ΓΡΑΦΕΙ Η ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ
Νησιά κι ακρογιάλια διάσπαρτα στο θαλασσινό ατλάζι. Κι οι φάροι τους μονάχοι, σιωπηλοί, στημένοι σε κάποιον μακρινό βράχο, μόλις πέφτει το σκοτάδι να σχηματίζουν μια γιρλάντα από φως. Καλοπροαίρετοι γίγαντες που συντροφεύουν με το φιλικό τους σινιάλο τα περαστικά καράβια. Παλιά, πριν η τεχνολογία μπει στη ζωή τους, ψυχή τους ήταν ο φύλακας του φάρου, ο φαροφύλακας. Τώρα πια μείνανε λίγοι να τους ζωντανεύουν. Στο νου όμως των ανθρώπων παραμένουν δεμένοι άρρηκτα μεταξύ τους. Γι αυτούς έχουν γραφτεί ιστορίες πολλές και παραμύθια, που μιλάνε για αφοσίωση, ακόμα και για στοίχειωμα του φάρου, που ο φύλακάς του είχε υπηρετήσει με πίστη, δίνοντας ακόμα και τη ζωή του, για να μη μείνει ο φάρος του αλειτούργητος και το καράβι βρεθεί στις ξέρες που το απειλούσαν. Κι οι μικρές φωτεινές αναλαμπές με την ψυχή τους ή και χωρίς αυτήν, συνεχίζουν το αέναο φωτάναμά τους, χαράζοντας έτσι το μονοπάτι που ενώνει το Αρχιπέλαγος απ’ τη μια άκρη ως την άλλη.
Μια τέτοια ιστορία θα σας πω, που κι εμένα μου την είπε ένας γέροντας ναυτικός. Τον ήξερα από παιδί τον μπαρμπα Μαθιό, από τότε που έτρεχα πιτσιρικάς στ’ ακρογυάλια και τις αλάνες. Έλειπα χρόνια, κάτι οι σπουδές, κάτι οι μεταθέσεις απ’ όταν διορίστηκα. Βρισκόμασταν όμως πια συχνά-πυκνά από τότε που μετατέθηκα σαν δάσκαλος στη Χώρα και τα λέγαμε. Μου άρεσε να τον συντροφεύω και να τον ακούω να μιλάει για τις μέρες που ήταν νιος κι αρμένιζε, για μέρη που δεν θα ‘βλεπα ποτέ.
Είχε αποσυρθεί πια, μα την θάλασσα δεν την άφησε, αλλά και πώς μπορούσε να την αφήσει καθώς την είχε ολόγυρά του. Με μια βάρκα βρισκόταν ξανά στην αγκάλη της, πότε να ρίχνει τις κοφίνες για κανένα ψαράκι, πότε να ξαπλώνει στον πάγκο να αφήνεται να τον νανουρίζει το κύμα λικνίζοντάς τον γλυκά. Σ’ ένα νησόπουλο πιο πέρα, πάνω σε μια μπουκιά γης, υψωνόταν ο φάρος, από τους παλιούς, όλος από πέτρα γερή, να κάνει σινιάλο στα καράβια. Είχε ένα αραξοβόλι κι ένα κηπάκι με λίγα λουλούδια που αντέχανε στην αρμύρα. Με τον φαροφύλακα ο μπαρμπα Μαθιός, με τον Κοσμά, είχε πιάσει φιλίες και πέρναγε από κει ταχτικά. Μ’ άδεια χέρια δεν πήγε ποτέ κι ας είχε ο Κοσμάς να τον φιλέψει του κόσμου τα καλά. Πότε με την ψαριά της μέρας, πότε με ζαρζαβάτια απ’ το πεζούλι του και πάντα με το καραφάκι το ούζο, το τσίπουρο ή λίγο κρασάκι, ό,τι του βρίσκουνταν. Ένας άνθρωπος με όλα του μακριά ήταν ο Κοσμάς, χέρια, πόδια, μούρη λες και κάποιος τον είχε τραβήξει. Κι είχε ένα βλέμμα πάντα μελαγχολικό. Μόνος του βρέθηκε στη ζωή, μόνος παρέμεινε. Ούτε μάνα ούτε πατέρας, ούτε γυναίκα και παιδιά.
Μια μέρα, με το μάτι στυλωμένο στη θάλασσα κάτι μουρμούρισε ο Κοσμάς.
«Δε θα είμαι για πολύ εδώ.»
«Τι τσαμπουνάς εκεί;» Ξαφνιάστηκε ο μπαρμπα Μαθιός.
«Είδα ένα όνειρο.»
«Ε, και;»
«Είδα καράβια να πλένε στη στεριά σα να ‘τανε μέσα στο νερό και μια κληματαριά λέει, να ξεφυτρώνει μέσα από τη θάλασσα και τα τσαμπιά της κρέμουνταν κατακόκκινα. Μα σαν έκανα να κόψω, σάπισαν και γίνηκαν μαύρα, μαύρα σαν το κατράμι.»
Ο μπαρμπα Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του.
«Ε, όνειρο ήταν και πάει. Μη σκιάζεσαι.»
Μα ο Κοσμάς κούνησε μόνο το κεφάλι και δεν μίλησε.
Καθόμασταν στο καφενεδάκι πάνω στο ύψωμα. Ο μπαρμπα Μαθιός με μάτια μισόκλειστα ατένιζε μακριά το πέλαγος που ξανοιγόταν μπροστά. Μασούλαγε τις άκρες από τα μουστάκια του σα να ‘θελε κάτι να πει που δεν το έλεγε. Στο τέλος σα να το αποφάσισε.
«Σε σένα Λαμπρινέ μου θα ‘ν το πω, γιατί, πιστεύω, δε θα με περιγελάσεις. Τον έχω δει.»
«Ποιον έχεις δει;»
«Τον Κοσμά. Κι όχι μιά και δυό κι ούτε μόνο εγώ. Τον έχουν δει κι από τα καράβια, όχι τον ίδιο, μα το φως του φάρου.»
Μου ήρθε να γελάσω με τις φαντασιοπληξίες του γέρου, μα δεν το ‘δειξα.
«Δεν ξέρω αν… βλέπεις τον Κοσμά, Θεός σ’χωρέσ’ τον, αλλά να βλέπουν τα καράβια το φως του φάρου λογικό μου φαίνεται. Τώρα πια οι φάροι ανάβουν μόνοι τους, δεν χρειάζονται φαροφύλακα.»
Ακούστηκε η ειρωνεία στη φωνή μου όσο κι αν προσπάθησα να την κρύψω κι αυτός γύρισε το μάτι και με κοίταξε στραβά.
« Σκέφτηκα πως εσύ δεν θα με περιγελούσες…..ας είναι. Μα να μη μιλάς σαν δεν ξέρεις.»
Αρπάχτηκε και το βούλωσα, γιατί η αλήθεια είναι, πως δεν είχα πολύ καιρό που είχα γυρίσει για να έχω μάθει όλες τις αλλαγές που μπορεί να είχαν ή να μην είχαν γίνει. Τον είχα στεναχωρέσει και δε μου πήγαινε η καρδιά να τον βλέπω στεναχωρεμένο, γι αυτό τον πίεσα να συνεχίσει.
«Όχι, το λοιπόν, τούτος.» Χτύπησε με την παλάμη το σιδερένιο τραπεζάκι. «Σ’ άλλους, ναι, βάλανε μηχάνημα. Αυτός λέει, ήταν ασύμφορος και τον αφήσανε να ρημάξει. Εγώ μαθές τον είχα βρει τον Κοσμά, ξερό στο πάτωμα κι απ’ τη μύτη του έτρεχε μαύρο αίμα. Κάτι στο κεφάλι είπαν οι γιατροί. Μετά έκανα να πάω καν ένα χρόνο καν δυό. Δε μπόραγα να τον δω άδειο κι έπειτα είχε πάρει να χαλάει. Πέφτανε οι πέτρες από τη σκουριά που τις έτρωγε, πέφτανε τα πατώματα, σάπιζαν τα παραθύρια. Άμα δε βρεθεί άνθρωπος να το φροντίσει, ό,τι και να ‘ναι, για σπίτι, για βάρκα, για φάρος, έτσι γίνεται το τρώει η θάλασσα πριν καν το πάρεις μυρουδιά.»
Σταμάτησε να πάρει ανάσα, να πιει και μια γουλιά από τον καφέ του που κρύωνε και ξανάπιασε την κουβέντα από κει που την είχε σταματήσει.
«Μια νύχτα γύρναγα με την βάρκα και τότε το είδα το φως ν’ αναβοσβήνει. Μπα, είπα, στείλανε άλλονα; Και την άλλη μέρα ξαναπάτησα στον φάρο που είχα να πάω απ’ όταν βρήκα τον Κοσμά πεθαμένο. Τίποτα, κανείς. Πέρναγα και ξαναπέρναγα, μέχρι που μια μέρα τον είδα ολοζώντανο να μου γνέφει. Είπα κι εγώ πως ήταν της φαντασίας μου, μα από τότε τον έχω δει κι άλλες φορές. Τον χαιρετάω κι εγώ.»
Έπεσε σιωπή, μα δεν κρατήθηκα για πολύ.
«Και τα καράβια πού το ξέρεις πως είδαν το φως;»
«Ε, από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε. Κι ο κουμπάρος ο Στρατής, που τώρα ξεμπάρκαρε, να κι αυτός το έλεγε. Τράβα να τον ρωτήσεις άμα θες. Στείλανε να δουν μη και κάποιος πήγαινε κι άναβε καμιά φωτιά, αλλά τίποτα. Τώρα λένε θα τον φτιάξουν επειδή είναι παλιός να τονε κάνουν μουσείο. Κουταμάρες! Τα μουσεία είναι για πράματα άψυχα, αυτός ο φάρος έχει ψυχή, την ψυχή του Κοσμά.»
Είχαμε απομείνει μόνοι πια, το μούχρωμα έπεφτε κι εκεί στα τελευταία λόγια ένας αέρας σηκώθηκε. Μου φάνηκε σαν αυτά τα λόγια να τα επαναλάμβανε κάποιος ξανά και ξανά «….την ψυχή του Κοσμά…..την ψυχή του Κοσμά…..». Ανατρίχιασα κι έκαμα τον σταυρό μου κι έπειτα με παραγγελία του γέρου, που ήξερε πως τα καταφέρνω σ’ αυτά, έγραψα κάτι στίχους να μπουν στο μνήμα του Κοσμά.
«Ο ουρανός τραβάει τη γη, γκρίζος σαν το μαγνήτη
Ανάβει-σβήνει η αστραπή, φάρος μονάχος στη σιωπή κι ο φύλακάς του λείπει.
Το φως που σβήνει ολόγυρα το όνειρο θαμπώνει
Καράβια πλέουν στη στεριά και μέσα από τη θάλασσα κληματαριά φυτρώνει.»