ΤΗΣ ΓΙΩΤΑΣ ΚΛΟΥΤΣΟΥΝΗ
Απόψε θα βγω, είπε.
Ετοίμασε το μαύρο φόρεμα
που χάιδευε το κορμί της…
Τις ψηλοτάκουνες γόβες της…
Τα δαντελωτά της εσώρουχα
κι εκείνα μαύρα.
Κι ένα διχτυωτό καλσόν.
Μπήκε στο μπάνιο κι άφησε το καυτό νερό,
να κυλήσει επάνω της.
Γέμισε την μπανιέρα μέχρι επάνω
και άδειασε το αγαπημένο της αφρόλουτρο.
Βούλιαξε στο νερό και ξάπλωσε πίσω.
Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να ψηλαφίζει
σιγά σιγά το στήθος της.
Από τη μασχάλη προς τη θηλή.
Κι από τη θηλή γύρω γύρω.
Οι ρόγες της είχαν σκληρύνει.
Την ερέθιζε αυτή η διαδικασία
μέσα στο καυτό νερό.
‐Ωραία εσύ…
Είπε, και ξεφύσηξε ανακουφισμένη.
Έψαχνε το άλλο στήθος τώρα.
Κάνοντας τις ίδιες αργές
και προσεχτικές κινήσεις.
Για μια στιγμή της φάνηκε πως κάτι έπιασε.
Τρόμαξε.
Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της…
Ψηλαφώντας ξανά και ξανά.
Ναι…
‐Τώρα μάλιστα, είπε.
Τα μάτια της βούρκωσαν ασυναίσθητα.
Σηκώθηκε και έριξε νερό στο σώμα της
να φύγουν οι σαπουνάδες.
Δεν μπορούσε να το δει.
Ήταν ακριβώς κάτω από το στήθος της.
Πήγε μπροστά στον καθρέφτη και τεντώθηκε
να δει τι ήταν αυτό που έπιανε.
Πως δεν το είχε παρατηρήσει;
Ήταν μεγάλο σαν ένα δίευρο.
Έμοιαζε σαν ένα πρισμένο κέρμα.
Θεέ μου…
Τι θέλει αυτό στο σώμα μου, σκέφτηκε.
Κοίταξε τα ρούχα της
και το κατακόκκινο κραγιόν της.
Τι θα κάνω; σκέφτηκε.
Πάλι τα ίδια;
Σήκωσε το κινητό της
και πήρε τηλέφωνο το γιατρό της.
‐Έλα Κώστα…
Κάτι βρήκα όπως έκανα μπάνιο.
Θα έρθω το πρωί στο νοσοκομείο.
Φοβάμαι…
Ο γιατρός και φίλος της
προσπάθησε να την καθυσηχάσει.
Μα εκείνη ήξερε.
Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά
που το περνούσε όλο αυτό.
Πόνεσε το σώμα της στην ιδέα.
‐Θα τα πούμε αύριο, του είπε
κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Σηκώθηκε και ντύθηκε με γρήγορες κινήσεις.
Ήθελε να τη φυσήξει αέρας.
Να μπει στο αυτοκίνητο με ανοιχτά παράθυρα
και τέρμα τη μουσική.
Να μην γυρίσει πίσω πριν τελειώσει η βενζίνη.
Να φύγει ήθελε.
Όπως πάντα.
Όπως πάντα, όταν κάτι την πόναγε.
Κι έφυγε.
Σε μια στροφή…
Σ’ ένα φανάρι που δεν πρόσεξε.
Που δεν το είδε
γιατί είχαν θολώσει τα μάτια της.
Την βρήκαν έξω απ’ το αυτοκίνητο,
μέσα στα αίματα και τα δάκρυα.
Ακόμα δεν είχαν προλάβει
να στεγνώσουν τα δάκρυα.
Κάποιος έπιασε το χέρι της
να βρει το σφυγμό της…
Ζει…
Ακόμα ζει, νομίζει πως τον άκουσε να λέει.
Ύστερα άκουσε σειρήνες…
Ύστερα κενό.
Ούτε πόνος, ούτε τίποτα.
Κενό.
Μιά γλύκα στα χείλη της
την ξύπνησε απ’ το λήθαργο.
Ήταν μια νοσοκόμα που της έβρεχε τα χείλη.
Πόση γλύκα έχει η ζωή, σκέφτηκε.
‐Είμαι έτοιμη, μουρμούρισε σιγανά.
‐Ορίστε;… είπε η νοσοκόμα.
‐Πάρτε το γιατρό μου τηλέφωνο, της ειπε…
Και της έδειξε το κινητό της.
‐Κώστα, είχα ένα τροχαίο…
‐Ήρθα στο νοσοκομείο.
‐Ναι, είμαι καλά και είμαι έτοιμη για μάχη.
Δεν θα με βάλει αυτό κάτω, εγώ θα το βάλω.
Η ζωή έχει πολύ γλυκιά γεύση.
Οι εξετάσεις της ήταν θετικές.
Ναι, ήταν καρκίνος.
Και, ναι… πάλεψε ακόμη μία φορά.
Ακόμα και τώρα.
Ήσυχα και θαρραλέα.
Για μια ακόμα φορά.
Γιατί ήθελε να ζήσει πολλές στιγμές ακόμα.
Να χαμογελά και να ζει στιγμές.
Για όσο…