ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΗ ΜΕ Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, «ΤΑ ΧΙΩΤΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΙΩΤΙΚΑ» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΦΑΠΙ, 2010)
***

«Αχ…» αναστέναξε η κυρά Βάσω κι άρχισε να τακτοποιεί τα φρέσκα φρούτα στην κρυσταλλένια φρουτιέρα πούχε στη μέση του τραπεζιού της κουζίνας και σταυροκοπήθηκε.

«Δοξασμένο τ’ όνομά Σου, Κύριε… Δόξα σοι ο Θεός…», συνέχισε καθώς ξεδιάλεγε απ’ τον πολύχρωμο μυρωδάτο σωρό τα πιο μεγάλα χρυσοκίτρινα πορτοκάλια, τα πιο γυαλιστερά κόκκινα μήλα, τα πιο φουσκωτά μανταρίνια και τα στόλιζε προσεκτικά έτσι που να δένουν αρμονικά τα χρώματά τους και τα σκουροπράσινα φυλλαράκια τους να δίνουν στη σύνθεση την πινελιά της τελειότητας μαζί με τα καρύδια και τα κάστανα που έβαζε ανάμεσά τους.

Όλα τάθελε τέλεια η καλονοικοκυρά. Η παραμικρή εκκρεμότητα κι η ελάχιστη παράλειψη της έφερνε άγχος και της στερούσε την απόλυτη σιγουριά της.

Έτσι κι απόψε, παραμονή Πρωτοχρονιάς, έριξε τη ματιά της ένα γύρο εξετάζοντας με τη σειρά τα σημεία του σπιτικού τους όπου, πιθανώς, να της είχε ξεφύγει κάτι απ’ αυτά που για κείνην ήταν η απόλυτη τάξη και η πρέπουσα κατάσταση για την υποδοχή του καινούριου χρόνου.

Τα λαμπάκια που άναβαν κι έσβηναν στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο έκαμναν τ’ αραδιασμένα κρυσταλλικά και τα καλογυαλισμένα ασημικά της ν’ αστράφτουν πάνω στον μπουφέ και στη σερβάντα.

Άψογα κολλαρισμένα τα τραπεζομάντηλα, τα σεμέν και τα πετσετάκια – που στην κατασκευή τους τόσες ώρες δουλειάς, έμπνευσης και δεξιοτεχνίας είχε ξοδέψει – πλούμιζαν τα τραπέζια, τα τραπεζάκια και τις κομόντες. Οι βελουδένιες κουρτίνες και τα χοντρά χαλιά χάριζαν γλύκα και ζεστασιά στο περιβάλλον κι ανέβαζαν στο ζενίθ το καμάρι της.

Τα σκεύη και οι συσκευές της κουζίνας, αστραφτερά και καλοδιατηρημένα, έμοιαζαν να ’χουν έλθει μόλις τώρα από τα μαγαζιά. Τ’ ανθοδοχεία, γεμάτα ολόδροσες κλάρες μυρτιάς, φουντωτά χρυσάνθεμα και φλογάτα αλεξανδρινά, ξεχώριζαν μέσα στο μισοφωτισμένο χώρο σαν μικρές οάσεις χρώματος.

Κι αυτά που υπογράμμιζαν εν τέλει την αυτάρκεια και την αρχοντιά τούτου του νοικοκυριού, μα και την εορταστική, πλουσιοπάροχα ιδιαίτερη όψη του, ήταν οι φορτωμένες με λογιών – λογιών καλούδια και γλυκίσματα πιατέλες, που μοσχοβολούσαν κι αρωμάτιζαν προκλητικά την ατμόσφαιρα με μυρωδιές κανέλλας, μοσχοκάρυδου, μελιού, γλυκάνισου, ροδόνερου!

«Αχ…» ξανάπε η κυρά Βάσω κι εκάθησε κατευχαριστημένη από την επιθεώρηση εκεί στην καρέκλα της κουζίνας να πάρει μιαν ανάσα, αφού είχε πια τελειώσει τις δουλειές κι ώσπου να επιστρέψουν από την αγορά ο άντρας της και τα παιδιά, γιατί απόψε, μέρα που ήταν, κρατούσαν ανοιχτό το μαγαζί ως αργά.

Άπλωσε και πήρε ένα ζουμερό πορτοκάλι κι άρχισε να το ξεφλουδίζει με τα χέρια, απολαμβάνοντας τις ανεπαίσθητες πιτσιλιές απ’ το σπίρτο της φλούδας που την τσάκιζε μέσα στα δάχτυλά της κι έπεφταν σαν δροσερά ξαφνιάσματα στο πρόσωπο, στα μπράτσα και στις αναμνήσεις της.

«Σε ποιον να το πω πως κάποτε παρακαλούσα το Θεό ν’ αρρωστήσω…» μουρμούρισε, καθώς ο ολόγλυκος χυμός γέμιζε απόλαυση το στόμα, τη γλώσσα και τον λαιμό της.

Ήτανε δεν ήτανε πέντ’ έξι χρονών… Δεκατέσσερις Σεπτέμβρη… Του Σταυρού… Ξημερώματα έφυγε ο μπαμπάς της. Η μαμά της είπε πως πήγε εκεί ψηλά στον Ουρανό. Στον Θεό. Τώρα ποιος ήταν ο Θεός; Ε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Εκείνη, πάντως, για μέρες καθόταν στο πεζούλι ή έπαιζε έξω από την αυλόπορτα κουτσό κι όποιος περνούσε τον πληροφορούσε μ’ έξαψη, «Εμένα ο μπαμπάς μου ε… ε… έφυγε… Πήγε στο… Θεό…».

Περίεργο που όσοι τ’ άκουγαν, απομακρυνόταν καταπικραμένοι. Γιατί; Ποιος ξέρει και ποιος κάθεται να σκοτιστεί; Έτσι κι αλλιώς και να ρωτούσε ποιος θα της έδινε σημασία…;

Η μάνα της έκλαιγε απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ κι η Δήμητρα, η μεγάλη της αδελφή, το ίδιο και χειρότερα. Μα αυτή πάντα ήταν έτσι μελαγχολική και «μη μου άπτου»…

Είδε και απόειδε και σε λίγες μέρες είπε η Βασούλα να σταματήσει τούτη την ανακοίνωση, αφού όλοι το ’χανε μάθει πια πως έφυγε ο μπαμπάς της κι έσπαγε το πονηρό της μυαλουδάκι να ’βρει κάτι άλλο πιο ενδιαφέρον για να πιάνει κουβέντα με τους περαστικούς. Της άρεσε πολύ να σταματούν, να την ακούν, να δακρύζουν μάλιστα και να της χαϊδεύουν το μαυρομαλλούσικο κεφαλάκι της με συμπάθεια.

Κι ο Θεός, που να ’χει δόξα, να που κανέναν δεν αφήνει παραπονεμένο…

Ξημερώματα, στις είκοσι οχτώ του Οχτώβρη, πλακώσανε τα μαντάτα για τον πόλεμο κι έτσι είχανε πια πολλά νέα και δυσάρεστα για να ‘ναι όλοι αναστατωμένοι, δακρυσμένοι και καταπικραμένοι.

Πώς πέρασαν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του ’40 δεν θυμάται… Άλλωστε, σ’ αυτές, τα πολεμικά ανακοινωθέντα κι οι ειδήσεις από τις μάχες του Αλβανικού μετώπου έφθαναν καθυστερημένα κι ήταν σε δεύτερο πλάνο, αφού η χήρα και τα δυο ορφανά είχαν τότε τον δικό τους πόλεμο να κερδίσουν ενάντια στης μοίρας τις επιθέσεις, στου κόσμου την απονιά και στη δικιά τους ανημπόρια.

Έσκαβε η μάνα – που μέχρι τότε δεν είχε βγει από το σπίτι της – τα χωραφάκια κουτσά στραβά, πότιζε η Δημητρούλα τα ζωντανά και το μποστανάκι με το δάκρυ της κι έτρεχε η Βασούλα να κάμει θελήματα στην κυρά Φωτεινή και στον μπάρμπα Σωτήρη για να της δώσουν φιλέματα, λίγο σιταράκι, ένα αυγό, δυο πατάτες…

Μα, μόλις έπεσε το Μέτωπο την άνοιξη του ’41, πάνε κι αυτά…

Στην αρχή πλακώσανε οι Γερμανοί κι ύστερα από λίγο έφυγαν κι άφησαν στο πόδι τους τους φίλους τους τους μαυραγορίτες και… την πείνα.

Το χωριουδάκι τους ήταν μικρό, μα είχε χώματα ευλογημένα και καρπερά. Ένας ρηχός κι ήρεμος ποταμός τα πότιζε κι είχαν σοδειές δυο φορές το χρόνο. Έλα, όμως, που ο καταχτητής έπεσε σαν την οργή του Θεού και βάλθηκε να φαρμακώσει, με απωθημένο μίσος αιώνων, τούτη την ακριτική γη και τους κατακαημένους τους ηρωικούς ανθρώπους της.

Κάθε νύχτα ορμούσαν σ’ άταχτα μπουλούκια – παλιά τους ταχτική – οι βάρβαροι και μάτωναν τα χωριά και ρήμαζαν το βιος και τις φαμελιές στο πέρασμά τους. Πού να τολμήσει να βγει γυναίκα στα χωράφια πιο έξω απ’ το χωριό; Πού να ξεθαρρέψει κοπέλα να πάει να βοσκήσει το κοπάδι; Χαμένη και καμένη από χέρι αρπαχτικό ήτανε στα σίγουρα. Εδώ οι άντρες – όσοι είχανε μείνει – και κλειδωνότανε νωρίς – νωρίς στα σπίτια τους.

Πείνα, λοιπόν, μαύρη και θανατερή κι ανέχεια και φόβος κρύος, σαν το Χάρο, μάστιζε και εξευτέλιζε τους συχωριανούς κι ένα παραπάνω τ’ ορφανεμένο σπίτι της χήρας του Σταμάτη. Η πρωτοχρονιά του ’42 τους βρήκε χωρίς μια χούφτα αλευράκι στο ντουλάπι τους, ούτε μια δαχτυλήθρα λαδάκι στο λαδικό τους. Ακόμη και τα χορταράκια ήτανε σπανά, αφού ολημερίς εγύριζε ο καθένας μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι κι έβγαζαν ακόμη και τις τσουκνίδες και τα γαϊδουράγκαθα.

Έκλαιγε η Δημητρούλα κι είχε «φέξει» το λεπτό της δερματάκι από την αδυναμία κι εφάνηκαν οι λεπτές μπλε φλεβίτσες κάτω απ’τα τσακίρικα ματάκια της κι η μαμά της έλεγε πως θα το χάσει το κορίτσι «πάνω στη ανάπτυξη» απ’ το χτικιό.

Ήθελε να βάλει τα κλιάματα κι η Βασούλα γιατί πεινούσε και κουράγιο δεν είχε να βγει να παίξει τις αμάδες με τις φιλενάδες της, μα ήταν ο χαρακτήρας της αλλιώτικος κι αντί να κάμνει τη χάρη της πείνας και να την ξεπλένει με δάκρυα, εκείνη επείσμωνε κι έστρωνε κάτω το μυαλό της και το ’βαζε να σκεφτεί με ποιον τρόπο και πού θα ’βρισκε λίγο φαγάκι να φάνε, μέρες που ήτανε.

Μα για δες, ξημέρωσε κι η Παραμονή μ’ ένα απερίγραπτο βρωμόκαιρο κι ένα χιονόνερο που πότιζε ασταμάτητα κι έκαμνε την πείνα και την παγωνιά αβάσταχτη.

Καθότανε με μελανιασμένα τα χεράκια και τα ποδαράκια της η Βασούλα μέσα στην κουζίνα κι έβλεπε πίσω από το τζάμι τα σπουργιτάκια να τσιμπολογούν το χώμα στην αυλή και τα ζήλευε.

«Πώς», αναρωτιόταν και πείσμωνε περισσότερο, «πώς αυτά τα μικρά- μικρά κι αδύνατα πουλάκια βρίσκουν και τρώνε βρέξει χιονίσει; Αφού εκείνα το μπορούν, τότε κι εγώ μπορώ… μπορώ… μπορώ…», έλεγε και ξανάλεγε στον απελπισμένο εαυτό της για να τον τσιγκλίσει.

Και με το πες- πες- πες, άστραψε η ιδέα στο μισοπαγωμένο μυαλουδάκι της.
«Θα πάω να πω τα κάλαντα στο μυλωνά. Δεν μπορεί… Μέρα που είναι… κάτι, μια φούχτα καλαμποκάλευρο θα το δώσει», σκέφτηκε κι άρπαξε το μποξαδάκι της, τυλίχτηκε κι όρμησε τσαλαβουτώντας μες στο χιονόνερο για τον μύλο που ήταν ίσαμε ένα χιλιόμετρο μακριά επάνω σ’ ένα λοφάκι από την άλλη μεριά του χωριού.

Σ’ όλο το δρόμο έλεγε και ξανάλεγε τα κάλαντα για να τα ξαναθυμηθεί και τις ευχές που θ’ αράδιαζε στο μυλωνά για να τον ευχαριστήσει.

Εμπήκε στο μύλο κι έσταζαν τα μαλλάκια της χιονόνερο. Τα μπλαβιασμένα χειλάκια της με δυσκολία ψέλισαν «Να σας τα πω, καλέ, να σας τα πω;»
Ο μυλωνάς άκουσε τη φωνή κι ερώτησε τη γυναίκα του: «Ποιος είναι;».
Κι εκείνη του απάντησε: «Το ορφανό της χήρας του Σταμάτη ήρθε να μας τα πει».
«Διώξε το το κατσιποδιάρικο, μέρα που είναι», της εφώναξε αυτός κι η Βασούλα άκουσε κι εκόντεψε να λιγοθυμήσει.
«Καλέ, άσε με να σου σαρώσω και να πάω να σου φέρω και την αγελάδα», εφώναξε, ελπίζοντας τουλάχιστον να την αφήσουν να κάμει καμιά δουλειά για να της δώσουν κάτι, αφού τους τρόμαξε η γρουσουζιά – επειδή ήταν ορφανή – και δεν την άφησαν να πει τα κάλαντα.

Εσήκωσε, τότε, την αλευρωμένη του μούρη με τα δασιά τα γένια ο μυλωνάς, γέλασε άγρια κι εφάνηκαν τα μαυρισμένα του τα σάπια δόντια και τα μάτια του γυαλίσανε κάτω από τις φρυδάρες του τις πυκνές.

«Εσύ για να θες να δουλέψεις κάτι γυρεύεις κατσιάρικο», κάγχασε κι έσκυψε κι επήρε μια χεριά αλεύρι απ’ αυτό που ‘πεφτε παχύ κι αφράτο ανάμεσα από τις μυλόπετρες, του ‘δωσε μια και το πέταξε ψηλά και είπε: «Να, κάμε κόπο να το μαζέψεις… χα, χα, χα…».

Εγύρισε κι η Βασούλα τα ματάκια της αψηλά κι έβλεπε την πάχνη από τ’ αλεύρι να πλανιέται σα θολό σύννεφο στον αγέρα κι ήλθε η αγανάχτηση και πλημμύρισε τα ματάκια της δάκρυα καυτά και την ψυχούλα της την έπνιξε πηχτή πίκρα μα και περηφάνια.

«Όχι… όχι…» έσφιξε τις παγωμένες της γροθιές και διάταξε τον εαυτό της. «Όχι… δε θα σκύψεις… δε θα σκύψεις… όχι…» Κι ευθύς εγύρισε κι εβγήκε πάλι στο κρύο για να μην τη δουν πως έκλαιγε. Κι όπως έτρεχε, απάνω στο μαύρο της κεφαλάκι, ανακατεύονταν τ’ αλεύρια με τις νιφάδες του χιονιού που ’χε αρχίσει να πέφτει.

Έχει, όμως, η καρδιά των παιδιών τόσο κουράγιο, που αν το είχαν οι καρδιές των γερόντων θα διόρθωναν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της ζωής διά παντός κι έτσι θα ξενοιάζαμε απ’ όλα τα βάσανα και τις συμφορές πάραυτα.

«Θα πάω στον άλλο μύλο», αποφάσισε τ’ ορφανό μέσα στην απελπισιά του, παρ’ όλο που αυτός ήταν ακόμα πιο μακριά κι η μάνα της είχε απαγορέψει ν’ απομακρύνεται τόσο πολύ από το σπίτι τους. Όμως, εφτεροκοπούσε η καρδούλα της στην ελπίδα και τα ποδαράκια της επήραν κι αυτά κουράγιο κι επέταξαν σαν τα σπουργιτάκια.

Έλα, όμως, που τούτος ο μυλωνάς ήταν άρρωστος εδώ και καιρό. Χτίκιασε ο χριστιανός κι έπεσε στο στρώμα και σωσμό δεν είχε. Ο Θεός, βέβαια, είναι που αποφασίζει για το πότε θα πάρει τον καθένα μας με την ώρα του.

Εβρήκε, λοιπόν, η Βασούλα την πόρτα του μύλου κλειστή κι αμπαρωμένη και το σπιτάκι του μυλωνά σκοτεινό και βουβό.

Αχ, μωρέ και να ‘χε ένα σπίρτο τώρα, να βάλει μια φωτιά σε τούτο τον παλιόκοσμο να τονε κάμει στάχτη…
Να ’χε μια γερή γροθιά να δώσει μια και στην πείνα να τηνε κάμει λιώμα…
Ας είχε, τουλάχιστον, μια καλή δικαιολογία να πει στη μάνα της, που μόλις θα γύριζε θα την άρπαζε από το μαλλί και θα τη σκότωνε στο ξύλο που ’λειψε τόσην ώρα χωρίς να της το πει.

Μπα… δε βαριέσαι… τίποτα δεν είχε για να της στεριώσει το ηθικό κι άρχισε τα κλιάματα και τ’ αναφυλλητά τ’ ορφανό κι εσκούπιζε με την ανάποδη το χεριού της τις μύξες της, που κυλούσαν ανακατεμένες με το χιονόνερο και τα δάκρυα απάνω στη μούρη της.

Έτσι τη βρήκε να ροβολάει προς το χωριό η κυρά μυλωνού, καθώς εγύριζε κι αυτή από τη βοσκή τη γελάδα της.
«Καλέ, Βασούλα, τι γυρεύεις από τα μέρη μας τέτοιαν ώρα;» απόρησε. «Μα, για στάσου… τι έχεις και κλαις; Μπας σε πείραξε κανείς;» Γούρλωσε η γυναίκα τα μάτια της καθώς επέρασαν απ’ το νου της χίλια κακά.
«Όχι… όχι… κανείς… κανείς…», απάντησε μέσ’ από λυγμούς το κοριτσάκι κι αμέσως μια σπίθα χαράς άστραψε στο μουτράκι της.
«Ίσως…» σκέφτηκε, «ίσως με πάρει στο μύλο… ίσως…».
«Ήρθα να σας τα πω… μα… ο μύλος είναι κλειστός και…» και κοίταζε όλη μια προσμονή.
«Αχ, βρε Βασούλα… τι να σου κάμω… δεν είσαι τυχερή. Άρρωστος είναι ο άντρας μου κι ο μύλος δεν δουλεύει… Επήγα κι εγώ την αγελάδα μας στη βοσκή. Μα… άντε να πας τώρα στη μάνα σου πριν νυχτώσει κι έλα αύριο, πρώτα ο Θεός, να μας τα πεις… Αύριο που γιορτάζεις κιόλας, ε; Θα σε περιμένω…», είπε η χριστιανή κι εξεκίνησε να προφτάσει την αγελάδα της, η οποία, γνωρίζοντας πολύ καλά το μονοπάτι για το παχνί της, είχε κιόλας χαθεί στη στροφή πίσω από τους θάμνους και τ’ αγριόσκινα.

Κι έτσι, έμεινε πάλι σύξυλη η Βάσω στη μέση του δρόμου. Έλα, όμως, που ο καλός ο λόγος της μυλωνούς της είχε δροσίσει τη φωτιά της προσβολής κι η δύναμη της ελπίδας της είχε, προς στιγμήν, γιατρέψει την αφόρητη πείνα της.
Αναρούφησε, λοιπόν, τα δάκρυα, παραμέρισε τα μαλλιά που κολλούσαν στη βρεμένη μουρίτσα της κι όρμησε να τρυπώσει στο σπίτι τους από την πόρτα του σταύλου καταχαρούμενη κι αγκρισμένη από την προσμονή του αύριο… που ήταν κι η γιορτή της!

Ξημέρωνε πρωτοχρονιά του ’42…

«Τι είναι γυναίκα;» βόγκηξε ο μυλωνάς μέσ’απ’ την κάμαρή του, καθώς άκουσε τη μυλωνού να λέει ανοίγοντας την πόρτα τους: «Ούι… ούι… Στον ύπνο σου το ‘βλεπες, πουλάκι μου…; Δεν εσκιάχτηκες το χιόνι;»
«Της χήρας του Σταμάτη το μικρό είναι…», εγύρισε ύστερα κι απάντησε στον άντρα της. «Εχτές του’πα να ‘ρθει να μας τα πει και να το το λωλό που ‘ρθε αχάραγα…». Κι εγελούσε τρανταχτά η καλή γυναίκα, εκουνούσαν τα μεγάλα της στήθια και τα προγούλια της τα καλοταϊσμένα ρυθμικά και τα μάτια της γελούσαν κι αυτά.

Στεκόταν η Βασούλα στο κατώφλι, μουσκεμένη ως το κόκκαλο και κοίταξε όλο αγωνία τις αντιδράσεις της νοικοκυράς για να πράξει εγκαίρως κι αναλόγως. Αν έβλεπε την παραμικρή δυσαρέσκεια θα το ’βαζε αμέσως στα πόδια, μιας κι άλλη προσβολή δεν θα την άντεχε.

Αν, όμως… «Έχει ο Θεός… Γελούσε η καλή χριστιανή… Έχει ο Θεός…» Και τα χλωμά μαγουλάκια της βάφτηκαν ως τις ρίζες των αυτιών μ’ ένα χρώμα βυσσινί σαν του αιμάτου, που πλημμύρισε παρηγορημένο την μικρή καταπικραμένη την καρδούλα.

«Φέρε το μέσα το παιδί… Φέρε το…», εφώναξε κι ο μυλωνάς από το βάθος του σπιτιού κι η ελπίδα της έγινε πια βεβαιότητα. Επήρε, λοιπόν, θάρρος κι εφώναξε, «Με το δεξί…». Κι άπλωσε το λιγνό της ποδαράκι το δεξί επιδεικτικά κι εδρασκέλισε κι εμπήκε, για να μην την πουν αύριο κατσιποδιάρα και πως εμπήκε με το ζερβί και τους εγρουσούζεψε.

«Έλα… Έλα… Έλα στο τζάκι κοντά να ζεσταθείς άμυαλο… Σε πήρε χαμπάρι άραγε η μάνα σου πως εξεπόρτισες αχάραγα;»
«Όχι, θεία, μα… είπα να ξεκινήσω πρωί γιατί θα ρίξει χιόνι και…»
«Αχ, κατακαημένο… πετσί και κοκκαλάκι είναι…» ψιθύρισε η μυλωνού με συμπόνια, καθώς της έβγαζε το πανωφοράκι για να το βάλει να στεγνώσει κοντά στη φωτιά.
«Έλα… Έλα… Έκαμα και τσαγάκι να πιει κι ο θείος κι έχω και μπόλικη ζαχαρίτσα… Πάρε και μια γωνίτσα παξιμαδάκι να στυλωθείς…». Και της έχωσε στα παγωμένα της δαχτυλάκια την τσάσκα με το ζεστό κι ήτανε σαν να της έβαζε στο χέρι το δώρο του Θεού!

Ω, του θαύματος, μόλις ρούφηξε το καυτό, γλυκό τσαγάκι η Βασούλα άρχισε να κελαηδεί, σαν την καρδερίνα που λέει μελωδικά «ευχαριστώ» με το που της βάζεις το καναβουράκι στην ταγίστρα της. Όλα τους τα ‘πε με το νι και με το σίγμα. Όλα τα νέα του χωριού. Όλα. Και το ποιος έφυγε και ποιος ήρθε. Και το τι είπε και τι άκουσε. Και γιατί τούτο και πώς εκείνο.

Τ’ αυτιά τους επήρε με την χαρούμενη πολυλογία της. Ξύπνησαν και τα παλληκαρόπουλα του μυλωνά κι έπιναν κι αυτά το ζεστό τους και την πείραζαν την «εορτάζουσα» κι αυτή δώσ’ του και κοκκίνιζε πιότερο και χαιρόταν κι ήταν όλοι μια χαρά παρέα, γελούσε κι ο μυλωνάς που τους άκουγε και ξεχνούσε προς στιγμή το βάσανό του.

«Άντε… άντε.. δεν ξεκινάς τώρα να μας τα πεις;», είπε στα στερνά η μυλωνού, «τώρα που ζεστάθηκες κομμάτι, γιατί…» πρόσθεσε «πρέπει να κάμωμε και καμιά δουλειά…»

Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα η μικρή. Άρχισε να τραγουδεί με πάθος και τα ’πε όλα με τόση καρδιά που παράσυρε και τους άλλους κι έψαλαν τα κάλαντα μαζί της κι ο μυλωνάς κι η μυλωνού και τα παλληκαρόπουλα τα παράφωνα.

Τα ’λεγαν και τα ξανάλεγαν και φχαριστιόταν κι ύστερα την πήγαν να κάμει ποδαρικό στο μύλο και στο σταύλο μα και στην αποθήκη, για το καλό.

Τελικά, επήρε η κυρά μυλωνού μια καθαρή πετσέτα και τη γέμισε με μπόλικο αλευράκι χάσικο κι έριξε μέσα ίσαμε μισή οκά καρύδια. Ύστερα έδεσε κόμπο τις τέσσερις γωνιές της πετσέτας σταυρωτά και την πέρασε στο ισχνό μπρατσάκι της.

«Άντε να ‘χεις την ευχή μου, Βασούλα μου» της είπε, «άντε να χαιρετήσεις το θείο και να του πεις: και του χρόνου γερός στο μύλο. Μετά θα σε πάει ο μεγάλος μου στη μάνα σου, για να μη σ’ εύρει κανένα κακό, μέρα που ’ναι».

Εμπήκε στην κάμαρα τ’ αρρώστου η Βασούλα σαν την καλή χαρά κι έτρεξε κοντά του και τον εφίλησε – δεν ήξερε, βλέπεις το άμοιρο τι θα πει χτικιό – και του ’πε από το βάθος της καρδιάς «χρόνια πολλά, θείο και του χρόνου στο μύλο γερός». Κι εκείνος εγύρισε κι επήρε από το τραπεζάκι του ένα τεράστιο ολόχρυσο πορτοκάλι και της το ‘βαλε στα χεράκια της δακρυσμένος. «Να, φάγε το εσύ μικρούλα μου για να πιάσει τόπο… Εμένα πια τι να μου κάμει…», της είπε και της χάιδεψε το μαγουλάκι της το κόκκινο.

Κατόπι, καθώς η μικρούλα μασούσε και κατάπινε τον ολόγλυκο ζουμερό καρπό κι ευφραινόταν, την εσήκωσε ο γιος του ο μεγάλος στα σβέρκα του και την κατέβασε ίσαμε το σπίτι της, γιατί αν την άφηναν να πάει περπατώντας το χιόνι θα της έφτανε ως τη μέση της τώρα πια κι ίσως και πιο απάνω.

Η μάνα της ήταν έτοιμη να πάρει τα βουνά.

Μόλις την είδε να ‘ρχεται όμως και μάλιστα με συνοδεία, εδόξασε κι ευχαρίστησε από μέσα της την Παναγιά και συγκράτησε τη μάνητά της μπροστά στο ξένο παιδί.

Άπλωσε, τότε, η πονηρή η μικρή και της παράδωσε πρώτα- πρώτα τα πεσκέσια για να την καλοπιάσει κι είπε με τα μάτια της χαμηλωμένα στη γη: «Επήγα, καλέ, να τα πω στον μυλωνά… Εχτές μ’ ηύρε στο δρόμο η κυρά Δέσποινα κι είπε: «Θάρτεις Βασούλα αύριο να μας κάμεις ποδαρικό;». Ε, να μην πάω;»

Γιατί ένα μικρό ψεματάκι τι ψυχή είχε μπρος στο σακούλι με τ’ αλεύρι και τα καρύδια που τους έφερε και μπρος στη γλύκα του πορτοκαλιού που απόλαυσε;
Έτσι γλίτωσε και τη χειροτονία η Βασούλα και γιόρτασε χορτασμένη την Πρωτοχρονιά και την ονομαστική της εορτή.

«Αχ… δοξασμένο τ’ όνομά Σου, Κύριε…», μονολόγησε πάλι η κυρά Βάσω, καθώς μάζευε τα μυρωδάτα φλούδια του πορτοκαλιού να τα πετάξει.
«Εσύ… όλα τα κανονίζεις… Και… όλα τα ξεπληρώνεις…».

Κοίταξε, λοιπόν, που ως εκ θαύματος κι από την πολύ περιποίηση της γυναίκας του κι από την καλή του την καρδιά, εγέρεψε και μακροημέρεψε μάλιστα, ο καλός ο μυλωνάς.

Ο άλλος; Ποιος ξέρει… Χαθήκανε τα ίχνη του κι όλης της φαμελιάς του. Τον πήρανε μαζί τους οι Γερμανοί φεύγοντας. Ήταν, βλέπεις, δοσίλογος ο αφορισμένος και φοβήθηκε να μείνει…

«Και, για φαντάσου… για φαντάσου…», απόσωσε τις αναμνήσεις της η κυρά Βάσω, καθώς άκουσε τον άντρα της και τα παιδιά ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα ψάλλοντας τα κάλαντα.

«Φαντάσου πως για καιρό παρακαλούσα ν’ αρρωστήσω, γιατί θαρρούσα πως πορτοκάλια τρώνε μόνο οι άρρωστοι!»

20 Δεκεμβρίου 2002

 

Books and Style

Books and Style