ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗ
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μικροφίλμ» του συγγραφέα Πάνου Μυρμιγγίδη. 25 ιστορίες. Ένας πρωταγωνιστής. Ιστορίες μιας ανάσας.
Πειραιάς, Θησείο, παλιές αποθήκες, ταράτσες, μουσικές, μπαλκόνια, το Κέντρο της Αθήνας, στιγμές που έφυγαν και αναμνήσεις που έρχονται. Σημάδια ζωής που ξέρουν πάντα να αντέχουν. Αυτό το φιλμ κρατάει πολύ λίγο. (Το «Μικροφίλμ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη)
3.
Εκείνος ο χειμώνας ήταν αρκετά βαρύς. Είχε αλλάξει η χρονιά και τα χιόνια είχαν κάνει την εμφάνιση τους τρεις μέρες μετά.
Εκείνο το πρωινό είχα ξυπνήσει με μια περίεργη διάθεση περιμένοντας κάτι, αλλά δεν ήξερα τι. Ήταν σύνηθες φαινόμενο αυτό μιας και ήμουνα 21 χρονών, οπότε οι περίεργες αδημονίες που δεν οδηγούσαν πουθενά με στοίχειωναν αρκετά συχνά.
Ήπιαμε καφέ στο σπίτι μου με έναν φίλο από δίπλα λέγοντας διάφορα και λίγο πριν το μεσημέρι χωριστήκαμε για να φάμε. Αφού φάγαμε μιλήσαμε απ’ το μπαλκόνι και μου είπε ότι θα έπεφτε για ύπνο, και πως αν χιόνιζε όπως είχαν πει στις ειδήσεις, να τον έπαιρνα τηλέφωνο. Του είπα πως δεν είχα όρεξη για μεσημεριανά όνειρα και ότι στα σίγουρα θα τηλεφωνούσα αν χιόνιζε.
Μετά από λίγο βγήκε στο μπαλκόνι ένα φιλαράκι από απέναντι και μου έκανε νόημα.
– Θα ‘ρθεις από ‘δω; μου είπε
– Έρχομαι
Έβαλα μπουφάν και κίνησα για απέναντι. Με το φιλαράκι αυτό, τις συνηθίζαμε τις μεσημεριανές συναντήσεις, παρέα με καλή μουσική και κονιάκ. Κάτσαμε όπως πάντα στο μικρό σαλόνι, που ήταν περισσότερο τραπεζαρία παρά σαλόνι, και αφού έβαλε κονιάκ πήγε δίπλα απ’ το στερεοφωνικό που είχε τα cd του και άρχισε να ψάχνει.
Έπιασε ένα των Στέρεο Νόβα και το έβαλε. Αφού ήρθε και έκατσε στην διπλανή καρέκλα ξεκίνησε να μου λέει για την πρώην του, που την αγαπούσε ακόμα και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχανε χωρίσει. Η μουσική των Στέρεο Νόβα ήταν ό,τι πιο ιδανικό θα μπορούσε να συνοδεύσει την μελαγχολική κουβέντα με την μουντάδα του καιρού.
Κάποια στιγμή άρχισε να ρίχνει τις πρώτες νιφάδες. Σταματήσαμε να μιλάμε και βγήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα στο μπαλκόνι. Από μέσα ακουγόταν το «Ταξίδι της φάλαινας». Πήρα τηλέφωνο τον φίλο από δίπλα, αλλά ο ύπνος δεν του επέτρεψε να ακούσει ούτε ένα χτύπημα. Οι νιφάδες είχαν γίνει πιο έντονες και άρχιζε σιγά σιγά να το στρώνει. Η γειτονιά ήταν άδεια και κανένας θόρυβος δεν ακουγότανε, παρά μόνο ο ήχος του χιονιού.
Μπήκαμε μέσα απότομα μιας και μας έντυσε μια δροσερή ανατριχίλα αφού είχαμε βγει έξω χωρίς μπουφάν.
– Δεν πάμε κάτω; του είπα
– Φύγαμε!
Το είχε πλέον στρώσει. Τα ποτήρια είχαν αδειάσει και η μουσική έπαιζε ακόμα. Βγήκαμε έξω και αρχίσαμε να αφήνουμε πατημασιές πάνω στο χιονισμένο δρόμο. Δεν βλέπαμε και συχνά χιόνι οπότε ήταν λογικό να κάνουμε σαν μικρά παιδιά. Ο φίλος από δίπλα βγήκε στο μπαλκόνι του και βλέποντας ξαφνικά αυτό το χιονισμένο τοπίο, μας ρώτησε κάπως στενόχωρα γιατί δεν τον είχαμε ειδοποιήσει νωρίτερα.
– Να το ακούς άλλη φορά το κινητό σου! του είπα.
Κατέβηκε και αυτός. Κάτσαμε αρκετή ώρα και οι τρεις μας χαζεύοντας τον άσπρο δρόμο. Αφού έπεσε το πρώτο σκοτάδι κανονίσαμε να τα πούμε και πιο μετά και κίνησε ο καθένας για το σπίτι του.