ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ
Οι άνθρωποι αλλάξανε ανά τους αιώνες,
τα δόντια τους γίναν γαμψά και κόκκινες οι κόρες…
Η πείνα τους μεγάλωσε και θέλουνε το αίμα,
αχόρταγα το πίνουνε και σκίζουνε το δέρμα…
Σκληρότητα και πονηριά, κυριαρχεί στον κόσμο,
το χαίρονται σαν βλέπουνε πως προκαλούνε πόνο…
Όλους τους κοροϊδεύουνε για να τους ξεγελάσουν,
με στόχο να τους πάρουνε, για να τους ξεδιψάσουν…
Ο φόβος μας κυρίευσε και μας κατασπαράζει,
ακόμα κι η υπόνοια, με βάσανο μας μοιάζει…
Λίγοι πλέον έμειναν που ζουν με καλοσύνη,
φυλάγονται και χτίζουνε ασπίδες να μην φύγει…
Ο πειρασμός και η άγνοια, μας πάει σε λημέρια,
δύσβατα και απόμερα με γυρισμό κανένα…
Μα πόση πλέον δύναμη σου έμεινε να κρίνεις;
Τον εαυτό σου τον ρωτάς και απάντηση δεν δίνεις…
Μήπως υπάρχει Δαίμονας πίσω από την μορφή τους;
Μήπως είναι Άγγελος ν’ ανθίσει η ψυχή τους;
Κανείς μας δεν θα ήθελε να γίνει άλλου γεύμα,
να παίρνει μόνο διαταγές και να απαντά με νεύμα.
Κάποιοι που σωθήκανε, φοβούνται όταν θυμούνται,
Το παρελθόν τους βρίσκουνε μπροστά σαν προχωρούνε…
Μα κάπου μέσα στην καρδιά, υπάρχει μία ελπίδα,
πως στην βρωμιά του κόσμου αυτού, ανθίζει η ευτυχία…
Είναι ένας σπάνιος καρπός, που κρύβεται απ’ το πλήθος,
είναι και πολύτιμος, όμορφος σαν λίθος…
Κάποιοι που τον βρήκανε, τον πήραν και τον κρύψαν,
άλλοι με ανθρώπους τους, ευθύς τον μοιραστήκαν…
Μπορεί την γη το είδος μας, να ʼχει κατασπαράξει,
μα το λουλούδι αυτό θα ανθίζει όπου κάτσει…
Προσφέρει σε όλους δύναμη, αγάπη και ηρεμία,
να νιώθουν όλοι ευτυχείς και όχι δυστυχία.