Αγαπητή μου Έλενα,
Κατ’ αρχάς δεν θα παραλείψω να σου εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια.
Έκανες τόσο κόπο, πήγες πολύ πίσω στην Ιστορία μας, τόσο μακριά στη συγγένεια με τον εκλιπόντα, «τρέχα γύρευε, πορδής αγγόνι» έλεγαν οι παλιοί…
Αλλά θα σε μαλώσω, βρε, διότι, αφού έκανες τόσο κόπο, ένα βήμα δεν το τόλμησες λίγο πιο πίσω, δεν έφθασες και στο δοξασμένο 1912-13 και τους βαλκανικούς πολέμους, να βρεις τον πιο κοντινό συγγενή, τον παππού του εκλιπόντα, τον στρατηλάτη και απελευθερωτή και της Ηπείρου μας, Κωνσταντίνο Α.
Ή αυτόν πέρασες και δεν ακούμπησες, διότι δεν σε συνέφερε μήπως;
Και η «αποκαλυπτική» και «θριαμβευτική» κατά των Γλύξμπουργκ δημοσίευσή σου βασίζεται επιλεκτικά σε μία μόνο παράγραφο, και δη όχι ολόκληρη, από την επιστολή την οποία πράγματι απέστειλε την 19η Δεκεμβρίου 1921 ο πρίγκιπας Ανδρέας στον Ιωάννη Μεταξά, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Όλοι άλλωστε γνωρίζουμε ότι ο Μεταξάς υπήρξε έμπιστος των βασιλέων, όπως και του παππού του εκλιπόντος, Διαδόχου Κωνσταντίνου Α. Χάρη δε στο μεγαλοφυές σχέδιο το οποίο εκπόνησε για την εκπόρθηση των Ιωαννίνων και συμφώνησε ο Διάδοχος να εφαρμόσει, απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα.
Πόσοι Γιαννιώτες το γνωρίζουν αυτό και πώς τον τίμησαν είναι μια μεγάλη κουβέντα και δεν θα την κάμουμε σήμερα.
Παρέλειψες, επίσης, εσκεμμένα να αναφέρεις ότι ο πρίγκιπας Ανδρέας είχε ήδη αντιληφθεί την καταστροφή που ερχόταν και αναφέρει στην ίδια επιστολή προς τον Μεταξά:
«(…) Η κατάστασις του στρατού δεν μου εμπνέει μεγάλην πεποίθησιν, η ορμή του εξηντλήθη και αν παραμένη ησύχως επί της γραμμής του, το πράττει, διότι νομίζει ότι θα έχωμεν προσεχή την ειρήνην. Αν όμως αι διαπραγματεύσεις παραταθούν υπέρ το δέον ή εάν ο Γούναρης επιστρέψη άπρακτος, συνεπώς με εξακολούθησιν του πολέμου, τότε; Δεν νομίζω ότι ο στρατός θα είναι εις κατάστασιν να αντιμετωπίση σοβαράν ενέργειαν του εχθρού, αποτυχία δε εις εν σημείον του μετώπου θα παρασύρη αφεύκτως το επίλοιπον και τότε θα σταματήσωμεν πού; Τότε διά μιας μονοκονδυλιάς χάνομεν ολόκληρον το ζήτημα ή μάλλον τας θυσίας και δεν θα ωφελήσουν πλέον τίποτε αι αισιοδοξίαι των αξιοτίμων Γούναρη και Φώντα…. Πρέπει να παύσωμεν μπλοφάροντας και να αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν οία πραγματικώς είναι. Διότι επιτέλους τι είναι καλύτερον; Να πέσωμεν εις την θάλασσαν ή να φύγωμεν προ του λουτρού;… Τι θα κερδίσωμεν όμως με μίαν καταστροφήν ή επιτέλους με μίαν ήτταν ενταύθα; Διατί να κυνηγώμεν σκιάς ενταύθα αντί να κυνηγώμεν την πραγματικότητα εν Ηπείρω και Θράκη;(…)».
Ο ίδιος δε ο Μεταξάς την 25η Μαρτίου 1921 σε συζήτηση που είχε με τον Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη και Εξαδάκτυλο και σε ερώτηση πώς βλέπει την κατάσταση, είχε απαντήσει: «(…)αγνοώ τας λεπτομερείας της τακτικής καταστάσεως, έχω όμως την εντύπωσιν ότι αι δυνάμεις είναι ανεπαρκείς διά την επιχείρησιν. Ήρκει να αναλογισθή τις μόνον το μέτωπον μήκους υπέρ τα 300 χιλιομ. και το βάθος ακόμη περισσότερον, το μήκος των συγκοινωνιών, το δυσχερέστατον του εδάφους, την εχθρότητα των κατοίκων. Εξέφρασα την απορίαν μου πώς απεφασίσθη τόσον σπουδαία επιχείρησις-δηλ. η της καταλήψεως της Αγκύρας- με τόσον ασθενείς δυνάμεις. Μοι εξήγησαν τότε διά μακρών ότι εβασίσθησαν επί των βεβαιώσεων των διευθυνόντων τον εκεί στρατόν, οίτινες και ούτοι εβασίσθησαν επί των αποτελεσμάτων των μέχρι Ιανουαρίου επιχειρήσεων και ιδία επί της τότε γενομένης μεγάλης προς Εσκή Σεχήρ αναγνωρίσεως. Απήντησα ότι έδει ευθύς εξ αρχής να εννοηθή ότι επρόκειτο περί πολέμου προς την Τουρκίαν, προς ολόκληρον δηλ. το Τουρκικόν Έθνος…»
Αρνήθηκε δε ο ίδιος την Αρχιστρατηγία που του προτάθηκε, ιδιαίτερα ευφυής ων, ως απεδείχθη.
Όπως βλέπεις, καλή μου Έλενα, και όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί στοιχειωδώς με το τραγικό αυτό κομμάτι της Ιστορίας μας, η εκστρατεία υπήρξε καταδικασμένη από την αρχή και δεν απέτυχε, λόγω του πρίγκιπα Ανδρέα και του «λάθους» του, όπως θες να το παρουσιάσεις.
Η προσπάθεια δε να στρέψεις τους μικρασιατικής καταγωγής Έλληνες εναντίον των βασιλέων και όσων σήμερα εκφράζουν την συμπάθειά τους προς τον αποθανόντα, πέφτει στο κενό, διότι αυτή η ήττα βαραίνει ολόκληρη την τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και λυπάμαι που δεν το βλέπεις.
Ούτε η παράγραφος που απομόνωσες σκόπιμα και τα παραφρασμένα, επίσης σκόπιμα, από εσένα λόγια που ειπώθηκαν σε εμπιστευτική επιστολή προς έναν φίλο, στιγματίζουν ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια. «Θα έπρεπε», γράφει, δεν είπε θα τους αφήσουμε να τους σφάξει ο Κεμάλ. «Δεν σέβονται οι αχρείοι το αίμα που χύσαμε», γράφει, και ούτε εγώ ούτε συ ήμαστε εκεί, για να κρίνουμε πόσο προκατειλημμένος ήταν ή δεν ήταν ο πρίγκιπας, διότι πολλοί ιστορικοί έχουν διαφορετική άποψη από τη δική σου για την αντιμετώπιση από Μικρασιάτες της εκστρατείας, την οποία, βενιζελικοί όντες, την θεωρούσαν πρωτοβουλία και ενέργεια βασιλική…
Ο ίδιος δε στην ίδια επιστολή επισημαίνει την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ανωτέρα διοίκηση και τα σοβαρά προβλήματα της εκστρατείας αναφέροντας:
«Ήκουσα και άλλο. Το γόητρον της ανωτέρας διοικήσεως εκλονίσθη παρά τω στρατεύματι-γνωρίζεις ότι εγώ προσωπικώς απώλεσα προ πολλού πάσαν εμπιστοσύνην εις αυτήν(…)Όταν μάθουν οι στρατιώται ότι απολύονται και ότι οι αξιωματικοί τους εμποδίζουν να φύγουν, θα μας δέσουν, αν δεν μας σκοτώσουν εν απολύτω δικαίω (…)»
Σημασία έχει ότι καταδικάστηκε για το «λάθος» του στο πεδίο της μάχης, το οποίο και ο ίδιος και άλλοι στρατιωτικοί και ιστορικοί δεν παραδέχονται, και μάλιστα με την εσχάτη των ποινών. Όπως βλέπεις, δεν τον αθώωσαν κι ας ήταν πρίγκιπας, γλίτωσε τον θάνατο προς μεγάλη σου λύπη, διότι προφανώς όλοι γνώριζαν πως δεν ήταν η δική του «ανυπακοή» η αιτία που στοίχισε την ήττα και την μικρασιατική καταστροφή…
Θα μπορούσα να καθίσω κι εγώ και να σου αραδιάσω ένα σωρό ανδραγαθήματα πολλών άλλων βασιλιάδων της Ελλάδας σε απάντηση της ανάρτησής σου, αλλά θα μας πάρει η νύχτα και δεν θέλω να σε κουράσω. Είμαστε και μεγαλοκοπέλες, χρειαζόμαστε την ηρεμία μας, το χαμομηλάκι μας και τις κρεμούλες μας, για να είμαστε την άλλη μέρα φρεσκαδούρες-τρομάρα μας- και να αναζητάμε με ζηλευτή σπουδή στοιχεία σε βάρος των πάλαι ποτέ βασιλέων της χώρας μας.
Όσο για μας τους «ακροδεξιούς» και φαν της δυναστείας των Γλύξμπουργκ που απεχθάνεσαι, τέντωσε τα αυτιά σου και άκουσε προσεχτικά.
Όχι, κυρία Ακρίτα, δεν είμαστε ούτε ακροδεξιοί εθνικιστές με την έννοια που εσύ και οι ομοϊδεάτες σου αποδίδετε στις λέξεις, ούτε οπαδοί κανενός βασιλιά και καμίας βασιλείας. Το πολίτευμα άλλαξε με δημοκρατικό δημοψήφισμα το 1974, ψήφισαν και οι γονείς μας και ο κεντρώος πατέρας μου κατά της βασιλείας,- εμείς ήμαστε τότε ανήλικοι-, το σεβάστηκε ο ελληνικός λαός και οι φιλοβασιλικοί, αλλά πρώτος από όλους ο αποθανών τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας, πάνω στον τάφο του οποίου δημοσίευσες την «ανακάλυψή» σου, για να αποπατήσεις.
Και δεν άρπαξε ούτε τα όπλα για να επιστρέψει στον θρόνο, όπως έπραξαν ορισμένοι άλλοι για να επιβάλουν την ιδεολογία τους, ούτε αναμείχθηκε στην πολιτική και αυτός και οι γιοι του. Και μεταξύ μας, αν το έπραττε, πολύ διαφορετικό θα ήταν σήμερα το πολιτικό σκηνικό στη χώρα μας, δεν συμφωνείς;
Εμείς, Έλενά μας, δεν προσκυνάμε ούτε βασιλιά ούτε αφέντη, ακολουθούμε τον Έλληνα και Μακεδόνα βασιλιά μας που απαγόρευε να τον προσκυνούν ο λαός, οι αξιωματικοί του και οι στρατιώτες του. Είμαστε και απόγονοι Σουλιωτών, αν έχεις ακουστά, που κι εκείνοι δεν προσκυνούσαν ούτε τους αγάδες, αλλά τους χαιρετούσαν σαν ίσος προς ίσο, λέγοντας μονάχα, όρθιοι και περήφανοι, «καλώς σας ηύραμαν, αγάδες»!
Έχουμε αυτό που εσύ δεν κατάφερες ούτε στον θάνατο ενός ανθρώπου να βρεις μέσα σου. Την Αλήθεια και τη μεγαθυμία των αρχαίων ημών προγόνων και μ’ αυτές πορευθήκαμε και θα πορευθούμε στους αιώνες μέσα από τα παιδιά και τα εγγόνια μας, σεβόμενοι τους νεκρούς, ακόμη και όταν είναι εχθροί μας. Και μη μου πεις ότι δεν χρειάστηκαν μεγαλείο ψυχής και περίσσευμα μεγαθυμίας οι μισητοί σε εσένα δεξιοί, ώστε να συγχωρήσουν λχ τον Χαρίλαο Φλωράκη και να σεβαστούν την ταφή του με τιμές και δημοσία δαπάνη…
Ο τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας απόθανε, κυρία Ελένη μας,
«εβγάτε στήστε τον χορό,
απόθανεν ο «λύκος»»,
απόθανεν κι ο σεβασμός, και η ανθρωπιά σας μήπως;…
Άφησε, λοιπόν, τα μαθήματα Ιστορίας στους ειδικούς και κοίτα να γράψεις κανένα μυθιστόρημα, τα καταφέρνεις καλά σ’ αυτό, εκτιμώ τη δουλειά σου.
Καλή δύναμη, θα σου χρειαστεί τη Δευτέρα, για να αντέξεις τον σεβασμό και τη μεγαθυμία που θα σκεπάσουν ολόκληρη την Αθήνα…