ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
Ώρα 6η πρωινή.
Μόνη μέσα στο σκοτάδι στον Φόρο της Πρέβεζας. Περιμένω το λεωφορείο του Συλλόγου Βορειοηπειρωτών από Λευκάδα.
Ήθελα να πάω. Να πω το τελευταίο αντίο σε εκείνο το νεαρό παλικάρι που έχασε τη ζωή του, ενώ είχαν την επιλογή να τον αφήσουν να ζήσει.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου, Πέτρος Νταλιάρδας, με είχε ενημερώσει την προηγούμενη ημέρα ότι θα ήταν και 3 με 4 κυρίες από την Πρέβεζα και αυτό είχε νικήσει και τους τελευταίους δισταγμούς μου.
Κοίταξα γύρω. Κανένας…
Τηλεφώνησα στον πρόεδρο.
«Δεν βλέπω γυναίκες εδώ».
«Θα τις πάρουμε πιο κάτω», μου είπε.
Αυτή την ενημέρωση, προφανώς είχε.
Το λεωφορείο ήλθε, μπήκα. Η μεγάλη πλειονότητα Βορειοηπειρώτες άνδρες. Μόνο δύο γυναίκες. Ένιωσα άβολα. Κάθισα δίπλα σε έναν σεβάσμιο γέροντα. Ρομποτής Κωνσταντίνος το όνομά του, ετών 83. Λευκαδίτης. Ήρεμη, γαλήνια μορφή. Ήθελε να τιμήσει και αυτός τον Κωνσταντίνο.
Οι κυρίες από την Πρέβεζα ήταν ένα νέο κορίτσι από Πάργα και δύο επίσης νεαρά αγόρια. Θα έλθουν κι άλλοι με τα δικά τους αυτοκίνητα, σκέφτηκα.
Στη διαδρομή μας ως τα σύνορα πήραμε και άλλα άτομα.
Λίγο πριν την Κακαβιά, ο πρόεδρος πήρε το μικρόφωνο.
«Πηγαίνουμε σήμερα στη Βόρεια Ήπειρο για δύο λόγους. Για λύπη και για χαρά. Λύπη, γιατί σκοτώθηκε ένα παλικάρι μας, χαρά, γιατί αυτός ο θάνατος έγινε αφορμή να ακούσει όλος ο κόσμος τη Βόρεια Ήπειρο και η μάνα Ελλάδα. Πηγαίνουμε εκεί ειρηνικά και έτσι θα τιμήσουμε και τον νεκρό, με σεβασμό και χωρίς επεισόδια. Όποιος από όσους είναι εδώ μέσα έχει άλλους σκοπούς να κατεβεί στην επόμενη στάση. Δεν τον θέλουμε μαζί μας».
Χειροκρότημα. Ανάσανα με ανακούφιση.
Η σύνεση και ο υγιής πατριωτισμός αυτού του νέου παιδιού, με εντυπωσίασε, σε όλη τη διάρκεια της γνωριμίας μου μαζί του.
Φθάσαμε στα σύνορα. Ο Έλληνας αστυνομικός μάς ενημέρωσε:
«Γίνονται εξονυχιστικοί έλεγχοι. Αντικείμενα αιχμηρά και επικίνδυνα, σημαίες, ρούχα με σύμβολα εθνικά, τατουάζ, θεωρούνται ανεπιθύμητα και δεν θα σας επιτρέψουν την είσοδο. Όσοι έχετε σημαίες, να τις παραδώσετε σε μας και να συνεχίσετε. Θα τις πάρετε, όταν επιστρέψετε. Μην κρύψετε κάτι στο λεωφορείο, γίνεται έλεγχος και σε αυτό».
«Για τα αντικείμενα το καταλαβαίνω, τις σημαίες γιατί;» Ρώτησα, αν και δεν είχα σημαία μαζί μου. Σήκωσε τους ώμους. Κάποια νέα παιδιά τις παρέδωσαν.
«Δεν πειράζει, δεν τις χρειαζόμαστε. Σημαίες είμαστε εμείς και η παρουσία μας εκεί σήμερα». Ο Βορειοηπειρώτης «Νέστορας» του λεωφορείου…
Μία και κάτι ώρα η διάρκεια παραμονής μας στο ελληνικό έδαφος και ο έλεγχος…
Ο Αλβανός αστυνομικός στην πόρτα.
«Να κατεβείτε ένας-ένας με την ταυτότητα στα χέρια», είπε στα ελληνικά.
Κατεβήκαμε. «Εσείς, κυρία, στη γυναίκα», μου είπε ένας άλλος, πάλι στα ελληνικά.
Η αστυνομικός, ένα νεαρό κορίτσι, προσπαθώντας να είναι αυστηρή, μου είπε στα ελληνικά: «Άνοιξε την τσάντα». Δεν είδε κάτι. «Ωραία… Έχεις τίποτε κάτω από τα ρούχα;» ρώτησε και, πριν προλάβω να απαντήσω, μου σήκωσε ξαφνικά την μπλούζα. Ντράπηκα μπροστά σε τόσους άνδρες, δεν φορούσα κάτι από μέσα, και γέλασα αμήχανα… Το κατάλαβε. Ζήτησε συγγνώμη… Της χαμογέλασα… «Πού πας;» Με ρώτησε. «Στο Βουλιαράτι», απάντησα και την κοίταξα στα μάτια. Διέκρινα τη σκιά στο βλέμμα της. «Από πού είσαι;» Με ξαναρώτησε. «Από Πρέβεζα», είπα. Δεν είπε τίποτε, χαμογέλασε αμήχανη και συνέχισε με την άλλη γυναίκα.
Περιμέναμε πιο πέρα να περάσει και το λεωφορείο από έλεγχο. Η ώρα περνούσε και έλειπαν 6 νέα παιδιά από το λεωφορείο μας. Πληροφορηθήκαμε ότι τα κρατούσαν μέσα και το ίδιο γινόταν και σε άλλα λεωφορεία. Η δικαιολογία, φορούσαν μπλουζάκια με τον ήλιο της Βεργίνας στην πλάτη ή τη Βόρεια Ήπειρο, είχαν τατουάζ στο σώμα, είχαν σημαίες με σύμβολα εθνικιστικά – τις απλές τις επέτρεπαν – ή ακόμη και μπρελόκ. Σε όσους θεωρούνταν ανεπιθύμητοι έδιναν ένα έγγραφο με το οποίο τους απαγόρευαν την είσοδο στο αλβανικό έδαφος για 24 ώρες. Κυπριωτόπουλα, όπως πληροφορηθήκαμε, τα γύρισαν πίσω, χωρίς καμία αιτιολογία, απλά ως ανεπιθύμητα. Προφανώς λόγω και της στάσης της Θεοχάρους. Άλλωστε είναι γνωστή η αλληλεγγύη Κύπρου και Β Ηπείρου.
Η ώρα περνούσε, θα χάναμε την κηδεία. Αποφασίστηκε να φύγουμε χωρίς τα 2 παιδιά, τα άλλα 4 τα άφησαν να έλθουν μαζί μας. Σε επικοινωνία μαζί τους κανονίστηκε να τα πάρουμε στην επιστροφή μας, αφού επέστρεψαν στο ελληνικό έδαφος.
Επιτέλους μισή ώρα πριν την κηδεία μάς άφησαν να φύγουμε…Το ίδιο γινόταν και με άλλα λεωφορεία.
Έμμεσος τρόπος καθυστέρησης και τιμωρίας; Υπερβάλλων ζήλος; Επίδειξη ισχύος;
Από τις 5 τα χαράματα στο πόδι. Ο γέροντας άρχισε τώρα να διαμαρτύρεται, η κούραση νίκησε την υπομονή του.
Αντικρίζοντας τα χώματα της Β Ηπείρου, ένιωσα τη συγκίνηση να με κυριεύει… Φωτογραφίες και ρίγος στο μνημείο των πεσόντων του ’40. Έσκυψα πήρα λίγο χώμα, μου το είχε ζητήσει ο δάσκαλός μου.
Κόσμος πολύς, μέγα πλήθος, ανέβαινε προς το χωριό. Κοίταξα τον σταυρό με τη σημαία να κυματίζει στον ιστό της.
«Εκεί σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος;»
«Όχι, εκεί, κοντά στον μεγάλο λευκό σταυρό», μου είπαν.
Μπορούσε να φύγει, σκέφτηκα, κοιτώντας το τοπίο, πίσω από τον Σταυρό και πάνω από το χωριό…
Βρεθήκαμε στην πλατεία του χωριού, στην οικία δεν προλάβαμε να πάμε, αν και ξεκινήσαμε από τις 6:30 το πρωί.
Εκεί και η κυρία Ελένη Θεοχάρους, η Κύπρια Ευρωβουλευτής που τόλμησε να υπηρετήσει και να τιμήσει την αλήθεια, χωρίς να προκαλεί, παρά μόνο όσους δεν μπορούν να δουν αυτή την αλήθεια….
Είχαμε έναν σύντομο διάλογο:
-Σας συγχαίρω για τη στάση σας.
-Όχι, στάση. Καθήκον!
Με διόρθωσε, φιλική και χαμογελαστή.
Φωτογραφήθηκα μαζί της.
Η νεκρική πομπή κατέβαινε με συνθήματα για τη Βόρεια Ήπειρο και τη Μακεδονία. Κυρίαρχο το «Κατσίφα ζεις, εσύ μας οδηγείς», ο εθνικός μας ύμνος και «ήρωας» και «αθάνατος». Οι ομιλίες συγκινητικές…Το μοιρολόι του Σιάτρα συγκλονιστικό.
Δάκρυα σε όλα τα μάτια…
Πλησίαζα τον κόσμο.
«Είστε συγχωριανός του;» ρώτησα έναν κύριο. «Δεν καταλαβαίνω», μου απάντησε αλβανικά. Επανέλαβα την ερώτηση στη γλώσσα του. «Όχι» απάντησε. Ο φόβος και η καχυποψία στα μάτια τους για το ποια είμαι και γιατί ρωτάω…
Αυτή την καχυποψία και τον φόβο τα είδα διάχυτα παντού… Το παράπονο κάθε φορά που μιλούν για την Ελλάδα.
«Μας άφησαν στην τύχη μας», μου έλεγαν όλοι. «Μας ξεχάσατε… Εμείς όμως είμαστε Έλληνες. Δύο φορές Έλληνες… Γιατί;».
Γέροντες και γερόντισσες σεβάσμιες, νέα παιδιά, όλοι με δάκρυα στα μάτια, με το πάθος για τις δύο πατρίδες, εκεί και εδώ.
Κάθε φορά που οι άνδρες πήγαιναν να μου πουν κάτι παραπάνω, οι γυναίκες τούς σταματούσαν, κοιτώντας γύρω τους. «Μην τα λέτε αυτά…»
Κανάλια αλβανικά και ελληνικά παρόντα. Σε ένα αλβανικό δεν επιτράπηκε η είσοδος στο κοιμητήριο κατά την νεκρώσιμη ακολουθία που έψαλλαν εκεί, στο κοιμητήρι του Αγίου Αθανασίου. Σήκωσαν ντρόουν…
Η οικογένεια ζήτησε να γίνει μία ειρηνική πορεία ως τον κεντρικό δρόμο και αυτό και έγινε με απόλυτη ξανά ηρεμία και τάξη. Ήταν 8 το βράδυ, όταν πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Στο τελωνείο πήραμε τα δύο παιδιά που είχαν κρατήσει.
Ένα από τα παιδιά ισχυρίστηκε ότι τον χτύπησε ένας αστυνομικός κατά τη διάρκεια της έρευνας που του έγινε…»
Γιατί;», ρώτησα.
«Γιατί είναι Έλληνας», πήρα την απάντηση.
Ρώτησα τον ίδιο. «Του απάντησα, όταν με ρώτησε γιατί πάω στην κηδεία, ενώ δεν είναι συγγενής μου, ότι αυτό θεωρώ ότι είναι το σωστό», μου είπε.
Πήραμε την πληροφορία ότι το κορίτσι που μίλησε στην κηδεία κρατείται και αυτή.
Τους ενόχλησε ο πατριωτικός λόγος της, προφανώς…
Ελπίζω να είναι ελεύθερη τώρα.
Στην υπόλοιπη διαδρομή ως την Πρέβεζα χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό μου.
Τι έφταιξε;
Τι κάναμε λάθος, Αλβανοί και Έλληνες;… Τι σημαίνει στην πράξη αυτονομία στη Βόρεια Ήπειρο;… Γιατί τόση καχυποψία και φόβος και από τις δύο μεριές;
Γιατί εμείς οι Έλληνες και οι πολιτικοί μας επιτρέψαμε σε ένα καθεστώς σαν αυτό του Εμβέρ Χότζα να καταδυναστεύσει και τα δικά μας αδέλφια, μαζί με ολόκληρο τον αλβανικό λαό;
Γιατί δεν συνεχίσαμε να δείχνουμε έμπρακτα την αγάπη και το ενδιαφέρον γι’ αυτή την ελληνική γωνιά μέσα στα νέα σύνορα των δύο κρατών;
Μπορούσαμε να τους συνδράμουμε με χίλιους τρόπους. Μπορούμε ακόμη και σήμερα.
Και υλικά και ηθικά, χωρίς να προκαλέσουμε την Αλβανία και τους Αλβανούς, διότι ούτε οι σημερινοί Αλβανοί φέρουν ευθύνη για τις αποφάσεις των μεγάλων τότε δυνάμεων που ο δικός μας ηγέτης τότε υπέγραψε αλλά και οι επόμενοι αποδέχτηκαν.
Είναι βέβαιο πως η Βόρεια Ήπειρος που έδωσε το αίμα των παιδιών της στους ιερούς εθνικούς μας αγώνες αλλά και τα χρήματά τους οι εθνικοί μας Βορειοηπειρώτες ευεργέτες, αν το κράτος στο οποίο θα είχε την αυτονομία της δεν ήταν η Αλβανία με τη φτώχεια της και το Εμβερικό καθεστώς, αλλά η Γερμανία ή η Σουηδία, πάλι την μάνα Ελλάδα θα είχαν στην καρδιά τους οι κάτοικοί της, όπως πράττουν εκατομμύρια μετανάστες μας σε όλον τον κόσμο. Όπως πράττουν εκατομμύρια μετανάστες διαφόρων εθνικοτήτων και οι Αλβανοί. Και αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους.
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Κατσίφα ας γίνει η αφορμή η «κοιμώμενη Ελλάδα» που τόσο αγάπησε, αλλά και όλοι οι Έλληνες να ξαναδούμε με σοβαρότητα τι δεν πράξαμε για τα αδέλφια μας της Βορείου Ηπείρου όλα αυτά τα χρόνια και να το πράξουμε τώρα, μέσα στο πλαίσιο των διεθνών συμφωνιών που υπογράφτηκαν αλλά και με νέες προτάσεις προς την γείτονα χώρα, αλλά και καταγγελίες, όταν και όπου αυτό επιτάσσει το εθνικό μας καθήκον και η ανθρώπινη αλληλεγγύη.
Οι δε γείτονες Αλβανοί, ας δουν με την ίδια σύνεση και σοβαρότητα την ανάγκη να διατηρήσουμε τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών με σεβασμό και στα δικαιώματα της μειονότητας, έτσι ώστε να είναι έτοιμοι για την είσοδό τους στην ΕΕ, η οποία και θα φέρει τη χώρα τους σε μία υγιή και αναπτυξιακή πορεία.
Διότι είναι βέβαιο ότι δεν κινδυνεύουν από τα μπλουζάκια των παιδιών μας ή τα συνθήματα, δεν κινδυνεύουν από την αγάπη των Βορειοηπειρωτών για την Ελλάδα, ότι δεν κινδύνευσαν από το όπλο του Κωνσταντίνου, αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος γι’ αυτούς και την πορεία της χώρας τους, είναι η δική τους εσωστρέφεια και η λανθασμένη ενατένιση της πραγματικότητας και της Ιστορίας.