ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη μιας ιδιαίτερης γυναίκας, της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα.
Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821, χρονιά εκκίνησης του ξεσηκωμού μας, ένας ξεσηκωμός που βρήκε κατευθείαν την ψυχή της και τη γέμισε επανάσταση και φλόγα, και πέθανε στο ίδιο νησί τον Μάρτιο του 1900, όταν οι φλόγες της είχαν μετατραπεί από καιρό σε στάχτες.
Πατέρας της ο καπετάν Γιάννης Μπούκουρας, ο άνθρωπος που έφτιαξε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα, ένας άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό, τόσο ώστε να δώσει το «ελεύθερο» στην ξεχωριστή φύση της κόρης του να δημιουργήσει.
Παιδούλα ακόμη, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε πάνω τους τις φιλενάδες της, που πόζαραν σοβαρά στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο καπετάν Γιάννης, προσέλαβε δάσκαλο να της μάθει τα μυστικά της τέχνης, τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Η μαθήτρια ήταν άριστη και ο δάσκαλος της έδωσε συστατική επιστολή για να πάει στην Ιταλία για περαιτέρω σπουδές, πράγμα που έγινε στα 1848, στα 27 της χρόνια, μια ηλικία που εκείνα τα χρόνια μια άγαμη εθεωρείτο γεροντοκόρη.
Για να σπουδάσει ζωγραφκή στην Ιταλία (Νεάπολη, Ρώμη και Φλωρεντία) χρειάστηκε να μεταμφιεσθεί σε άνδρα, αφού δεν ήταν δυνατόν να γίνει δεκτή ως γυναίκα. Και το μοιραίο συνέβη εκεί, στην Ιταλία…
Η Ελένη ερωτεύθηκε σφοδρά τον Ιταλό ζωγράφο και επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα και απέκτησε μαζί του τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη (έγινε ζωγράφος), την Σοφία και τον Αλέξανδρο. Για να γίνει ο γάμος, χρειάστηκε να ασπασθεί τον καθολικισμό, όμως αυτό δεν εμπόδισε τον Φραντσέσκο να το σκάσει το 1857 με την ερωμένη του, και φίλη της Ελένης, Τζέην Μπένμαν Χέυ, και να πάρει μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
Δυστυχισμένη, η Ελένη επέστρεψε στην Αθήνα και ζούσε παραδίδοντας μαθήματα ζωγραφικής. Η φυματίωση που χτύπησε την κόρη της Σοφία το 1872, την ανάγκασε να καταφύγει στις Σπέτσες- για καθαρό αέρα- και να μείνει στο σπίτι του αδελφού της. Την ίδια εκείνη χρονιά η Σοφία πέθανε- ήταν μόλις 18 ετών. Η Ελένη, σε χειρότερη ψυχολογική κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα.
Η χαρά θα την επισκεφθεί το 1876, χρονιά που επιστρέφει ο Ιωάννης στην Αθήνα, έχοντας τελειώσει τις ζωγραφικές σπουδές του. Μα, κι αυτή η χαρά δεν πρόλαβε να ανθήσει. Ο Ιωάννης προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878.
Η ψυχή της Ελένης δεν άντεξε τα απανωτά χτυπήματα, το μυαλό της ξέφυγε από την καθημερινή του ρότα και πήρε άλλους, διαφορετικούς δρόμους…
Στα 60 της χρόνια (1881) πήρε ξανά τον δρόμο για τις Σπέτσες, όπου έμεινε μέχρι το θάνατό της (1900).
Υπάρχουν δύο εκδοχές: ή ότι η ίδια έκαψε πριν πεθάνει τα περισσότερα ζωγραφικά της έργα, ή ότι καταστράφηκαν από τους συγγενείς της μετά την ταφή της.
Η Ρέα Γαλανάκη στο μυθιστόρημά της «Ελένη ή ο κανένας» εξιστορεί με τον δικό της τρόπο την ταραγμένη ζωή της- ένα βιβλίο που συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Ο πρώτος πίνακας λέγεται «Απελπισία» και είναι ένα δικό της αριστούργημα, από το οποίο δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου. Ο δεύτερος είναι μια αυτοπροσωπογραφία της, ντυμένη ως μοναχός.