ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΟΥ
Έχω ξαναγράψει πως, καμιά φορά, όταν τα τωρινά γεγονότα με ξαναγυρίζουν πολλές δεκαετίες πριν, τότε που σαν νησιώτισσα κι εγώ πλήρωνα με χρόνο από την ζωή μου το μερδικό που απαιτεί η θάλασσα από τις ζωές των περισσοτέρων από τους συμπατριώτες μου, καθίζω και γράφω κάποιες αναμνήσεις μου κι ανακουφίζω τη νοσταλγία μου για κείνα τα αξέχαστα πρώτα νεανικά μου χρόνια πάνω στα ποντοπόρα εμπορικά πλοία, εκείνα που μου χάρισαν μοναδικές εμπειρίες, ξεχωριστές γνώσεις και χόρτασαν την περιέργεια και την ακόρεστη ανάγκη μου για περιπέτεια κι αλλιώτικα βιώματα.
Βέβαια, οι αναμνήσεις μου αυτές, είναι ολωσδιόλου διαφορετικές κι από άλλες πλευρές και γωνίες ιδωμένες, καθόλου δεν μοιάζουν, αν τις συγκρίνει κανείς, με τις αναμνήσεις των παραδοσιακών ναυτικών, των θαλασσόλυκων όπως τους αποκαλούν όλοι, που με την αρσενική ματιά και από την αρσενική πλευρά βιωμένες τα λένε ολωσδιόλου βαπορίσια, πιο σκαμπρόζικα, πολύ πιο ρεαλιστικά κι ενδιαφέροντα.Χωρίς να θέλω λοιπόν να τους συναγωνιστώ και να συγκρίνω τα ασύγκριτα, κάθομαι κι εγώ και καταγράφω τα όσα θυμούμαι από τα όσα έζησα ταξιδεύοντας, πιο πολύ για να διασκεδάζω εγώ, όπως κάνω άλλωστε και με το κάθε τι άλλο που γράφω.
Μακάρι λοιπόν, να διασκεδάσετε κι εσείς φίλοι μου διαβάζοντάς τα.
Ψαρεύαμε στην πρύμη, φουνταρισμένοι στη ράδα για μέρες, περιμένοντας σειρά να μπούμε να φορτώσουμε μινεράλι από τη Μπέιρα της Μοζαμβίκης για Φιλαδέλφεια ΗΠΑ.
Ήμασταν ξένοιαστοι κι ενθουσιασμένοι, αφού, στην πολυήμερη ραστώνη αρόδο, χαιρόμασταν την έστω κι εξ’ αποστάσεως συναναστροφή της στεριάς αλλά κι αυτό το ας πούμε χόμπυ του ψαρέματος, που τούτη τη φορά κι απάνω από τον «πάγκο» που φουντάραμε απέδιδε θησαυρούς, μια και κάθε φορά που ανέβαινε η καθετή έξη μ’ οκτώ φαγκριά καλοθρεμμένα σπαρταρούσαν στ’ αγκίστρια κι άστραφταν ασημόχρυσα στις ακτίνες του γλυκού φθινοπωριάτικου ήλιου που στο νότιο ημισφαίριο μάς θύμιζε παραμονές Χριστουγέννων κι όχι Πασχαλιάς που θα περιμέναμε αν ήμασταν στην Ελλάδα.
Αν και για τους ναυτικούς, το να μπαινοβγαίνουμε στις εποχές και στα μήκη και τα πλάτη της γης ήταν καθημερινότητα και καθόλου δεν μας χάλαγε αφού ο οργανισμός μας είχε συνηθίσει πια τις συχνές αλλαγές κι ήταν φορές που, τραβερσάροντας και καταμεσής των ωκεανών, από Δευτέρα ξημέρωνε Τετάρτη κι η Τρίτη ήτανε ξεγραμμένη από τη ζωή μας και χαμένη ανάμεσα σε παραλλήλους και ημισφαίρια ή από το βαρύ ψοφόκρυο και τον κατακλυσμό ενός gale ξυπνούσαμε στο κατακαλόκαιρο της διακεκαυμένης ζώνης, ώ του θαύματος!
Τότε ήταν ήδη πάνω από χρόνος που ταξίδευα μ’ εκείνο το μινεραλάδικο των 88.000 τόνων, το s/s Sonic, πλοιοκτησίας Κώστα Λεμού. Ένα ολοκαίνουριο και πολυτελέστατο καράβι κτισμένο στην Ιαπωνία, αρκετά προηγμένης τεχνολογίας για την εποχή, απ’ εκείνα που είχαν αρχίσει να αντικαθιστούν τα liberties κι όλα τα παλιά σκαριά και τα σαπιοκάραβα με τα οποία είχαν ξεκινήσει οι περισσότεροι Έλληνες πλοιοκτήτες να οικοδομούν το θαύμα της ελληνικής θαλασσοκρατορίας μεταπολεμικώς.
Κάναμε πολυήμερα ταξίδια γύρω από τη γη κουβαλώντας γεωμεταλεύματα, πότε από την Αφρική στην Βόρεια Αμερική πότε από τη Χιλή και το Περού στην Ιαπωνία, τότε που οι υψικάμινοι κι οι βαριές βιομηχανίες των πλούσιων αυτών χωρών έλιωναν κι ανακάτευαν τους θησαυρούς της γης μαζί με των φτωχών εργατών τους τον ιδρώτα κι έστηναν, στηριγμένα σ’ ατσαλένια κι ανάλγητα θεμέλια, την παγκοσμιοποίηση.Εκείνη την μέρα λοιπόν, ο καπετάνιος έπινε τον καφέ του στο πρυμιό ντεκ του ακομοντέσιου -του διαμερίσματός του- κι εγώ,υπό το άγρυπνο βλέμμα του βέβαια, συμμετείχα στο ραβαΐσι του ψαρέματος μαζί με όσους από το πλήρωμα δεν είχαν βάρδια.
Τότε ήταν που, κουτρουβαλώντας τον γκανγκουέη από την γέφυρα ο μαρκόνης ανεμίζοντας ένα ραπόρτο φώναζε: «Καπετάνιε… καπετάνιε… βγήκανε τα τανκς στην Ελλάδα… Δικτατορία… Δικτατορία», ξαφνιάζοντας την μακαριότητα της ώρας κι αναγκάζοντάς μας να παρατήσουμε τ’ αγκίστρια στα φαγκριά να τα τραβολογούν απελπισμένα γυρεύοντας μια ανέλπιστη ευκαιρία για λευτεριά.
«Πραξικόπημα… Πραξικόπημα…», συνέχιζε να ωρύεται ο ασυρματιστής που ήταν και νέος και πολύ εκδηλωτικός, με αποτέλεσμα, ο βαρύς κι ασήκωτος καπετάνιος που πρέσβευε το «τα του οίκου μη εν δήμω», να του αρπάξει το ρεπόρτο από το χέρι και να τραβήξει αμίλητος και συνοφρυωμένος για το γραφείο του για να ενημερωθεί και να σχεδιάσει το τι θα μας ανακοινώσει.
Φυσικά τον ακολούθησε ο ασυρματιστής για να του περιγράψει δια ζώσης το πώς και τι άκουσε μέσω των ερτζιανών από τις επίσημες πηγές αλλά κι αν έτυχε να πάρει το αυτί του μηνύματα και λεπτομέρειες από συναδέλφους του και άλλες ανεπίσημες ανακοινώσεις.
Φυσικά, στη συνέχεια, ο γρήγορος με το σβέλτο σώμα και στόμα, δεν μας άφησε κι εμάς στο σκοτάδι περνώντας για μια γρήγορη ενημέρωση πριν γυρίσει σφαίρα στον ασύρματο γιατί, αν τον έπιανε ο καπετάνιος να λείπει από το πόστο του σε τόσο κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα και το μέλλον της, θα είχαμε κι άλλα γεγονότα on board αφού και το πλοίο μας, στου οποίου τον ιστό περήφανα κυμάτιζε η γαλανόλευκη, εθεωρείτο έδαφος ελληνικό και κομμάτι της ελληνικής επικράτειας κατά το σύνταγμα, άρα κι εδώ ίσχυε πια ο στρατιωτικός νόμος και μας σκέπαζε η φοβέρα και μας έσκιαζε η σκλαβιά.
Από κει κι ύστερα τι να σας πω περισσότερα;
Τα «λες» και τα «για φαντάσου», τα «άραγε» και τα «γιατί», τα «και τώρα», τα «μήπως», τα «Θεός φυλλάξει» και «να μην ξαναδούμε ν’ αλληλοσφάζονται αδέλφια και συγγενείς», άρχισαν να παίρνουν και να δίνουν στα καπνιστήρια, στις τραπεζαρίες, στη γέφυρα και στη μηχανή, στις καμπίνες και στους αλουέδες.
Ο μαρκόνης έγινε το σημαίνον πρόσωπο της ημέρας κι όλων των επόμενων, που ο καπετάνιος έδινε πληροφορίες φειδωλά και συγκρατημένα, φοβούμενος παρερμηνείες, αντιδράσεις και πολιτικές αντεγκλήσεις ορισμένων που μετά από δυο δεκαετίες από τις παλιές συμφορές ήταν ακόμη παθιασμένοι με ιδέες και τσιτάτα.Εγώ δε, με τη σύνοψη ανά χείρας μερονυχτίς, διάβαζα την παράκληση και το «‘Υπερμάχω», γιατί είχα αφισμένο κι ένα παιδάκι, βρέφος ακόμη, σε παραμεθόριο νησί, είχα αθώα αδέλφια στην εφηβεία, μα και γονιούς με παλιές ανεπούλωτες πληγές από άλλες άγριες παρόμοιες καταστάσεις.
Ε… τα υπόλοιπα κι όσα ζήσαμε κι είδαμε… τα ξέρετε…
Τελικά, μόνο τα φαγκριά βγήκαν κερδισμένα τότε, αφού ξεχάστηκαν να σπουρδούν πραξικοπηματικά στην πρύμη για λευτεριά και την αξιώθηκαν!