ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΚΙΤΣΟ: ΝΙΚΟΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ
Κάποτε είχα έναν αγρό,
κρυφά τον καλλιεργούσα,
ξεκίνησα απ’ τους σπόρους του
κι άνθη αποζητούσα.
Τον έκρυβα πολύ καλά,
μα ήμουν αφελής,
τον έδειξα σε άτομα που ήταν αδαείς.
Βροχές που μου λασπώνανε
όλα όσα αγαπούσα,
μα η ρίζα δυνατότερη γινόταν όσο ζούσα.
Μετρούσα τα λουλούδια μου,
τα φρόντιζα πολύ,
το άρωμά τους μύριζα με αγάπη απατηλή.
Πίστευα πως μέσα τους
υπήρχε μια ψυχή
και όλα τα ξεχώριζα
αμέσως στη στιγμή.
Στον κήπο μού ζητήθηκε
να αφήσω να τον σπείρουν
άτομα που αγάπησα
μα τώρα με διασύρουν.
Μα βάλαν δηλητήριο
στο χώμα το υγιές
το χρώμα πλέον άλλαξε,
-δεν ήταν διαυγές.
Νεκρώθηκε ένα μέρος τους,
κοιτούσα να προλάβω,
μα η ζημιά τα ρήμαξε,
δίχως να καταλάβω.
Κατάρα στο ξημέρωμα
που βγήκα να τα δω
κι αντίκρισα κατάμαυρο
το μέρος που αγαπώ.
Τα δάκρυά μου κύλησαν,
πονούσε η καρδιά μου,
πως πάλι εγώ την πάτησα
από την άγνοιά μου.
Αγρίεψαν τα μάτια μου
σαν άκουσα από φίλους,
υπεύθυνο με βγάλανε
με τους φθηνούς τους θρήνους.
Βλέπεις… η καλοσύνη μας,
πολλές φορές τους δίνει
το βήμα να αρπάξουνε
ό,τι έχει απομείνει.
Ίσως καλά μου τα ‘λέγε εξ αρχής η λογική σαν την καρδιά την άκουσα,
κοιμάται η προσοχή.
Τι είναι λοιπόν καλύτερο
σε τούτο δα τον κόσμο;
Να είσαι ανοιχτοκαρδος;
Ή να θερίζεις μόνο;