ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες εμείς τα παιδιά περιμέναμε κάθε βράδυ τις πομπές των μπασιάκων* να έλθουν στα σπίτια μας, να τους κεράσουν οι γονείς μας και να αλληλοπειράζονται, ενώ εμείς, μισοτρομαγμένα και μισοπερίεργα, να τους παρατηρούμε πίσω από της μάνας το φουστάνι και να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι είναι, άνθρωποι ή μπούσηδες* που ήρθαν να μας τιμωρήσουν για τις αταξίες μας. 

Κι εκείνοι, νέοι άνδρες του χωριού μας συνήθως, ντυμένοι με παλιά ρούχα και τις γίδινες καπότες* στους ώμους, χόρευαν και βροντούσαν τα δεμένα στη μέση κουδούνια τους. Τα πρόσωπά τους κρυμμένα πίσω από τις χειροποίητες προσωπίδες που το κάλυπταν ολόκληρο, όπως και το άγχος τους να ολοκληρώσουν την παράστασή τους, πριν  αναγνωριστούν από τον νοικοκύρη, γιατί θα χαλούσε έτσι όλη η μαγεία.

Και να φεύγει η μια πομπή και να τη διαδέχεται άλλη και ύστερα άλλη, μέχρι που ερχόταν τα μεσάνυχτα πια και όλοι μαζεύονταν σπίτια τους να καρτεράνε να έλθουν το Σάββατο και η Κυριακή της Αποκριάς.

Και έβγαιναν τότε ξανά οι μπασιάκοι-κωμαστές, αυτή τη φορά στους δρόμους του χωριού, ντυμένοι πάλι σαν τους Σατύρους, τους ακόλουθους του θεού Διόνυσου. Και τηρώντας, χωρίς να το έχουν από κάποιον διδαχτεί, την τελετουργία των αρχαίων Ανθεστήριων, τη γιορτή της λατρείας του θεού του οίνου, του γλεντιού, της βλάστησης και της γονιμότητας, έπιαναν τις στράτες και πείραζαν με άσεμνες χειρονομίες τους διαβάτες. Βροντούσαν και πάλι τα κυπριά στη μέση τους, καθώς τριγύριζαν τις παρέες χορεύοντας και χτυπώντας με τα σακουλάκια με τη στάχτη τους συγχωριανούς. Τα δε γουρουνάντερα που άφηναν τον γνωστό ήχο στα χέρια τους, προκαλούσαν το γέλιο και την ψεύτικη οργή των γηραιότερων. Γι αυτό έτρεχαν γρήγορα μακριά, για να αποφύγουν την τιμωρία.

Μέσα στις πομπές αυτές τα νεότερα χρόνια οι μπασιάκοι αναπαριστούσαν και τον γάμο σε ένα είδος παρωδίας με άνδρες στον ρόλο του γαμπρού και της νύφης και τους μπασιάκους να ακολουθούν στον γνωστό κωμικό τους ρόλο.

Και τέλος οι πομπές αυτές των κωμαστών-μπασιάκων μαζεύονταν στην πλατεία, όπου είχε συγκεντρωθεί όλο το χωριό, και έστηναν ένα γλέντι τρικούβερτο, παρασύροντας ακόμη και τις συνεσταλμένες και χαμηλοβλεπούσες γυναίκες μας στον χορό και το τραγούδι ως το ξημέρωμα…

Στα δρώμενα δεν συμμετείχαν παλιότερα οι γυναίκες, όπως και στην αρχαία εποχή. Αλλά η χειραφέτηση της γυναίκας στα νεότερα χρόνια έφερε την ανατροπή για τα τότε ήθη και πίσω από τις προσωπίδες και τα παλιόρουχα των μεταμφιέσεων διέκρινες εύκολα την γυναικεία χάρη των πιο τολμηρών από το «αδύναμο» φύλο.

Όμορφα έθιμα, συνέχεια της αρχαίας διονυσιακής λατρείας που εμείς οι απόγονοι των Πελασγών Αρβανίτες τα κρατήσαμε ζωντανά μέχρι και τη δεκαετία του ‘60.

Γιατί μετά μας κυρίευσαν κι εμάς ο εκσυγχρονισμός και η ξενομανία…

Καλές Απόκριες, χαρούμενα Κούλουμα και καλή Σαρακοστή σε όλους!

*Μπασιάκος/ προσωπιδοφόρος, μασκοφόρος. Η λέξη παραπέμπει στο «Βάκχος».

*Μπούσης/ φόβητρο για τα παιδιά, μπαμπούλας της περιοχής Φαναρίου, όπως και ο Μπούμης/γήταυρος. Ταυτίζεται με τη λέξη της αρχαίας ελληνικής βως/ βους, βόδι, ταύρος και το δωρικό βώσαι αντί βοήσαι του βοώ. 

*Καπότα/κάπα βοσκών, σε μαύρο χρώμα, υφασμένη από έριο αίγας. Απαραίτητη τον χειμώνα, διότι και από το κρύο προφύλασσε και το νερό της βροχής δεν απορροφούσε. Οι λευκές ή γκριζόλευκες στη Λάκκα Σουλίου λεγόταν κανούτες, όπως και οι αίγες από τις οποίες ελάμβαναν το μαλλί. 

 

Books and Style

Books and Style