ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

«ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΛΑΚΚΑΣ ΣΟΥΛΙΟΥ»

Α Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913)

Αναστάσιος Νάσης (Σαμαράς) του Δημητρίου (1879-1938)

Ένας αφανής ήρωας από το Θεσπρωτικό Πρέβεζας

«(…)Ο μπάρμπα Ναστάσης ήταν ωραίος άνδρας, τύπος γραφικός και μερακλής και στο ντύσιμο δεν χρειάζονται άλλες περιγραφές, η φωτογραφία μιλάει από μόνη της. Με τον αδελφό του Ιωάννη κληρονόμησαν από κοινού σπίτι και οικόπεδο εξ ημισείας σε μέρος κεντρικό του Λελόβου, στην παλιά πλατεία, δίπλα από τον Ιερό Ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου. Οι επαγγελματικές δραστηριότητες των δύο αδελφών ήταν κοινές. Η τέχνη του σαμαρά και του πεταλωτή ήταν οι κύριες δουλειές του μπάρμπα Ναστάση. (…)Το παρακείμενο χάνι και το καφενείο τού πρόσθετε περισσότερη δουλειά στο σαμαράδικο και στο πεταλωτήριο. Τα χρόνια εκείνα της Τουρκοκρατίας, η τουρκική φρουρά συνήθιζε να πίνει  τον καφέ της στο καφεμπακάλικο  του μπάρμπα Ναστάση (…)Μαρτυρία Ανδρέα Θ. Κωνσταντή, 97 ετών, κατοίκου Θεσπρωτικού».[1]

Αλλά ο Αναστάσιος Νάσης δεν ήταν μόνο άριστος σαγματοποιός και καλιγωτής, όπως έδειχνε προς τα έξω. Υπήρξε αφανής ήρωας από εκείνους τους οποίους η Ιστορία είτε αγνόησε είτε ελάχιστες γραμμές τους αφιέρωσε. Διότι λίγοι γνωρίζουν ότι στον απελευθερωτικό πόλεμο του 1912-13 υπηρέτησε την Πατρίδα του με τρόπο που είχαν υπαγορεύσει στους πρωταγωνιστές η αξιοπιστία, η εχεμύθεια, η εντιμότητα και η φιλοπατρία του. Και το έπραττε μέσα από την ίδια του την κατοικία και το εργαστήριό του, αναλαμβάνοντας και τον ρόλο του αγγελιαφόρου και συνδέσμου του Μπότσαρη και των άλλων Οπλαρχηγών.

Η μπίμσα[2] της κατοικίας-εργαστηρίου του δεν φιλοξένησε μόνο τα ζώα των Τζουμερκιωτών κτιστάδων και όσων κατέλυαν στο παρακείμενο Πανδοχείο της οικογένειάς του, αλλά έγινε κρυψώνα όπλων[3] για τα παλικάρια των Εθελοντικών Σωμάτων και των ανταρτών και κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης, στην οποία συμμετείχε ο μικρότερος αδελφός του Ιωάννης Μήτσιος, ενταχθείς στον ΕΔΕΣ και συνεχίζοντας το έργο του αδελφού του.[4]

Όπως και άλλοι πατριώτες από κάθε χωριό της Ηπείρου μας, οι οποίοι είτε ήσαν αγγελιαφόροι, πληροφοριοδότες και σύνδεσμοι,[5] είτε μετέφεραν όπλα κάτω από δέρματα ζώων με τα υποζύγιά τους, κινδυνεύοντας να αποκαλυφθεί η αποστολή τους, να συλληφθούν και να θανατωθούν με φρικτό τρόπο, έτσι και ο Αναστάσιος Νάσης, γινόταν ο αποδέκτης και μεταφορέας των επιστολών,[6] των εντολών και των πληροφοριών, εκτελών το καθήκον του ως Έλληνα.

Με την έναρξη του πολέμου ο Αναστάσης Σαμαράς έγινε αρχικά ο σύνδεσμος των τοπικών Οπλαρχηγών, καθώς το ήθος και η φιλοπατρία του εκτιμήθηκαν από τον Οπλαρχηγό της Λάκκας Πύλιο Τζίμα.[7] Σε επιστολή[8] του από τον Λούρο την 17η Οκτωβρίου 1912 προς τον ευρισκόμενο τότε στην Άρτα Υπολοχαγό και Αρχηγό του Μικτού Ηπειρωτικού Στρατεύματος (ΜΗΣ), Δημήτριο Τιμ.-Νότη Μπότσαρη, τον πληροφορεί ότι σύνδεσμος στην μεν Φιλιππιάδα είναι ο Χρήστος Γεωργιάδης στα δε Λέλοβα ο Αναστάσης Σαμαράς, σε διαταγή[9] δε του Μπότσαρη την 19η του μηνός προς τον Οπλαρχηγό Φουρτούνα[10] επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη του στο πρόσωπό του.

Ο Αναστάσης Νάσης ήταν τα μάτια και τα αυτιά τους, αφού μέσω αυτού και των άλλων αγγελιαφόρων, πληροφοριοδοτών και συνδέσμων ενημερώνονταν για τις κινήσεις του εχθρού. Οι σύνδεσμοι/αγγελιαφόροι ελάμβαναν τις πληροφορίες, τις αναφορές των Αρχηγών των Εθελοντικών Σωμάτων, τις διεβίβαζαν στον Αρχηγό του ΜΗΣ και τον από 23ης Νοεμβρίου αντικαταστάτη του Αντ/ρχη Χρήστο (Κίτσο) Μαλάμο και τους μετέφεραν τις διαταγές τους.

Λόγω το επαγγέλματός του, υπήρξε αποδέκτης πολλών πληροφοριών στο σαγματοποιείο, στο καλιγωτήριο, στο καφενείο και το χάνι τους. Όποια πληροφορία έφθανε ως αυτόν για τις κινήσεις των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή της Λάκκας, μεταφερόταν στους τοπικούς Οπλαρχηγούς και τον Μπότσαρη. Ο κίνδυνος να τον υποψιαστούν και να τον συλλάβουν, τόσο κατά τις μετακινήσεις του όσο και κατά τις επαφές του σε περιοχές που ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή, υπήρξε υπαρκτός-δεν έλειψαν άλλωστε και οι προδότες-, αλλά τον αψηφούσε, εκτελώντας το καθήκον του ως Έλληνα και πατριώτη.

Αξιέπαινη δε είναι η ταπεινοφροσύνη του, καθώς σε καιρούς πλέον ειρηνικούς ουδέποτε καυχήθηκε για την προσφορά του στον ιερό αγώνα και υπερήφανος δεν ζήτησε ούτε την ηθική ικανοποίηση, θεωρώντας ότι δεν έπραξε παρά το καθήκον του.

Ο Αναστάσιος Νάσης (Σαμαράς) νυμφεύτηκε την Ευπραξία (Πραξία) Νικάκη από το Θεσπρωτικό και απέκτησαν μία κόρη, τη Βασιλική. Η Βασιλική παντρεύτηκε τον Νικόλαο Παπαμιχαήλ, από το Θεσπρωτικό, γιο του αρτοποιού Κωνσταντίνου Παπαμιχαήλ. Απέκτησαν τέσσερις γιους:

Τον Αναστάσιο, τον Κωνσταντίνο, τον Ευάγγελο και τον Μιχαήλ.

Τέκνα του Αναστασίου: Νικόλαος, Σοφία και Βασιλική.

Τέκνα του Κωνσταντίνου: Θεοδώρα και Βασιλική.

Τέκνα του Ευαγγέλου: Νικόλαος, Βασιλική, Σταύρος και Θεμιστοκλής και

Τέκνα του Μιχαήλ: Ευθυμία, Κωνσταντίνος και Δέσποινα.

Βιωματικές προφορικές μαρτυρίες απογόνων    

(Οι εγγονοί του Αναστάσιου Νάση (Σαμαρά). Εξ αριστερών ο Ευάγγελος, ο Κων/νος, ο Αναστάσιος και ο Μιχαήλ Παπαμιχαήλ. Η φωτογραφία από το Αρχείο του Μιχαήλ Παπαμιχαήλ)

Μιχαήλ Νικ. Παπαμιχαήλ, κάτοικος Πρέβεζας, εγγονός. 

«Ο παππούς μου ήταν ένας καλοσυνάτος άνθρωπος με αρχοντική και ευγενική  φυσιογνωμία. Εξ όσων έχω ακούσει από τη μητέρα μου, συγγενείς και συγχωριανούς μου, διότι, δυστυχώς, έφυγε νωρίς, του άρεσε να ντύνεται σύμφωνα με την παράδοση εκείνης της εποχής και αυτό τον ξεχώριζε στην μικρή τοπική κοινωνία. Ήταν ιδιαίτερα εργατικός και κατάφερνε να εξυπηρετεί πάντα τους πελάτες του στο σαγματοποιείο και πεταλωτήριο αλλά και στο καφεπαντοπωλείο και χάνι που διατηρούσε. Δεν αρνήθηκε ποτέ την βοήθειά του σε κάθε συντοπίτη του, ο οποίος την είχε ανάγκη, και πολλές φορές το έπραττε χωρίς καν να του το ζητήσουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι λάτρης της παράδοσης ων, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη ανέλαβαν την πρωτοβουλία και αναβίωσαν το τοπικό έθιμο της Αποκριάς «Κλέφτικο».

Νιώθω ιδιαίτερα υπερήφανος για τον παππού μου. Το γεγονός ότι δεν συνήθιζε να επαίρεται για την αποστολή του, τηρώντας την απαραίτητη για την επιτυχία του έργου του εχεμύθεια, καταδεικνύει το ήθος του και θεωρώ ότι όσα έπραξε για την Πατρίδα του συμβάλλοντας με τη δράση του στην απελευθέρωσή μας, αποτελούν φωτεινό παράδειγμα για μας, τα παιδιά μας και τις γενιές που έρχονται».

Ευάγγελος Νικ. Παπαμιχαήλ, κάτοικος Άρτας

«Μόνο καλά λόγια ακούγαμε για τον παππού μας από τη μητέρα μας Βασιλική. Υπήρξε τρυφερός πατέρας και πολύ καλός οικογενειάρχης. Εργατικός, ακούραστος, κοινωνικός και αγαπητός σ’ όλο το χωριό. Κανένας δεν γνώριζε πως έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο, διότι, αν έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, είναι βέβαιο ότι θα τον θανάτωναν με φρικτό τρόπο. Μόνο περηφάνια νιώθω για τον παππού μου και ευγνωμοσύνη για όσα μας κληροδότησε με το παράδειγμά του.» 

Κωνσταντίνος Νικ. Παπαμιχαήλ,  κάτοικος Θεσπρωτικού

«Ο καλύτερος άνθρωπος ήταν. Βοηθούσε τους πάντες, ήταν ανοιχτόκαρδος και μερακλής, ντυνόταν με ξεχωριστό τρόπο και καμάρωνε με την τοπική παραδοσιακή του ενδυμασία, η οποία του αναδείκνυε ακόμη περισσότερο την κορμοστασιά και τη λεβεντιά του. Την καλοσύνη του δε και την προσφορά προς τον συνάνθρωπο τα κληροδότησε και στην κόρη του Βασιλική και μητέρα μας. Μαζί με τον πατέρα μας Νικόλαο Κ. Παπαμιχαήλ, έκρυψαν στο σπίτι μας και περιέθαλψαν έναν τραυματισμένο Ιταλό στρατιώτη, ο οποίος, όταν έφυγε μετά από λίγες ημέρες με καράβι από την Πρέβεζα, έκλαιγε με λυγμούς για την καλοσύνη και ανθρωπιά που επέδειξαν, ακόμη και προς τον εχθρό, άνθρωποι που εκείνος ήλθε να υποδουλώσει».  

Αναστάσιος Νικ. Παπαμιχαήλ, κάτοικος Φιλιππιάδας.

«Ο παππούς μου προσέφερε τη βοήθειά του σε όλους, φιλοξενούσε πολύ κόσμο, ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη και αυτό που λέμε «έξω καρδιά». Τον γνώριζε πολύς κόσμος, ξένοι που έρχονταν στο Θεσπρωτικό για να εργασθούν ή περαστικοί που κατέλυαν στο χάνι του και όσοι έφερναν τα ζώα για καλίγωμα ή να τους αγοράσουν καινούριο σαμάρι. Ο παππούς τούς εξυπηρετούσε με το χαμόγελο στα χείλη. Ήταν πρώτος στην εργασία αλλά και στις χαρές, αγαπούσε τη ζωή και την χαιρόταν. Περισσότερο, όμως, αγαπούσε την Πατρίδα και θα τη θυσίαζε πρόθυμα, για να τη δει λευτερωμένη.»   

(Τα στοιχεία του άρθρου αντλήθηκαν από το υπό έκδοση βιβλίο της γράφουσας «Στοιχεία Τοπικής Ιστορίας Λάκκας Σουλίου»).

[1] Αλέκος Δ. Ζορμπάς, «Επαγγέλματα και Επαγγελματίες του Θεσπρωτικού από το 1875 έως το 2013», 2013, σελ. 358, 462, 489.

[2] Μπίμσα (αρβ. λ.) /υπόγειος χώρος των κατοικιών/κατώι για τα ζώα και την αποθήκευση τροφίμων και ποτών (κελάρι). Ο χώρος αυτός χρησίμευε και ως κρυψώνα /καταφύγιο σε καιρό πολέμου.

[3]Όπλα έκρυβαν στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Ρωμανό ήδη πριν την έναρξη του πολέμου και πολλοί κάτοικοι στις οικίες τους.

[4] Μαρτυρία Ιωάννη Μήτσιου, εγγονού του Ιωάννη Νάση (Μήτσιου), κατοίκου Θεσπρωτικού. Ο ίδιος ανακάλυψε την κρυψώνα με την καθοδήγηση της γιαγιάς του, έναν χώρο καλυμμένο με χώμα και ξύλα.

[5] Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία των πολεμικών επιχειρήσεων διαδραμάτισαν οι αγγελιαφόροι, σύνδεσμοι και πληροφοριοδότες, οι Μουχταρογέροντες/Προεστοί των χωριών και οι κληρικοί, ενώ οι απλοί χωρικοί, ακόμη και γυναίκες, αξιοποιήθηκαν ως ένοπλοι Εθελοντές και βοηθητικό προσωπικό σε κάθε είδους αποστολές και δράσεις, οι οποίες διευκόλυναν την μετακίνηση των Σωμάτων, την τροφοδοσία, τον ανεφοδιασμό, την επικοινωνία και την μεταφορά των όπλων. Κάθε χωριό, με διαταγή του Μπότσαρη, υποχρεούτο να έχει δύο τακτικούς αγγελιαφόρους, οι οποίοι θα του έφερναν δύο φορές την ημέρα ειδήσεις. Από το Θεσπρωτικό οι Μουχταρογέροντες Α. Κωλέτσης, Κωνσταντίνος Μιχαήλ, Παναγιώτης και Θωμάς Καραπάνος, ενημερώνουν με επιστολή τους την 22α-10-1912 τον ευρισκόμενο στο Φανάρι Μπότσαρη για τις κινήσεις των Τούρκων. (Κ.Δ. Στεργιόπουλος, Το Μικτόν Ηπειρωτικόν Στράτευμα κατά την ελευθέρωσιν της Ηπείρου (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1912), σελ. 139-140, αρ. 41 (ΑΜ) και σ. 156, ΕΗΜ Το Αρχείον Ιωάννου Λάππα και Αντιγόνης Τζαβέλλα (1912-1913) και η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, σελ 17 κε., Αλ Λειβαδέως, Η Ηπειρωτική Εταιρεία και η συμβολή των Ηπειρωτών κατά τους αγώνας του 1912-13, Ηπ. Εστία τΒ 1953, σ. 22, Δ.Σαλαμάγκα, Καθώς χάραζε η λευτεριά, Ηπ. Εστία, τ. 115, 1961, σ. 27 κεξ. κά).

[6] Η Αντιγόνη Τζαβέλλα έραβε τις επιστολές και τα σημειώματα με τις εντολές μέσα στο γιλέκο του συνδέσμου και πληροφοριοδότη δάσκαλου Δ. Παπαϊωάννου από τη Σαδοβίτσα (Μάρμαρα) Ιωαννίνων. (Σαλαμάγκα, Καθώς χάραζε η λευτεριά, Ηπ. Εστία, τ 115, 1961, σελ. 27 κεξ.)

[7] Σπυρίδων Αθανασίου Τζίμας, Οπλαρχηγός εκ Τόσκεσι/Αχλαδέας Δωδώνης Ιωαννίνων, γνωστός για την εκτίμηση του Μπότσαρη στο πρόσωπό του, τη γενναιότητα στις μάχες και τη θυμοσοφία του, η οποία τον έχρισε ανεπίσημα «καδή»/δικαστή των διαφορών των κατοίκων της περιοχής τη Λάκκας, αλλά και των περιοχών Παραμυθιάς και Φαναρίου (βλ. σχ. αφιέρωμα).

[8] Αρ.16 (ΑΜ), Λούρος τη 17η 8.βρίου 1912, Αξιότιμε Κε καπετάν Δημήτρη Βότζιαρη, Εις  Άρταν

Χωρικοί από Ρουμανώ έρχουντε αυτού. Παρακαλώ να τους δόσετε όπλα. Άμα έλθης εις Φιλιππιάδα θα ζητίσης τον Ανεψιόν μου Χρήστον Γεωργιάδην Πανταπόλην από Δερβίζιανα δι’ ό τι με χρειασθής στέλνει αυτός απεσταλμένον, εις Λέλοβα δε θα ζητήσετε τον Αναστάση Σαμαράν και υγιαίνεται. Σας Ασπάζομαι. Ο Πρόθυμος Πύλιο Τζίμας (Στεργιόπουλος, σ. 125)

[9] Αρ. 21 (ΑΜ), Διαταγή αρ. 2, Φιλιππιάς 19/10, 7 π.μ.

Κύριον Φουρτούναν οπλαρχηγόν, Άμα λάβης την παρούσαν φρόντισε να βάλης άνθρωπον στην Ολύτσικα να παρατηρή τας κινήσεις των Τούρκων και να μου στείλης σημείωσιν στην Λέλοβαν (Σαμαράν). Την ενέργειάν σου εγκρίνω και φρόντισε να φράξης την κάθοδον στους Τούρκους, αν θελήσουν να διαβούν τον δρόμον Λέλοβας-Τόσκες. Να παρακολουθής όλην την οδόν Πρεβέζης-Ιωαννίνων και ό τι νέα μάθης να στείλης γράμμα εις τον Μαλάμον και αναφοράν εις εμέ στην Λέλοβα. Την Τρίτην θα φροντίσω να είμαι εις Ζώρισταν και προσπάθησε να με συναντήσης. Μάζωνε παλληκάρια.» Ο Αρχηγός (Δημήτρ. Νότη Μπότσαρης) (Στεργιόπουλος, σελ. 127)

[10] Γεώργιος Κάτσης (καπετάν Φουρτούνας), Οπλαρχηγός εκ Βαλτίστης/Χρυσαυγής Πωγωνίου Ιωαννίνων (βλ. σχ. αφιέρωμα)

Books and Style

Books and Style