ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: PETER TAMAS
Η γνωριμία μου με τον Πατέρα Ανδρέα Κουμπή ήταν παράξενη, γιατί ήταν διαδικτυακή! Αυτό το μέσο που πολλοί κατηγορούν, αλλά που λειτουργεί θετικά και αξιοπρεπώς όταν κάποιος το χειρίζεται με τον σεβασμό που οφείλει απέναντι στον εαυτό του και απέναντι σε όποιον βρίσκεται πίσω από μια άλλη οθόνη που βρίσκεται μακριά.
Ο Πατέρας Ανδρέας με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή με την πορεία της ζωής που έχει ακολουθήσει: Μαθηματικός, θεολόγος, οικογενειάρχης και μετά τη συνταξιοδότησή του από το εκπαιδευτικό σύστημα, χρίσθηκε ιερέας. Η αγάπη του για την έρευνα και την ιστορία, τον οδήγησε να ακολουθήσει και μια σημαντική συγγραφική πορεία, γράφοντας βιβλία για την ιστορία των Σπετσών καθώς επίσης και θεολογικά.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Πάτερ Ανδρέα, γεννηθήκατε στον Πόρο Τροιζηνίας, το 1948, σε μια εποχή ακόμα δύσκολη για την Ελλάδα. Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια;
Π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΜΠΗΣ: Τα θυμάμαι με πολλή νοσταλγία. Ήταν όμορφα και ξέγνοιαστα χρόνια, μέσα στην οικογένειά μου, στους συγγενείς και τους φίλους μου. Έχω μία αδελφή, αλλά μπορώ να πω ότι απόλαυσα μεγάλη στοργή από όλους. Πολύ παιχνίδι, καλές παρέες, διάφορες δραστηριότητες που μας γέμιζαν -μέσα στα πλαίσια της εποχής βέβαια. Μέχρι σήμερα βρισκόμαστε με τους συμμαθητές και τους φίλους και αναπολούμε τα χρόνια εκείνα˙ όλοι μας έχουμε πολύ καλές αναμνήσεις.
Μ.Γ.: Μεγαλώνοντας, σπουδάσατε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον κλάδο σπουδών;
Α.Κ.: Κρίνοντας με τα σημερινά κριτήρια, πιστεύω ότι η επιλογή μου αυτή υπαγορεύτηκε ίσως και ασυνείδητα από τον τρόπο της σκέψης μου, που είναι άκρως οργανωτικός, με «δεδομένα και ζητούμενα» όπως λέγαμε στα προβλήματα του σχολείου. Έτσι, οι μαθηματικές σπουδές ήταν ό,τι καλύτερο για μένα και ευρύχωρο ένδυμα για τον τρόπο σκέψης και προγραμματισμού της ζωής μου.
Μ.Γ.: Μετά τη συνταξιοδότησή σας, αποφασίσατε να κάνετε έναν νέο κύκλο σπουδών και να χειροτονηθείτε ιερέας. Ποια ανάγκη σάς ώθησε σε αυτό;
Α.Κ.: Όταν πήρα το πτυχίο μου ως μαθηματικός, βάσει ισχύοντος τότε νόμου, γράφτηκα στη Θεολογική Σχολή με σκοπό να σπουδάσω Θεολογία, κάτι που ήθελα πάρα πολύ επίσης από τα μαθητικά μου χρόνια. Κι ενώ έφτασα στο δεύτερο έτος, μεσολάβησε ο διορισμός μου στην Μέση Εκπαίδευση, στο Γυμνάσιο Σπετσών, και οι τότε συνθήκες (μόνος μαθηματικός σε Γυμνάσιο και Λύκειο, με 36 ώρες την εβδομάδα) δεν μου επέτρεψαν να συνεχίσω. Πολύ αργότερα, όταν πλησίαζα στη συνταξιοδότησή μου και ήμουν ήδη Γυμνασιάρχης, μπόρεσα να συνεχίσω και να πάρω το πτυχίο της Θεολογίας. Όλα όμως αυτά τα χρόνια δεν ήμουν ξένος προς τη Θεολογία. Μελετούσα διαρκώς Θεολογικά συγγράμματα και παίρνοντας τη σύνταξη, μπόρεσα να αφοσιωθώ στη Θεολογία που ποτέ δεν την είδα ως ξένη με την ιεροσύνη. Όσο κι αν φαίνεται σε πολλούς παράξενο, η Θεολογία έχει μαθηματικό τρόπο σκέψης.
Μ.Γ.: Σήμερα είστε εφημέριος σε Ιερό Ναό των Σπετσών. Ως καθηγητής είχατε τους μαθητές σας, ως ιερέας έχετε το ποίμνιό σας. Υπάρχει διαφορά στον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετωπίζετε;
Α.Κ.: Ναι, υπάρχει. Τα μικρά παιδιά που είχα στο Γυμνάσιο πριν χρόνια, σήμερα είναι οικογενειάρχες και έχουν τα δικά τους παιδιά. Αρκετά από αυτά τα είχα μαθητές όπως και τους γονείς τους. Σαν καθηγητής έπρεπε να τους μάθω πράγματα, σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα κ.λπ.. Σήμερα, ως εφημέριος, δεν πρέπει να μαθαίνω τόσο, όσο να δείχνω. Για όσους πιστεύουν τον δρόμο της πίστης, για όσους αμφιβάλλουν ή δεν πιστεύουν τον δρόμο της «άλλης λύσης», και φυσικά για όλους και κυρίως τον δρόμο της Αγάπης.
Μ.Γ.: Με τη συγγραφή βιβλίων πότε αρχίσατε να ασχολείστε; Υπήρξε κάποια αφορμή;
Α.Κ.: Η έρευνα πάντα μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Μένοντας εδώ, στις Σπέτσες, σε ένα νησί με τόση μεγάλη ιστορία και αδιαμφισβήτητη συμβολή στον αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821, τα ερεθίσματα για έρευνα ήταν πολλά. Άρχισα να ερευνώ πρώτα πρώτα τους τόπους, τα σπίτια των αγωνιστών, να αναζητώ στοιχεία από τη ζωή τους, προσωπικά αντικείμενα κτλ. Όλα αυτά με οδήγησαν κάποια στιγμή στα αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου και το μεγάλο αρχείο των Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Άρχισα τότε με διαρκείς επισκέψεις να το «χτενίζω» βήμα βήμα, αναζητώντας από το όλο πλήθος, τους Σπετσιώτες. Το υλικό που μαζεύτηκε μετά από μία σχεδόν δεκαετία, εκδόθηκε σε δύο τόμους με τον τίτλο «Σπετσιώτες Ναυμάχοι». Τους μεγάλους και τους πλούσιους καραβοκύρηδες και καπεταναίους τους ήξεραν σχεδόν όλοι. Τώρα όμως ήρθαν στην επιφάνεια και οι μικροί, οι ναύτες, οι πυροβολητές, όλες οι ειδικότητες, όλα τα πλοία, τα πάντα… Εδώ έγκειται η αξία αυτής της έρευνας.
Μ.Γ.: Με τι είδους βιβλία καταπιάνεστε κυρίως;
Α.Κ.: Κυρίως ιστορικά και πιο συγκεκριμένα με περιεχόμενο την τοπική ιστορία του νησιού μας. Αλλά, τώρα, μετά την ιεροσύνη και κάποια θεολογικά.
Μ.Γ.: Με το βιβλίο σας «Πορεία προς το φως», ποιο μήνυμα θέλατε να στείλετε στους αναγνώστες σας;
Α.Κ.: Είναι ένα Θεολογικό βιβλίο, γραμμένο για τις ανάγκες των ενοριτών μου κυρίως, αλλά και κάθε άλλου που θα θελήσει να το διαβάσει. Το μήνυμα είναι πολύ βασικό και ξεκάθαρο: η ζωή του ανθρώπου πρέπει να είναι μια πορεία φωτεινή. Όχι μόνο επειδή πορευόμαστε προς τον Θεό που είναι το όντως Φως, αλλά για έναν ακόμη βασικό λόγο. Στην πορεία αυτή δεν πορευόμαστε μόνοι μας, αλλά παρέα με τους αδελφούς μας, οπότε ζούμε επίσης μέσα στο φως της σχέσης με αυτούς, που τελικά είναι το Φως της Αγάπης.
Μ.Γ.: Έχετε γράψει τα βιβλία «Οι παλιές εκκλησίες των Σπετσών», «Οι Σπετσιώτες Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Νικόλαος και Ιωάννης», «Σπετσιώτες ναυμάχοι» κ.ά. Τι επιδιώκετε μέσα από τα βιβλία σας;
Α.Κ.: Μέσα από τα ιστορικά, την ενημέρωση και την δημιουργική επαφή με το παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία μας, ούτε όμως να μένουμε και προσκολλημένοι στο παρελθόν. Μέσα από τα Θεολογικά, άρθρα και ομιλίες, ο σκοπός είναι να δείχνω πλευρές της ζωής, ξεχασμένες ίσως, που μπορούν να φανερώσουν στον άνθρωπο την αλήθεια της υπάρξεώς του και του σκοπού του.
Μ.Γ.: Πόσος χρόνος έρευνας απαιτείται για τα βιβλία σας;
Α.Κ.: Όπως σας είπα, τα ιστορικά βιβλία μου είναι καρπός έρευνας και μάλιστα αρχειακής, από πρωτογενείς πηγές, αδημοσίευτες. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, απαιτεί χρόνο διότι οι πηγές αυτές δεν βρίσκονται στις Σπέτσες, αλλά στην Αθήνα. Έτσι, η έρευνα απαιτούσε ταξίδια στις βιβλιοθήκες και στα αρχεία που σημαίνει πολύ χρόνο και πολλά έξοδα τα οποία κάλυπτα από δικά μου χρήματα. Η έκδοση του πρώτου τόμου των Σπετσιωτών ναυμάχων χρειάστηκε δέκα χρόνια επισκέψεων στις πηγές. Μετά ο χρόνος για τα υπόλοιπα ήταν μικρότερος διότι είχε αποκτηθεί μια εμπειρία του τρόπου έρευνας και πολύ καλύτερη οργάνωση.
Μ.Γ.: Μαθηματικά, ιστορία, ιεροσύνη… πώς συνδέονται όλα αυτά μαζί στο ίδιο πρόσωπο;
Α.Κ.: Όχι μόνο συνδέονται αλλά είναι πολύ φυσικό να συνυπάρχουν, εάν βέβαια μπορεί κάποιος να τα έχει. Χωρίς να θέλω να συγκρίνω ούτε κατά διάνοια τον εαυτό μου, απλά υπενθυμίζω ότι οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας, λόγου χάριν ο Μέγας Βασίλειος, κατείχαν τις θετικές επιστήμες όσο λίγοι στην εποχή τους και ταυτόχρονα την Θεολογία. Άλλωστε, η Θεολογία όσο και αν φαίνεται παράξενο, είναι θετική επιστήμη, διότι δεν είναι θεωρία, αλλά θεωρία και πράξη. Και μάλιστα έχει κανόνες πολύ πιο θαυμαστούς από εκείνους της καθαρής επιστήμης. Αλλά αυτό είναι μεγάλο θέμα που πρέπει – τουλάχιστον τώρα – να το αφήσουμε.
Μ.Γ.: Τι πιστεύετε για τη σχέση των νέων με τη θρησκεία και τι σε σχέση με την Εκκλησία;
Α.Κ.: Οι θρησκείες είναι φυσικό να απωθούν τους νέους διότι είναι γεμάτες με «πρέπει»: «Κάνε τούτο, κάνε κείνο, μη το ένα, μη το άλλο» κτλ. Είναι λοιπόν φυσικό να απωθούν όχι μόνο τους νέους αλλά και κάθε ηλικίας άνθρωπο. Αυτή η στάση των νέων νομίζω ότι πρέπει να αξιολογηθεί θετικά. Ας έρθουμε τώρα στο θέμα της Εκκλησίας. Ενώ είναι κάτι το τελείως διαφορετικό απ’ τη θρησκεία, οι περισσότεροι άνθρωποι, και φυσικά οι νέοι, έχουν ταυτίσει την Εκκλησία με την θρησκεία. Έτσι δεν μετέχουν και σ’ αυτήν.
Μπορούμε να πούμε ότι απ’ όσους σήμερα θρησκεύουν, οι περισσότεροι δεν εκκλησιάζονται. Στο γενικό σύστημα αξιών που καθένας μας έχει υιοθετήσει στη ζωή του, έχει τοποθετήσει και κάποια θρησκευτικά στοιχεία. Για παράδειγμα, του αρέσει να μπαίνει στις εκκλησίες και να ανάβει κεράκια, ειδικά όταν δεν υπάρχει κόσμος, να πηγαίνει στον Επιτάφιο, στην Ανάσταση, αλλά όχι να μετέχει ενεργά στην λατρεία της Εκκλησίας. Εκείνο λοιπόν που χρειάζεται και προς τους νέους και προς όλους, είναι κατήχηση εξ αρχής. Να μάθουν και να ζήσουν τα της Εκκλησίας πέρα και έξω από κάθε θρησκευτικό καλούπι.
Μ.Γ.: Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, πόσο κοντά βρίσκεται η Εκκλησία στους ανθρώπους που δεινοπαθούν;
Α.Κ.: Νομίζω ότι η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία για την οποία και μόνο μπορώ να μιλήσω, είναι πολύ κοντά σε όλους τους ανθρώπους. Υπάρχουν στο διαδίκτυο πάρα πολλά δημοσιεύματα με τα ποσά που χορηγούνται για διάφορες ανάγκες και τις χιλιάδες μερίδες φαγητού που διανέμονται καθημερινά σε ανθρώπους που τις έχουν ανάγκη. Να μην ξεχνάμε όμως, ότι αυτό είναι πρωταρχικό καθήκον και υποχρέωση της πολιτείας. Οι πολίτες ενός κράτους δεν επιτρέπεται να στερούνται φαγητού και στέγης. Στο Βυζάντιο, καλός και επιτυχημένος αυτοκράτορας θεωρείτο εκείνος που επί της βασιλείας του οι πολίτες δεν πεινούσαν. Η Εκκλησία πρέπει να έρχεται επικουρικά και να συμπληρώνει. Δεν είναι η Εκκλησία φιλανθρωπικό σωματείο, ούτε η δύναμή της πρέπει να μετριέται με το πόσο καλά είναι τα οικονομικά της. Εντάσσει όμως και τέτοιους σκοπούς στο κοινωνικό της πρόγραμμα, όταν η πολιτεία αποτυγχάνει.
Μ.Γ.: Θεωρείτε ότι η Εκκλησία θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα;
Α.Κ.: Το έργο της Εκκλησίας είναι πρώτιστα σωτηριολογικό. Ο ιδρυτής της Εκκλησίας μας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ως Θεάνθρωπος, μπορεί και προσφέρει τη σωτηρία σε κάθε άνθρωπο που την επιθυμεί. Εμείς εκείνο που έχουμε καθήκον να κάνουμε είναι να φέρουμε το μήνυμα της σωτηρίας σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε μέρος της γης. Το θέμα λοιπόν είναι, πώς θα μπορέσουμε να γίνει αυτό με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η λεγόμενη ποιμαντική τέχνη. Σ’ αυτό το θέμα έχουν γίνει πολλά, αλλά μπορούν να γίνουν πολλά περισσότερα. Θα έχετε δει ότι τακτικά εμφανίζονται φωτισμένοι, θα έλεγα, ιερείς που παρουσιάζουν με τον τρόπο τους το μήνυμα της σωτηρίας ελκυστικό και δημιουργούν ένα κλίμα ενθουσιασμού στους ανθρώπους που συρρέουν κοντά τους. Αλλά και στον τομέα της ανακούφισης των αδελφών μας από ασθένειες και φτώχια, μπορούν να γίνουν ακόμη πολλά.
Μ.Γ.: Πόσο σημαντική είναι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η πρωτοβουλία ιερωμένων των εκάστοτε ενοριών;
Α.Κ.: Πάρα πολύ σημαντική. Ο εφημέριος – και ειδικά στις μικρές πόλεις και τα χωριά – είναι εκείνος που θα υλοποιήσει το μήνυμα του Ευαγγελίου, το μήνυμα της Αγάπης, με τον τρόπο που αυτός θα εφεύρει, σταθμίζοντας τις ανάγκες των ενοριτών του, το μορφωτικό και οικονομικό τους επίπεδο, τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν κ.λπ.. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι για τους ενορίτες μιας ενορίας, ο εφημέριος πρέπει να είναι ο Χριστός. Αυτό καταλαβαίνετε σε ποια δύσκολη και υπεύθυνη θέση φέρνει τον εφημέριο και πόσο αλλάζει την προοπτική της αποστολής του. Πρέπει να χαράζει νέους δρόμους ποιμαντικής και πλησιάσματος των ανθρώπων και να τους προσφέρει τα αιώνια, με νέους τρόπους και μεθόδους. Αυτό απαιτεί βέβαια και μόρφωση, αλλά κυρίως τρόπο προσωπικής ζωής που να εμπνέει τους ενορίτες του να τον ακούνε και να εφαρμόζουν αυτά που λέει.
Μ.Γ.: Αφού σας ευχηθώ καλοτάξιδα τα βιβλία σας και καλή επιτυχία στις δραστηριότητές σας, θα σας ζητήσω να κλείσετε με μια δική σας φράση αυτή τη συνέντευξη.
Α.Κ.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Γκαζιάνη, που αποφασίσατε να με συμπεριλάβετε ανάμεσα στα τόσο αξιόλογα πρόσωπα των οποίων κάνετε συνεντεύξεις στο διαδικτυακό περιοδικό Books and Style. Απαιτεί θάρρος αυτή η πράξη εκ μέρους σας, το οποίο έχω διαπιστώσει ότι το έχετε και με το παραπάνω, επειδή όπως και να το κάνουμε, ο πολύς κόσμος είναι αρκετά επιφυλακτικός όταν πρόκειται να διαβάσει την συνέντευξη ενός παπά. Το κάνατε όμως και σας ευχαριστώ. Τα βιβλία μου χρειάζονται τις ευχές σας, γιατί όπως είπαμε είναι έρευνες από αρχειακό υλικό και ως εκ τούτου όχι και τόσο ελκυστικά στον μέσο αναγνώστη. Επειδή όμως οι έρευνες έχουν πάντα την πρωτοτυπία τους και την μοναδικότητά τους θα έλεγα, έχουν το ενδιαφέρον τους. Είμαι ευγνώμων στον Πολιτιστικό Σύλλογο Σπετσών που τα έχει εκδώσει και τα διαχειρίζεται.
Ως ιερέας να κλείσω με την ευχή να φτάσει το μήνυμα της σωτηρίας του ανθρώπου σε κάθε σπίτι, σε κάθε άνθρωπο και να μπορούμε εμείς οι υπεύθυνοι γι’ αυτό, να το προσφέρουμε πάντα ελκυστικό και επίκαιρο.
Πρώτη δημοσίευση: 3 Νοεμβρίου 2017.