήρξε η μπέσα, ο «εν πείση» λόγος τιμής των Αρβανιτών.

Ο όρος ταυτίζεται με την ομηρική λέξη πείσα-ης, η οποία σημαίνει ευπείθεια, δεσμός λόγου, υπακοή, πειθώ, συμφωνία και την εκ της εμπιστοσύνης απορρέουσα καρτερία, ικανοποίηση και ανακούφιση, και είναι παράγωγο του ρήματος πείθω (αόρ έπεισα). Συναντάται σε χρήση μόνο στη δοτική, εν πείση=με ευπείθεια (εν πέισεε-εμπέσε, μπέσ, α)

(Βλ. Ομ. Οδύσσεια, ρ υ, 23, «…τω δε μαλ’ εν πείση κραδίη μένε τετληυία…» (κι έμεινε τέλος ήσυχη η καρδιά, με υπομονή στα στήθεια).

Ο ομηρικός αυτός όρος συνδέεται και με την αρβανίτικη λέξη «μπε» (be)=όρκος και το ρήμα «μπεσόν» (beson)=πείθομαι, εμπιστεύομαι και πιστεύω και με την έννοια τη θρησκευτική, αφού ο όρος μπέσα προσλαμβάνει και αυτή την έννοια (πίστη θρησκευτική, θρήσκευμα), καθώς και την κοινωνικοπολιτική, ιδεολογική πίστη-πεποίθηση, σύμφωνα και με τον Μάρκο Μπότσαρη.

(Βλ και αντίστοιχη χρήση του όρου στο Υπουργείο Παιδείας και Θρηκευμάτων της Αλβανίας «Ministria e Arsimit dhe e Besimeve»).

Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα «bheido» και η λατινική λέξη με την ίδια σημασία «fido» συνδέονται επίσης με τη λέξη αυτή και την αρβανίτικη «be» (όρκος) και με τη θρησκευτική της σημασία.

Η μπέσα υπήρξε ένας από τους βασικότερους κανόνες αξιακού δικαίου της αρβανίτικης και σουλιώτικης κοινωνίας και η τήρησή της αποτελούσε πρότυπο συμπεριφοράς για όλα τα μέλη της. Συνδεόταν με το φιλότιμο, την αξιοπιστία, την εμπιστοσύνη, την εντιμότητα, την περηφάνια, τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια των ανδρών, κυρίως, αλλά δεν εξαιρούσε και τα θηλυκά μέλη της.

Όποιος δεν την τηρούσε, ελάμβανε τον απαξιωτικό τίτλο του μπαμπέση (πα+μπέσα=χωρίς μπέσα, αναξιόπιστος) και ουδείς πλέον τον εμπιστευόταν, ενώ παραδιδόταν και στην απόλυτη περιφρόνηση των υπολοίπων μελών.

Όταν ο Αρβανίτης και Σουλιώτης έδινε τον λόγο της τιμής του, την μπέσα του, με την χαρακτηριστική φράση «μπέσα για μπέσα», δεν τον έπαιρνε πίσω, διότι, όπως έλεγαν οι παππούδες μας «τον λόγο που έδωσα, δεν τον παίρνω πίσω» (λάφιν κι’ ε δάτσ, σε μαρ πράπα). Ήταν γνωστός δε ο λόγος του Σουλιώτη, η μπέσα του, και στους μουσουλμάνους Αρβανίτες της Τσαμουριάς, σε Αλβανούς και Τούρκους, ενώ την εμπιστευόταν και ο Αλή πασάς.

Ο υποσχεθείς όφειλε να κάνει τα αδύνατα δυνατά, για να τηρήσει τα υποσχεθέντα, αυτά για τα οποία τον εμπιστεύθηκαν οι συμφωνήσαντες μαζί του και πεισθέντες για την αλήθεια και αξιοπιστία των λόγων του. Και αυτό, όχι, διότι ένιωθε τον φόβο της εκ του νόμου τιμωρίας, αφού απουσίαζαν έγγραφα και υπογραφές, αλλά για λόγους καθαρά συνειδησιακής και ηθικής τάξης, σεβόμενος τον ίδιο του τον λόγο και τους πατρόδοτους άγραφους κανόνες της κοινωνίας του.

Συνυφασμένη με την  ίδια του την καταξίωση εντός του κοινωνικού συνόλου, η μπέσα συνόδευε τον άνδρα από την στιγμή της ενηλικίωσής του έως τον θάνατο. Ο άνδρας Αρβανίτης και Σουλιώτης όφειλε να είναι μπεσαλής, προκειμένου να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη στις κοινωνικές του επαφές και την υπόληψη, τόσον του ιδίου, όσον και της οικογένειάς του. Η υψηλότερη τιμή και αναγνώριση της εντιμότητάς του υπήρξε η φράση, «αυτός κρατά τον λόγο του», «έχει μπέσα», «είναι μπεσαλής». Εάν δε η αρετή αυτή συνοδευόταν και από αρχηγικές και στρατηγικές ικανότητες, δεν ήταν λίγες οι φορές που απολάμβανε και αξιώματα, εκτός από την εκτίμηση και την αναγνώριση όλων των μελών, όπως του αρχηγού της φάρας, των οικισμών και χωρίων και των στρατιωτικών τους δυνάμεων.

Επειδή η μπέσα κατείχε αυτή την ξεχωριστή θέση, φρόντιζαν να μη τη δίνουν με ευκολία και για ασήμαντο λόγο, αλλά για σοβαρά θέματα, συμφωνίες και συναλλαγές μεταξύ των κατοίκων, οι οποίες αφορούσαν όλες τις πτυχές του κοινωνικού βίου.  Συναλλαγές καθημερινές, όπως λχ προσύμφωνο-λογοδόσιμο αρραβώνος, απλές αγοραπωλησίες, αλλά και πιο σύνθετες δραστηριότητες, όπως πολεμικές επιχειρήσεις, ανακωχή λχ πολεμικών συγκρούσεων, πωλήσεις αγρών, ακόμη και μεταβιβάσεις κληρονομιών από πατέρα σε γιο, επισφραγίζονταν με μοναδικό εχέγγυο τον λόγο τιμής-μπέσα. Στις αρβανίτικες κοινωνίες αυτό ήταν αρκετό, τα έγγραφα και οι υπογραφές αποδεικνύονταν αχρείαστα, αφού η μπέσα και το σμίξιμο των χεριών αρκούσαν.

Η όλη διαδικασία ακολουθούσε μία ιεροτελεστία, θα λέγαμε, με τα δύο μέρη, άτομα ή ομάδες, να συναντώνται σε ένα σημείο προσυμφωνημένο, όπως την κατοικία ενός εξ αυτών λχ ή έναν ουδέτερο χώρο. Ακολουθούσε η συζήτηση και η τίμια προσπάθεια να πείσουν και να πεισθούν και τελικά να επέλθει η συμφωνία, σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ανακούφισης και ικανοποίησης και για τα δύο μέρη.

Κάθε συμφωνία με μοναδικό έρεισμα την μπέσα μεταξύ των δύο μερών ολοκληρωνόταν με την χειρονομία του σφιξίματος των χεριών-την αρβανίτικη τόκα, και τον τριπλό ασπασμό-σταυροφίλημα, ενώ πολλές φορές ακολουθούσε και γλέντι, όταν η συμφωνία λχ αφορούσε γάμο και επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρχηγών των οικογενειών και για το ύψος της οφειλόμενης, εθιμικώ δικαίω, προίκας.

Όταν, προϊόντος του χρόνου, αμβλύνθηκε η προσήλωση σε αρχές και ιδεώδη, ενώ κατέστησαν δυσεύρετες και οι αρετές και τείνει να εκλείψει και η μπέσα, τα ηθικά άγραφα συμβόλαια των Αρβανιτών τα αντικατέστησαν τα συμφωνητικά και τα συμβόλαια, οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι…

 

(Βιβλίο «Στοιχεία Τοπικής Ιστορίας»)

Books and Style

Books and Style