ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
Η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου πιάνει την πένα για να γράψει, άλλοτε ποιήματα κι άλλοτε μυθιστορήματα. «Έρχονται και με ξεσηκώνουν για να τα βγάλω στο χαρτί», εξομολογείται η ίδια. Θα προσθέσω ότι, ευτυχώς που αυτά τα ποιητικά και συγγραφικά διαμάντια κάνουν πολύ θόρυβο μέσα της, ώστε την αναγκάζουν να τα μοιραστεί με τους αναγνώστες.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Αγγελική, είσαι συγγραφέας και ποιήτρια. Τι από τα δύο σε εκφράζει περισσότερο;
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ: Από την Τρίτη Δημοτικού ξεκίνησα να γράφω ποιηματάκια. Το πρώτο μου ήταν ένα ποίημα για τη Σημαία κι ακολούθησαν τα σχετικά με τα σύννεφα, τα λουλουδάκια, τη φιλία, την αγάπη κι άλλα τέτοια «δύσκολα» θέματα που με άγγιζαν τότε. Η μαμά μου – που έγραφε κι εκείνη ποίηση – με παρότρυνε να συνεχίσω κι έστελνε τα στιχάκια μου στη θεία Λένα που τα διάβαζε στις εκπομπές της, προς τέρψη και καμάρι των γονέων των παπουδογιαγιάδων μου κι όλης της ευρύτερης οικογένειας, πράγμα που κι εμένα μ’ ευχαριστούσε, με διασκέδαζε και με ανακούφιζε παράλληλα, χωρίς να το συνειδητοποιώ. Στη συνέχεια, έγραφα πολύ καλές εκθέσεις στις οποίες πάντα έπαιρνα άριστα και επαίνους. Άρα, γεννήθηκα και με τα δυο πιθάρια της προίκας μου φορτωμένα.
Μ.ΓΚ.: Πότε καταφεύγεις στα ποιήματα και πότε στα μυθιστορήματα;
Α.Σ.: Και τα ποιήματα και τα πεζά μου, μόνα τους έρχονται και με ξεσηκώνουν για να τα βγάλω στο χαρτί. Αν δεν μου χτυπήσουν εκείνα την πόρτα, εγώ δεν κάνω τον κόπο ποτέ να τα ψάξω. Είμαι ακαμάτρα και μόνο αν το διασκεδάζω κι ανακουφίζομαι γράφω.
Μ.ΓΚ.: Τι είναι για σένα ποίηση;
Α.Σ.: Απόλαυση και συμμετοχή φυσικά, κι όχι μελέτη. Αν διαβάζοντας ένα ποίημα, η ψυχή και το μυαλό μου ευφρανθούν και οι προβληματισμοί κι οι αγωνίες μου ταυτιστούν με τα μηνύματά του, τότε του επιτρέπω να με αγκαλιάσει, να μου χαϊδέψει τις αισθήσεις, να μου δικαιώσει τα συμπεράσματα, να μου ξεσκονίσει τα αναπάντητα και να μου απαντήσει στα ζητούμενα. Αν δεν τα επιτύχει, για μένα είναι άχρηστο κι αυτή η ποίηση κουραστική, πληκτική και δήθεν.
Μ.ΓΚ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή σου με τίτλο «Η τριλογία των αντί». Τι είδους ποίηση περιλαμβάνεται σ’ αυτή;
Α.Σ.: Θα σου απαντήσω με ένα απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου αυτού: «Μην περιμένετε λοιπόν να απολαύσετε εδώ λυρισμό, ρομαντισμό, ευαισθησίες ποιητικές και τρυφερά συναισθηματικά λόγια. Αλλά ετοιμαστείτε να οργιστείτε μαζί μου, να αντιδράσετε και να αντισταθείτε, συναισθανόμενοι την ανάγκη μου να πολεμήσω, με όπλο την πένα μου και πυρομαχικά τις λέξεις, ορατούς κι αόρατους εχθρούς της ανθρωπότητας, δηλαδή, όσους πίνουν το αίμα των λαών σαν νερό και το μέλλον το παιδιών μας το καταναλώνουν προκαταβολικά και το στραγγίζουν».
Μ.ΓΚ.: Σε ποια «αντί» αναφέρεται;
Α.Σ.: Μα φυσικά σ’ όλες τις αντιρρήσεις μου για της εποχής μας τα στραβά και τ’ ανάποδα και πάνω απ’ όλα για όσα εγκληματικά κατεργάζονται οι διορισμένοι υπάνθρωποι εναντίον των αθώων.
Μ.ΓΚ.: «Αντί πυρών» είναι η πρώτη ομάδα των ποιημάτων της συλλογής. Ποια είναι αυτά τα «πυρά»;
Α.Σ.: Μα οι αγανακτισμένες λέξεις και οι στίχοι-γροθιά είναι τα μόνα πυρά που ξέρω και μπορώ να χειριστώ και να εξαπολύω στους ύπουλους εχθρούς των αξιών και της ανθρωπότητας.
Μ.ΓΚ.: Σε ποιους σκλάβους αναφέρεται το ποίημα «Το τραγούδι του σκλάβου»;
Α.Σ.: Σ’ όσους, σαν και μένα την ίδια, αφεθήκαμε κάποτε στο να γίνουμε υποχείρια και εφαλτήρια στα σχέδια και τα κέρδη σφετεριστών της ύπαρξης και των δυνατοτήτων μας.
Μ.ΓΚ.: «Κοίταξε τους χειροκροτητές / όσους θα σε χειροκροτήσουν / για να τους ξαναχειροκροτήσεις», γράφεις στο ποίημα «Προσκυνημένος». Τι υπαινίσσεσαι;
Α.Σ.: Το δούνε και λαβείν, τα κατά συνθήκη ψεύδη, το αλισβερίσι το κοινωνικό και το οικονομικό, «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», εννοώ.
Μ.ΓΚ.: Ποια είναι τα διλήμματα στο ομότιτλο ποίημά σου;
Α.Σ.: Τα προαιώνια βέβαια. Το καλό και το κακό, το εύκολο και το δύσκολο, το σωστό και το λάθος˙ με λίγα λόγια ο δρόμος της αρετής και της κακίας, τα οποία, όσο ζούμε, μας τραβούν πότε από τη μια πότε από την άλλη κι ως το τέλος μας παραπαίουμε ανάμεσά τους.
Μ.ΓΚ.: «Άξιος-ανάξιος» είναι ο τίτλος ενός άλλου ποιήματός σου. Ποιος είναι ο άξιος και ποιος ο ανάξιος;
Α.Σ.: Με στίχους από το ποίημα θα σου απαντήσω κι εδώ: «Ανάξιος είσαι της κληρονομιάς σου και της ράτσας σου, ανάξιος της λευτεριάς, της αυτοδιάθεσης και της τιμής σου και άξιος μείνε μόνο, για φτηνές υπεκφυγές και πλάνες ψευδαισθήσεις».
Μ.ΓΚ.: «Κατάρα, φωνάζουμε στους αίτιους του μακελειού. Αλλά κανείς δεν λέει κατάρα στον εφησυχασμό μας». Ποιος είναι ο αίτιος και ποιος ο εφησυχασμένος;
Α.Σ.: Ολοκληρωτικά «αίτιοι» είναι ο ευδαιμονισμός, ο εφησυχασμός κι ο ωχαδερφισμός κι «εφησυχασμένοι» όλοι μας, άλλος πολύ, άλλος λίγο…
Μ.ΓΚ.: Ποιο είναι «του Κάιν το χτικιό» που αναφέρεις στο ποίημα «Σελίδες ιστορίας»;
Α.Σ.: Το αυτονόητο βέβαια: η κατάρα της αναδελφοσύνης.
Μ.ΓΚ.: «Η δύναμη και η αδυναμία μου μικροί θεοί δίδυμοι», γράφεις. Πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται η δύναμη από την αδυναμία;
Α.Σ.: Για μένα, όπως τις αποκαλώ και στο ποίημα, είναι δίδυμες και μάλιστα σιαμαίες. Γιατί εύκολα μπορεί κανείς να αποκαλεί δύναμη την αδυναμία του όπως, για παράδειγμα, ο αθλητής που την απόλυτη αγάπη και αδυναμία του στο άθλημα την κάνει δύναμή του και γίνεται Ολυμπιονίκης κι ο άλλος, την αδυναμία του την χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο, που να αποδεικνύει τη δύναμή του. Ο ανάπηρος που νικά την αδυναμία του και γίνεται κι αυτός Ολυμπιονίκης, λόγου χάριν.
Μ.ΓΚ.: Η δεύτερη ενότητα της ποιητικής συλλογής, ονομάζεται «Αντί λυγμών». Σε ποιους λυγμούς αναφέρεται;
Α.Σ.: Στους λυγμούς και στον σπαραγμό που καθημερινά ανακουφίζουν τον καθένα μας, για τις οδύνες, την αδικία, την απόρριψη, τα μίση, τον ανταγωνισμό, τις απογοητεύσεις κι όσα βιώνουμε και βασανίζουν τις ψυχές μας και τα σώματα.
Μ.ΓΚ.: Τι θέλεις να δηλώσεις με το ποίημά σου «Παραίτηση»;
Α.Σ.: Την άρνησή μου σε κάθε κατεστημένο και στην υποκρισία να αποδέχομαι και να δείχνω ικανοποίηση σ’ όσα με κάνουν αρεστή στους άλλους και αφόρητη στη συνείδησή μου.
Μ.ΓΚ.: «Για τον καθένα που πονά / ποιος θα σταθεί τη θέση του να πάρει», είναι ένας ακόμα στίχος σου. Ο πόνος είναι μοναχική υπόθεση;
Α.Σ.: Για μένα εντελώς. Αν δεν βρει ο καθένας μόνος το στρατί που θα οδηγήσει το άρρωστο σώμα του και την ματωμένη ψυχή του στην παρηγοριά και τη θεραπεία, όλα τα άλλα είναι δεκανίκια προσωρινά και δοκιμαστικά φάρμακα. Άλλωστε και οι γιατροί, οι θεραπείες, οι ψυχολόγοι κι οι ψυχοθεραπευτές, σ’ αυτό μας βοηθούν. Στο να βρούμε τη δύναμη να παλέψουμε για να κερδίσουμε την ίαση.
Μ.ΓΚ.: Ποιο είναι το «Λάθος», στο ομότιτλο ποίημα;
Α.Σ.: Το λάθος τού να επιμένει κανείς σε κάτι που ολοφάνερα δεν έχει μέλλον.
Μ.ΓΚ.: «Είναι και η θλίψη συντροφιά», ονομάζεις ένα ποίημά σου. Τι είδους συντροφιά είναι η θλίψη;
Α.Σ.: Σοφή συντροφιά τη θεωρώ. Σκαλίζει βαθιά σαν νυστέρι τα καλά κρυμμένα κι απωθημένα, μέχρι να βγουν τα υγιή και τα σωστά στην επιφάνεια, να δώσουν μια ξαναγεννημένη αυτοεκτίμηση και μια καινούρια υπόσταση και νόημα στη ζωή μας…
Μ.ΓΚ.: «Η γη πονεί», είναι το τελευταίο ποίημα της δεύτερης ενότητας. Σε τι αναφέρεσαι;
Α.Σ.: Μα στα δεινά της ανθρωπότητας, βέβαια! Τα δεινά που μόνος του ο άνθρωπος κατεργάζεται, έστω κι αν οι περισσότεροι των ανθρώπων το κάνουν εν αγνοία. Κι η άγνοια είναι έγκλημα και μάλιστα μεγαλύτερο στην εποχή μας που οι πληροφορίες, η γνώση, η αφύπνιση και η ενημέρωση είναι σε πρώτη ζήτηση και ολοφάνερες.
Μ.ΓΚ.: Η ενότητα «Αντί αλαλαγμών», τι ποιήματα περιλαμβάνει;
Α.Σ.: Κάποιες αχτίδες ήλιου, μια ρανίδα, παρηγοριάς, μερικές στιγμές ανακούφισης, ένα χαμόγελο, μια νότα αισιοδοξίας, ένα κλείσιμο του ματιού στην ελπίδα, αυτά και κάποια παρόμοια.
Μ.ΓΚ.: «Ο πόλεμος κι ο έρωτας γράφουν την ιστορία…», αναφέρεις. Πιστεύεις ότι όλα γυρίζουν γύρω από αυτά τα δύο;
Α.Σ.: Ακράδαντα. Πόλεμος κι αγώνας το να επιζείς καθημερινά ανάμεσα σε εχθρούς, προκλήσεις, ύπουλα περάσματα, στενωπούς ασφυκτικούς κι αβέβαια αποτελέσματα των μαχών σου, κι έρωτας είναι το να ζεις επικινδύνως και να περνάς την κάθε μέρα σου ανασφαλής κι όλο ν’ αναρωτιέσαι για την ανταπόκριση της ερωμένης σου της ζωής.
Μ.ΓΚ.: Πότε «τα παλιά βάσανα, οι αναμνήσεις, οι πίκρες και τα χαμένα χρόνια» γίνονται «Ξένη ιστορία»;
Α.Σ.: Αυτό το «πότε», είναι για τον καθένα «κάποτε»», που η ακριβοπληρωμένη πείρα της ζωής σου ξεπληρώνει τον τόκο για τις καταθέσεις που της έχεις κάνει.
Μ.ΓΚ.: Ποια είναι η δύναμη που κρύβεται στο ελάχιστο;
Α.Σ.: Η αυτάρκεια!
Μ.ΓΚ.: «Γράφω… γράφω… γράφω…», τονίζεις στον επίλογο. Τι σε κάνει να γράφεις;
Α.Σ.: Η επίγνωση της ασημαντότητας και του πεπερασμένου μου.
Μ.ΓΚ.: Αφού σε ευχαριστήσω και σου ευχηθώ καλοτάξιδο το βιβλίο σου, θα σου ζητήσω να κλείσεις αυτή τη συνέντευξη με έναν αγαπημένο σου στίχο μέσα από το βιβλίο.
Α.Σ.: Κι εγώ σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, Μαίρη μου, για την πολύτιμη ώρα σου που αφιέρωσες στο να κοιτάξεις με εμβρίθεια και ν’ ανασύρεις ανάμεσα από την ποιητική συλλογή μου τους καίριους στίχους, εκείνους που με λίγες λέξεις αποδίδουν στον αναγνώστη τα μηνύματά μου. Εύχομαι με τη σειρά μου και για σένα μόνο επιτυχίες στα όσα καταπιάνεσαι – που είναι πολλά κι επιτυχημένα πάντα – και καλές εμπνεύσεις για τα επόμενα βιβλία σου.
Μα, δεν θα κλείσω με δικό μου στίχο την κουβέντα μας – άλλωστε αναφερθήκαμε σε αρκετούς πιο πάνω – αλλά με στίχο του Κώστα Καβάφη, που ήταν η έμπνευση για τον τίτλο της τριλογίας μου:
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις / η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις…
Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ, Κωνσταντίνου Καβάφη.
* Η ποιητική συλλογή «Η τριλογία των αντί» της Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική
ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου γεννήθηκε στη Χίο, όπου τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της.
Από τα πρώτα μαθητικά της χρόνια γράφει. Η ποιήτρια μητέρα της, Ξανθή Σ. Συρρή, της κληροδότησε το χάρισμα να εκφράζεται γράφοντας και την έμαθε να αγαπά τον λόγο και τους ανθρώπους. Μαθήτρια του Γυμνασίου, πρωτοστάτησε στην έκδοση του μαθητικού περιοδικού «Ιάς». Διήγημά της ανθολογήθηκε από τον ποιητή και συγγραφέα Γεώργη Διλμπόη, στην Ανθολογία Χίων Διηγηματογράφων.
Την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κορμοράνοι» εξέδωσε το 1981, με τη βοήθεια του Φιλοτεχνικού Ομίλου Χίου.
Το 1991 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Κορμοράνοι II», η οποία, πριν εκδοθεί, βραβεύτηκε με πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό του συλλόγου «Βιβλιοθήκη ο Κοραής Βαρβασίου Χίου».
Τον Μάρτιο του 2001 η Εμπειρία Εκδοτική κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα «Εκείνη Που Έπρεπε Να Φύγει», το οποίο η Διεθνής Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών βράβευσε με το πρώτο βραβείο πεζογραφήματος.
Τον Οκτώβρη του 2002, πάλι από την Εμπειρία Εκδοτική, παρουσιάζεται το νέο της μυθιστόρημα «Της Στεριάς Τα Κύματα», που βραβεύτηκε από την Εθνική Εταιρεία των Ελλήνων λογοτεχνών σε πανελλήνιο διαγωνισμό, στη μνήμη της Ουράνας Διωματάρη.
Τον Φεβρουάριο του 2004, με το μυθιστόρημά της «Και… Μην Ορκίζεσαι» από την Εμπειρία Εκδοτική, συμπληρώνεται και κλείνει μια τριλογία.
Το «Μισό Καράβι από τη Χιο» είναι το τέταρτο μυθιστόρημά της, που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2007 και πάλι από την Εμπειρία Εκδοτική.
Τον Ιούλιο του 2010 η εκδοτική εταιρεία Άλφα Πι εκδίδει την πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Τα Χιώτικα Είναι Αλλιώτικα», η οποία είχε βραβευτεί στις 21 Ιανουαρίου 2008 με το πρώτο βραβείο ανέκδοτης συλλογής διηγημάτων από την Εθνική Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Τον Απρίλιο του 2014 από τις εκδόσεις «Λεξίτυπον», εκδίδεται το λαογραφικό και αυτοβιογραφικό της αφήγημα με τίτλο «Λες και ήταν χθες».
Τον Νοέμβριο του 2015, από τις εκδόσεις «Λεξίτυπον», εκδίδεται το λαογραφικό και ιστορικό θεατρικό με τίτλο «Όλα για την Ελπίδα».
Τον Ιούλιο του 2016 υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την Εμπειρία Εκδοτική του Ομίλου Νίκη Εκδοτική, για την επανέκδοση των μυθιστορημάτων της, τα οποία επανακυκλοφόρησαν ήδη.