ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
Αγαπητέ μου Αστρίτ Λιουλιούσι,
Χαίρομαι που ισχυρίζεσαι ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν Αρβανίτης και μεγάλωσε σε αρβανίτικο περιβάλλον. Και ξέρεις γιατί; Γιατί κι εγώ Αρβανίτισσα είμαι και μεγάλωσα σε αρβανίτικο περιβάλλον, κάτω από το Σούλι και τα σουλιώτικα περήφανα βουνά. Και οι Σουλιώτες πρόγονοί μου Αρβανίτες ήταν και αυτήν τη γλώσσα μεταχειρίζονταν στις καθημερινές επαφές τους -οι περισσότερες φάρες τους- και ξέρω καλά πως η αρβανίτικη γλώσσα, της μάνας και του πατέρα μου πολύτιμη κληρονομιά, είναι γλώσσα αρχαία ελληνική με ρίζες που χάνονται πολύ πίσω, στα προ-ομηρικά χρόνια, γλώσσα των Πελασγών προγόνων μας και του Δία, του Πελασγικού της Δωδώνης μας η ιερή λαλιά.
Όσο επομένως είμαστε εμείς οι Αρβανίτες Αλβανοί, άλλο τόσο είναι και ο Κολοκοτρώνης.
Γιατί, αγαπητέ μου Αστρίτ, δεν έχεις καταλάβει, δεν έχετε καταλάβει όλοι σας εκεί στη μικρή σας χώρα με τα μεγάλα κόκκινα και μαύρα όνειρά σας, αδελφέ μου φυλετικά και γλωσσικά, αφού την ίδια γλώσσα μιλάμε των Πελασγών προγόνων μας, εσείς είστε αυτοί που πρέπει να μελετήσετε επισταμένως την Ιστορία σας, να αναθεωρήσετε πολλές απόψεις, και για την καταγωγή σας και για τη γλώσσα σας και να καταστείτε πρωτολάτες στο γκρέμισμα αυτών των τειχών που ορισμένοι ήγειραν ανάμεσά μας, υπηρετώντας ιδιοτελείς και δόλιους σκοπούς.
Οι απανταχού της χώρας μας Αρβανίτες, παλαιότεροι και νεότεροι, δεν χρειάζονται άλλη πατρίδα ή εθνικότητα˙ δεν είναι ορφανοί. Σε ευχαριστούμε πολύ για το ενδιαφέρον σου, αλλά πατρίδα είχαμε και έχουμε και είναι η Ελλάδα. Γι’ αυτήν πολεμήσαμε, ποτέ δεν την εγκαταλείψαμε σε πόλεμο και φτώχεια, ποτέ δεν την προδώσαμε και, επιστρέφοντας από την ξενιτιά, σ’ αυτήν και πάλι συνεχίσαμε να ζούμε με τα παιδιά μας κι ας είχαμε εξασφαλίσει το μέλλον το δικό τους και το δικό μας.
Μαζί να δώσουμε τα χέρια, να κλείσουμε τα αυτιά σε φωνές που υπηρετούν σχέδια δολίων…
Φροντίστε εσείς να απαλλαγείτε από τα σύνδρομα και τις ανασφάλειές σας και κοιτάξτε να δημιουργήσετε, με την ιδιαίτερη ευφυΐα και εργατικότητα της φυλής σας, σαν αετοί και περήφανοι Σκιπουτάρηδες που επαίρεστε πως είστε -και είστε, όταν το θέλετε- μια μεγάλη Αλβανία, αλλά στην οικονομία, τον πολιτισμό και τη Δημοκρατία και όχι στα σύνορα, με όνειρα που χρειάζονται το αίμα των παιδιών σας, για να πραγματοποιηθούν και, το μείζον, σαθρά θεμέλια έχουν.
Αντί να αναλώνεστε σε κόκκινα, επικίνδυνα για σας τους ίδιους και τα παιδιά σας ανιστόρητα όνειρα, μήπως θα ήταν προτιμότερο να φροντίσετε να στείλετε δασκάλους στη χώρα μας αλλά και σε κάθε χώρα, να διδάσκονται τα παιδιά σας τη γλώσσα σας και την Ιστορία σας; Ούτε αυτό έχετε πράξει, με αποτέλεσμα να χάνετε σταδιακά την εθνική σας ταυτότητα και υπόσταση.
Σας χρειαζόμαστε, σας θέλουμε δίπλα μας, αδέλφια και καλούς γείτονές μας, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για το καλό και των δύο φυλετικά και γλωσσικά συγγενικών λαών. Μαζί να δώσουμε τα χέρια, να κλείσουμε τα αυτιά σε φωνές που υπηρετούν σχέδια δολίων και να απαλλαγούμε από αντιλήψεις που μας οδήγησαν σε αντίπαλες όχθες…
Την εκτίμησή μου.
ΥΓ: Το 2010 δημοσίευσα στην εφημερίδα της Πρέβεζας «Τοπική Φωνή», άρθρο με θέμα την λειτουργία σχολείων μητρικής γλώσσας για τους Αλβανούς μαθητές του Νομού μας, διαπιστώνοντας, μετά από προσωπική έρευνα και με στοιχεία που μου παραχωρήθηκαν από τους προϊσταμένους της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πρέβεζας, αλλά και τον τότε νομάρχη, ότι οι φοιτώντες μαθητές εξ Αλβανίας ήσαν περί τους 900.
Στο άρθρο συμμετείχαν, διατυπώνοντας και την άποψή τους, η διευθύντρια της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κυρία Κική Σφονδύλη, ο προϊστάμενος της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης κύριος Ντούσκας Νικόλαος, ο τότε Νομάρχης και συνάδελφος Βασίλης Ιωάννου, παιδιά από την Αλβανία και εργαζόμενοι αλλά και συνάδελφοι εκπαιδευτικοί.
Δυστυχώς, το άρθρο αυτό δεν συνεκίνησε τους ιθύνοντες της γείτονος χώρας (απεστάλη στον τότε υπουργό Παιδείας της Αλβανίας) και σήμερα, ακόμη και αν στο διάστημα αυτό η δύναμη των μαθητών έχει αισθητά μειωθεί, τα παιδιά της Αλβανίας εξακολουθούν να μην έχουν τη δυνατότητα να διδάσκονται την μητρική τους γλώσσα, σε αντίθεση με τα Ελληνόπουλα, τα οποία απανταχού της γης απολαμβάνουν το μέγιστο αγαθό της Παιδείας, υπέρτατο καθήκον κάθε χώρας που σέβεται τον εαυτό της…
Αγαπητέ μου Αστρίτ, τι έχεις, αλήθεια, να πεις γι’ αυτό;