ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια» οι θεοί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα θέματα που αφορούν τους ανθρώπους. Βέβαια, όπως έχει συχνά παρατηρηθεί, στα έπη του Ομήρου συχνά οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ως θεοί και οι θεοί ως άνθρωποι.
Με τους Έλληνες νεοαφιχθέντες μετά το τέλος της Εποχής του Χαλκού, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι και οι θεοί τους ήταν κι εκείνοι νεοφερμένοι, και ότι κάποια ίχνη του σφετερισμού τους μιας παλιότερης γενιάς διατηρήθηκαν στους μύθους του Κρόνου και της Ρέας.
Σήμερα, με το μυστήριο των πινακίδων της Γραμμικής Β λυμένο, είναι βέβαιον ότι οι θεότητες που έχουν το ίδιο όνομα, αν όχι και τα ίδια χαρακτηριστικά, λατρεύονταν κατά τη διάρκεια της Μυκηναϊκής Περιόδου. Τα ονόματα του Διός και της Ήρας, του Ποσειδώνα και της Αθηνάς, του Ερμή και του Ηφαίστου, αναγνωρίζονται μεταξύ των υπολοίπων, ενώ υπάρχουν και οικείοι τίτλοι όπως πότνια (= έντιμη, σεβαστή, ιερή).
Σημειώνω εδώ ότι με τον όρο πότνια απευθύνονταν κυρίως στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Υπάρχει επίσης η Πότνια Θηρών, μια πρώιμη τοπική θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Αθηνά. Αλλά, όταν αυτή η θεότητα απεικονίζεται να κρατά πουλιά και ζώα, είναι θεότητα με δικαιοδοσία στη γέννηση και στον θάνατο των ζώων.
Η απουσία γραμματείας ή γραπτής ιστορίας αυτής της περιόδου μάς στερεί από στοιχεία σχετικά με την σημασία εκείνων των θεών για τους ανθρώπους. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής φαίνεται να κατέχουν τη γη, όπως και στις κατοπινές περιόδους, και να έχουν υπηρέτες. Σε μια πινακίδα καταγράφεται ένα αρχείο προσφορών προς έναν θεό.
Εκτός από αυτό το επίπεδο πρέπει να δούμε ερείπια ναών, λείψανα λατρευτικών αντικειμένων,υπολείμματα ταφικών συνηθειών ή απεικονίσεις της θρησκευτικής δραστηριότητας στην τέχνη.
Μελετώντας αυτά τα άηχα ίχνη των αρχαίων δοξασιών αναγνωρίζουμε ότι, περισσότερο από κάθε άλλη πτυχή του Ελληνικού Προϊστορικού Πολιτισμού, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί, να μην επιβάλουμε τις δικές μας απόψεις ή όποιες ταιριάζουν σε άλλες εποχές και άλλες περιοχές.
Ο ανθρωπολόγος μπορεί να παρατηρήσει τα ζωντανά παραδείγματα των λατρευικών συνηθειών, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης της εκφραστικής δραστηριότητας, της φραστικής διατύπωσης ή των συμβολικών αντικειμένων.
Αντίθετα, ο αρχαιολόγος περιορίζεται συχνότατα στην εξέταση των παραφερνάλια που σώζονται από όσα θεωρούνται ότι ανακλούν την θρησκευτική δραστηριότητα, σαν βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη χρήση τους ή την συμβολική τους σημασία. Οποιαδήποτε άλλη σχολαστικότερη προσέγγιση έναντι των υποκειμένων δοξασιών δεν μπορεί παρά να είναι υποθετική.
Είναι πολύ πιθανό να υπήρχαν πολλές θεότητες, συχνά με τοπικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες και ότι οι λατρευτικές συνήθειες διέφεραν από τόπο σε τόπο, ακόμη κι όταν λατρευόταν ο ίδιος θεός ή θεά. Ακόμη, είναι πιθανή η ύπαρξη στοιχείων δανεισμένων από τις δοξασίες και τις συνήθειες των κοινωνιών της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, με τις οποίες υπήρχε επαφή εξ αιτίας του εμπορίου, με τον ίδιο τρόπο που συνέβη στις μεταγενέστερες περιόδους.
Ίσως είναι αυτή η πηγή από την οποία οι Μυκηναίοι αντλούν τα μυθικά πλάσματα όπως ο γρύπας ή η σφίγγα, τα οποία βλέπουμε συχνά να έχουν θρησκευτική συνάφεια στη μυκηναϊκή τέχνη.
Αναπόφευκτα, στην έρευνα για λατρευτκές διαδικασίες που πραγματοποιούνταν σε ναούς ή σε σπίτια,για ενδείξεις θυσιών ή άλλων προσφορών, ή για την ύπαρξη συγκεκριμένων τελετουργιών και λατρευτικών αντικειμένων, πρέπει να επιστρατευθούν κριτήρια που προέρχονται από άλλες περιοχές και περιόδους.
Αυτά τα κριτήρια ίσως βασίζονται σε τεκμηριωμένα θρησκευτικά σύνολα και δομές ιδιαίτερου χαρακτήρα, βοηθώντας στην αναγνώριση τόπων ή αντικειμένων που συνδέονταν με τις συνήθειες της λατρείας ή της ιεροτελεστίας.