ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Φίλες και φίλοι,
Στη συνέχεια της ενότητας που εξετάζουμε, θα δούμε την παιδοκτονία όπως παρουσιάζεται στην τραγωδία Ηρακλής Μαινόμενος, μια παιδοκτονία που δεν διαπράττεται υπό την επήρεια θρησκευτικής έκστασης, αλλά λόγω μιας αιφνίδιας κρίσης παραφροσύνης.
Ο ήρωας Ηρακλής, μετά από μακρόχρονη απουσία από το σπίτι του για την επιτέλεση των άθλων του, και αφού έχει επιστρέψει από το βασίλειο του Άδη, γυρίζει στη Θήβα, όπου ο σφετεριστής του θρόνου Λύκος επιβουλεύεται τις ζωές των μελών της οικογένειάς του.
Μέσα σε ένα σκοτεινό κλίμα που επικρατεί στην πόλη, οι κάτοικοι περιμένουν τον ήρωά τους για να αποκαταστήσει την τάξη και να προστατεύσει την οικογένειά του.
Κι όμως, αυτός ο μειλίχιος ήρωας, ο προστάτης των αδυνάτων, μετατρέπεται σε έναν αδίστακτο παιδοκτόνο, μπροστά στα έντρομα μάτια τους…
Ο τραγικός μύθος εισάγει ξανά σαν κινητήρια δύναμη του αποτρόπαιου εγκλήματος την εκδικητικότητα ενός θεού, συγκεκριμένα της Ήρας, η οποία καταδιώκει τον ήρωα από τη στιγμή που ήρθε στον κόσμο με χίλιους τρόπους. Αυτή τη φορά επιλέγει να στείλει εναντίον του την Λύσσα και την Ίριδα με εντολή να τον βασανίσουν, ρίχοντάς τον σε κατάσταση πλήρους παράνοιας.
Οι δυο τους τα καταφέρνουν περίφημα: ο Ηρακλής δεν έχει πλέον την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, δεν διακρίνει τον εχθρό από τον φίλο, έχει παραισθήσεις, ενώ καταλαμβάνεται από μια ανεξέλεγκτη επιθετική μανία.
Τυφλωμένος απόλυτα, αρχίζει να εξοντώνει τα ίδια του τα παιδιά, θεωρώντας τα παιδιά του Λύκου. Στέλνει στο θάνατο, εκτός από τα παιδιά και την γυναίκα του, χρησιμοποιώντας τα δυνατά χέρια του, το ρόπαλο και το δοξασμένο τόξο του.
Η προστάτις Αθηνά παρεμβαίνει πετώντας μια μεγάλη πέτρα στο κεφάλι του, ρίχνοντάς τον σε έναν ευεργετικό ληθαργικό ύπνο. Μα όταν ξυπνά και βλέπει το ανήκουστο έργο του αντιλαμβάνεται μέσα από τα συναισθήματα που σκίζουν την καρδιά του ποιός κρύβεται πίσω… «Ήρα κρατεί», μονολογεί.
Το κείμενο του Ευριπίδη μας δίνει αρκετές ερμηνείες της τρέλας του ήρωα. Πριν μας τον παρουσιάσει «μαινόμενο», μας δίνει μια σωρεία ανησυχιτικών πληροφοριών για ασυνήθιστα γεγονότα και ανοίκειες πράξεις. Πρώτον, ότι η οικογένεια του ήρωα κινδυνεύει από έναν φιλόδοξο πραξικοπηματία, δεύτερον αναφέρει επανειλημμένα ότι η Θήβα «νοσεί». Τρίτον, ο ήρωας λείπει μακριά, φροντίζοντας άλλους ανθρώπους και αδυνατώντας να δράσει άμεσα, τέταρτον έχει κάνει το έξω από τα αθρώπινα ταξίδι στον Άδη και επέστρεψε ζωντανός, έχοντας πάρει μαζί του και τον Θησέα από το σκοτεινό βασίλειο, δίνοντας του την αναπάντεχη και πρωτοφανή ευκαιρία να συνεχίσει να ζει.
Όμως, οι τελευταίες δύο πράξεις ανατρέπουν την φυσκή τάξη των πραγμάτων, επομένως, δεν γίνεται να μείνουν ατιμώρητες. Η παράνοια του ήρωα φαίνεται να έρχεται σαν επιστέγασμα μιας ταραχώδους και ριψοκίνδυνης ζωής, στην οποία ο πατρικός ρόλος δεν κατείχε ιδιαίτερη βαρύτητα και θέση. Αυτή τη ρίζα του κακού ο τραγικός ποιητής απλά την υπαινίσσεται. Εκείνο που προβάλλει σαν σφραγίδα ζωής, αλλά και σαν αιτία της τρέλας του Ηρακλή είναι η θεϊκή ενέργεια, άλλοτε δόλια και άδικη, άλλοτε παράφορη και αυθαίρετη, άλλοτε ευνοϊκή- πάντα όμως θεϊκή.
Ο Ηρακλής πάνω απ’ όλα είναι γέννημα θεού και ανθρώπου και αυτή η διττότητα τον επηρεάζει από τη στιγμή που γεννήθηκε από τη θνητή Αλκμήνη. Παιδί του Δία, του αρχηγού των θεών, στην ουσία, φέρεται να έχει πατέρα τον επίσης θνητό Αμφιτρύωνα. Ο ήρωάς μας κουβαλά το φορτίο μιας αντιφατικής μοίρας που τον οδηγεί σε μονοπάτια αξιοζήλευτα, αλλά συγχρόνως αξιολύπητα: ο Δίας τον προικίζει με φυσικές και ηθικές αρχές, η Ήρα τον καταδιώκει με εμπάθεια. Μια εμπάθεια που καταλήγει στη μεταμόρφωση αυτού του ιδανικού ανθρώπου σε αχρείο παιδοκτόνο.
Σ’ αυτή την τραγωδία, η θεά-εκδικήτρια δεν εμφανίζεται καθόλου, παρά μόνο στα χείλη του ήρωα, όταν ξυπνά από τον λήθαργο και συνειδητοποιεί ότι είναι εκείνη η ηθική αυτουργός, εκείνη που δεν σταμάτησε στιγμή να τον κατατρέχει.
Ο Θησέας καταφθάνει αυτή τη φοβερή στιγμή και, βλέποντας το φρικτό έργο, σκέφτεται κι εκείνος ακριβώς τα ίδια: είναι έργο της Ήρας αυτή η ανείπωτη συμφορά.
Ο παιδοκτόνος ήρωας, όπως και η Αγαύη στις Βάκχες, ετοιμάζεται να αποσυρθεί και να πάρει τον δρόμο της εξορίας. Οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές, αφού έχει ένα στήριγμα, έναν πραγματικό φίλο, τον Θησέα που θα τού συμπαρασταθεί, θα τού δώσει άσυλο στην Αθήνα, μια καταπληκτική ευκαιρία να ανταποδώσει το υπέροχο δώρο της ζωής που τού χάρισε ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής, πάντως, συνειδητοποιεί ότι ένας άνδρας του δικού του αναμετρήματος, όταν στερείται απογόνων και πατρίδας, όπλων και την αγαθή του φήμη, είναι παντοτεινά χαμένος.
«Κι εγώ, αφού αισχρά κατέστρεψα το σπίτι μου, ολότελα εκμηδενισμένος θα ακολουθήσω τον Θησέα, σαν βάρκα που την ρυμουλκούν», λέει και μένει ουσιαστικά μόνος- όπως όλοι μας- για να αντιμετωπίσει τις πράξεις του, τα εγκλήματά του, άσχετα αν αυτά προήλθαν από μια τρέλα που τη φύσηξε στο νου του η εκδίκηση μιας θεάς.