ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ
Απομεσήμερο Ιουλίου στην πόλη. Ξάπλωσε για να διώξει την κούραση του πρωινού. Ένιωθε το κορμί του να λιώνει από τη ζέστη και άπλωσε το χέρι στο κοντρόλ του κλιματιστικού. Την ίδια κίνηση έκανε και πριν από λίγα λεπτά αλλά αυτό δεν υπάκουε, δεν λειτουργούσε, γιατί να λειτουργήσει τώρα; Γιατί να μην έχει έναν ανεμιστήρα; Απόλυτη ησυχία. Κανένα μωρό να κλαίει, κανένα παιδί να φωνάζει, κανένας σκύλος να γαυγίζει σε κάποιο μπαλκόνι. Όλη η γειτονιά προσπαθούσε να βρει μια λύση στην αβάσταχτη ζέστη.
Ένας ήχος διέκοψε την προσπάθειά του να αποκοιμηθεί για λίγο. Το πέταγμα μιας μύγας. Αυτός ο ενοχλητικός ήχος, άλλοτε πιο έντονος και άλλοτε λιγότερο, ανάλογα από το πόσο κοντά στο αυτί του πετούσε. Όχι, δεν θα της έκανε το χατίρι να σκεπαστεί με το σεντόνι για να την εμποδίσει να κόβει βόλτες στα γυμνά του πόδια. Την αφουγκράστηκε. Κάτι του θύμιζε ο ήχος από το πέταγμά της. Ξαφνικά, αυτό το ενοχλητικό ζζζζζζζζ….. του έγινε τόσο γνώριμο όπως οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια.
Απομεσήμερο Ιουλίου στο νησί, καλοκαιρινές διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς. Όλο το χειμώνα ανυπομονούσε να συναντήσει τους φίλους του και να παραβγεί μαζί τους στις βουτιές από το μόλο. Αποκαμωμένος και αφού η γιαγιά είχε βγει να τον φωνάξει τρεις ή τέσσερις φορές, έφαγε με το ζόρι τα γεμιστά που είχε εκείνη ετοιμάσει και είχε ξαπλώσει στη δροσιά του πετρόχτιστου σπιτιού για να διαβάσει το τελευταίο τεύχος από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα που είχε αγοράσει από το περίπτερο. Του ήταν όμως αδύνατον να συγκεντρωθεί. Εκείνη η μύγα είχε εισβάλει με φόρα από το ανοιχτό παράθυρο και παίρνοντας δύναμη από τη δροσιά του δωματίου, πετούσε γύρω του με αυτόν τον ενοχλητικό ήχο, ζζζζζζζ…
Απομεσήμερο Ιουλίου στο νησί. Η γιαγιά πήγε δίπλα, στην κυρα-Θοδώρα που είχε αρρωστήσει κι εκείνος βρήκε ευκαιρία να καλέσει την παρέα του για να ακούσουν στο φορητό του πικ-απ τους δίσκους που είχε φέρει από την Αθήνα. Τα είχε κανονίσει καλά. Μόλις έκλεισε το μάτι στα αγόρια, εκείνα βρήκαν μια δικαιολογία και έφυγαν. Έμεινε μόνος με την Κατερινούλα. Δεν ήξερε τι να κάνει όμως του έφτανε που θα ήταν μόνος μαζί της, καθισμένος δίπλα της και ίσως να έβρισκε την ευκαιρία να αγγίξει τις κατάμαυρες μακριές τις πλεξούδες. Όμως εκείνη η διαβολεμένη μύγα που μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο και άρχισε να πετάει γύρω τους, έκανε την Κατερινούλα να πεταχτεί επάνω και να αρχίσει να την κυνηγάει για να την διώξει γιατί σιχαινόταν τις μύγες. Μέχρι που απογοητευμένη γιατί δεν μπορούσε να την διώξει, έφυγε εκείνη.
Απομεσήμερο Ιουλίου στο νησί. Με τον Νικόλα και τον Μάριο, κλειδαμπαρωμένοι στο δωμάτιό του, άνοιξαν το πακέτο με τα τσιγάρα που ο Νικόλας είχε πάρει κρυφά από τον πατέρα του και άναψαν από ένα. Ο βήχας τους έπνιξε αλλά δεν τόλμησαν να βήξουν γιατί δίπλα κοιμόταν η γιαγιά. Μετά από τρία τσιγάρα ο κάθε ένας, ο καπνός γέμισε το δωμάτιο και άνοιξε το παράθυρο για να αναπνεύσουν. Να που πάλι μια μύγα πέταξε μέσα χωρίς να δείχνει να την ενοχλεί η πνιγηρή ατμόσφαιρα και άρχισε να γυρίζει πάνω από τα κεφάλια τους με εκείνο το ενοχλητικό ζζζζζζζζ…
Απομεσήμερο Ιουλίου στο νησί. Σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο, προσπαθούσε να διαβάσει για τις εξετάσεις που θα έδινε το επόμενο καλοκαίρι. Δύσκολη η Χημεία και ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί όταν άκουγε τα τζιτζίκια στην αυλή. Άκουσε και τους φίλους του που τον αναζητούσαν στο πλατύσκαλο για να πάνε στην πλατεία αλλά η γιαγιά του τους έδιωξε και μετά από λίγο μπήκε στο δωμάτιό του με ένα κομμάτι κολοκυθόπιτα που είχε φτιάξει. Μαζί της μπήκε και μια μύγα. Την είδε να τριγυρίζει πάνω από το πιάτο και τον έπιασε πανικός. Καταβρόχθισε το κομμάτι πριν τον προλάβει εκείνη και η γιαγιά βγήκε από το δωμάτιο ικανοποιημένη από τον εγγονό της όμως η μύγα έμεινε να πετάει γύρω του με εκείνο το ενοχλητικό ζζζζζζζζζζ…
Τελικά, ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου στην πόλη και μια ενοχλητική μύγα, του θύμισε τα γεμιστά της γιαγιάς, την κολοκυθόπιτά της, τις βουτιές από το μόλο, τον Νικόλα και τον Μάριο, την Κατερινούλα με τις κατάμαυρες μακριές πλεξούδες, το πρώτο του τσιγάρο, τα καλοκαίρια του στο νησί που δεν ξαναπήγε γιατί η γιαγιά πέθανε και το σπίτι πέρασε στα χέρια της θείας του. Σηκώθηκε, πήρε μια πετσέτα και άρχισε να κυνηγάει τη μύγα. Μα που πήγε η μυγοσκοτώστρα;