ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ: PETER TAMAS

Η συνέντευξη ήταν απλά η αφορμή για να γνωρίσω την Κατερίνα Παπαδημητρίου και η αλήθεια είναι πως ένιωσα ότι συνάντησα μια παλιά φίλη. Η Κατερίνα είναι άνθρωπος άμεσος, κοινωνική, εξωστρεφής, χαμογελαστή, γοητευτική! Ο λόγος της είναι μεστός και απόλυτα διανθισμένος με αστείρευτο χιούμορ που κυλάει αβίαστα, για να παρασύρει τον συνομιλητή σε εκβολές γέλιου.

Το βιβλίο της, «Άρες μάρες πενηντάρες», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αναφέρεται «στις αλλαγές που βιώνει μια γυναίκα μπαίνοντας στη μέση ηλικία, όπως θεωρούνται τα πενήντα χρόνια στις μέρες μας», μας είπε η ίδια, και ομολογώ πως διάβασα τα πιο σοβαρά θέματα της «κρίσιμης μέσης ηλικίας» με τον πιο χιουμοριστικό τρόπο.

Κατερίνα Παπαδημητρίου και Μαίρη Γκαζιάνη

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Κατερίνα, γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα. Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Τα θυμάμαι με νοσταλγία για τις ευχάριστες στιγμές και με ανακούφιση για όλες εκείνες που με πίκραιναν, με καταπίεζαν και που ευτυχώς πέρασαν στην Ιστορία…

Μ.ΓΚ.: Σαν έφηβη, τι είδους ανησυχίες είχες;

Κ.Π.: Φοβόμουν μην απορροφηθώ από την καθημερινότητα και τις βιοτικές ανάγκες και απαρνηθώ τα όνειρά μου. Με τρόμαζε η προοπτική να ζήσω μια ζωή ρουτίνας, χωρίς φαντασία, χωρίς δημιουργικότητα. Και, εννοείται, ονειρευόμουν να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου ώστε ν’ αλλάξει η ανθρωπότητα προς το καλύτερο!

Μ.ΓΚ.: Μεγαλώνοντας σπούδασες υποκριτική στο Θέατρο Τέχνης. Ποια ήταν τα όνειρά σου τελειώνοντας τη σχολή;

Κ.Π.: Ήθελα να γίνω μια καλή ηθοποιός, γνωστή για τους ρόλους που ερμήνευσε σε σπουδαία έργα. Η φήμη και η αναγνωρισιμότητα με ενδιέφεραν στο βαθμό που θα με βοηθούσαν να βρίσκω δουλειά χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά να περνάω από ακρόαση.

Μ.ΓΚ.: Αντί για το θέατρο, ασχολήθηκες επαγγελματικά με το τραγούδι. Τι σε ώθησε προς αυτή τη κατεύθυνση;

Κ.Π.: Λόγοι βιοποριστικοί, κυρίως. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λάτρευα – ακόμα λατρεύω – το τραγούδι. Καθημερινά, δεν περνάει ώρα που να μην τραγουδήσω, φωναχτά ή από μέσα μου. Μερικές φορές ξεχνιέμαι και τραγουδάω την ώρα που περπατάω στο δρόμο. Ανάλογα με τη διάθεση της εκάστοτε στιγμής, ένα τυχαίο περιστατικό, μια φράση που άκουσα, μια σκέψη που μου ’ρθε στο νου, ένα τραγούδι αναδύεται από τη μνήμη μου και μου κολλάει στο μυαλό, μέχρι ν’ αλλάξει η κατάσταση και να μου κολλήσει ένα άλλο. Ευτυχώς, χάρη στην επαγγελματική μου εμπειρία, διαθέτω ρεπερτόριο για όλες τις… περιστάσεις!

Μ.ΓΚ.: Στη συνέχεια, εγκαταλείπεις το τραγούδι και αποφασίζεις να εργαστείς ως δασκάλα θεατρικής αγωγής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τι σε έκανε να αλλάξεις επαγγελματική πορεία;

Κ.Π.: Με κούρασε η νύχτα, στην οποία ποτέ δεν μπόρεσα – ή δεν θέλησα – να προσαρμοστώ. Χώρια που την εποχή εκείνη, μιλάμε για τη δεκαετία του ’90, μια τραγουδίστρια, έτσι και δεν ήταν επώνυμη, από τα 35 της χρόνια εθεωρείτο «ξοφλημένη». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, εκεί γύρω στα σαράντα, να πιστέψω ότι δεν είχα πλέον μέλλον στο χώρο. Και «κρέμασα μικρόφωνο». Τώρα που το ξανασκέφτομαι, καταλήγω ότι ίσως να έκανα λάθος εκτίμηση. Πάντως, δεν μετανιώνω που αποχώρησα από τη νύχτα. Αναγκάστηκα ν’ ανακαλύψω άλλες δυνατότητες εντός μου και να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και σε άλλα πεδία.

Παρά την απόφαση «αλλαγής πλεύσης», ωστόσο, επιθυμούσα να εξακολουθήσω ν’ ασχολούμαι με κάτι που να έχει σχέση με την Τέχνη. Θυμήθηκα ένα παλιό μου όνειρο˙ να γίνω δασκάλα, το «πάντρεψα» με το θέατρο που είχα σπουδάσει κι έτσι μου προέκυψε το δασκάλα «θεατρικής αγωγής» -ευρύτερα γνωστό ως «θεατρικό παιχνίδι».

Μ.ΓΚ.: Έγινες και αναγνώστρια βιβλίων στον Φάρο Τυφλών Ελλάδας. Ποια εμπειρία αποκόμισες;

Κ.Π.: Ότι οι τυφλοί λειτουργούν ακριβώς όπως οι βλέποντες, με μόνη διαφορά το ότι δεν βλέπουν. Είναι μεγάλη παρανόηση και αδικία να φανταζόμαστε πως οι τυφλοί είναι κάτι ανήμπορα πλάσματα που περιμένουν τα πάντα από τους άλλους, και που εξαρτώνται απ’ τους γύρω τους. Τα άτομα με πρόβλημα όρασης, όπως ακριβώς κι εμείς οι βλέποντες, σπουδάζουν, παντρεύονται ή μένουν μόνοι, αθλούνται, χορεύουν, διαβάζουν (με τη μέθοδο Braille ή ακούγοντας ηχογραφημένα βιβλία), είναι ανεξάρτητοι και αυτοεξυπηρετούνται. Μαγειρεύουν, κάνουν τις δουλειές του σπιτιού τους, κατασκευάζουν εργόχειρα που βασίζονται στην αίσθησης της αφής, μαθαίνουν κομπιούτερ. Μ’ αυτό δεν εννοώ ότι οι πάντες κάνουν τα πάντα. Ανάλογα με το χαρακτήρα και τα ενδιαφέροντά τους, επιλέγουν με τι θα καταπιαστούν, τι δρόμο θ’ ακολουθήσουν στη ζωή. Ελάχιστοι κάνουν την αναπηρία τους παντιέρα ή τη χρησιμοποιούν ως άλλοθι για ν’ αδρανήσουν. Αλλά αυτό συμβαίνει και με τους βλέποντες, έτσι δεν είναι; Στην πλειονότητά τους είναι αξιοθαύμαστοι αγωνιστές της ζωής, γιατί κακά τα ψέματα, η τυφλότητα δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες. Κι είναι ένα γερό μάθημα για όλους τους βλέποντες, να συνειδητοποιήσουν ότι όταν κάποιος επιθυμεί να πετύχει κάτι, τίποτα δεν τον σταματά. Τελικά, η αναπηρία έχει να κάνει περισσότερο με το μυαλό παρά με το σώμα!

Μ.ΓΚ.: Προς τη συγγραφή τι σε ώθησε;

Κ.Π.: Ξεκίνησα από την ανάγκη μου να εκφράσω και να ξορκίσω όλα αυτά που με προβληματίζουν, με ταλαιπωρούν, με φοβίζουν, με πληγώνουν. Κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι με το γράψιμο, η άυλη και φευγαλέα σκέψη σάμπως ν’ αποκτούσε συγκεκριμένη μορφή. Αυτό μου έδινε τη δυνατότητα όχι απλώς να την αναγνωρίσω, αλλά και να την διαχειριστώ πιο αποτελεσματικά.
Στη συνέχεια μου γεννήθηκε η επιθυμία να μοιραστώ τους προβληματισμούς, αλλά και τα συμπεράσματα μου, με τους άλλους -κυρίως με τις «ομοιοπαθείς» γυναίκες. Κι επειδή κάποτε είχα διαβάσει τη φράση «η ζωή είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την πάρει κανείς στα σοβαρά», επέλεξα το χιούμορ για να μοιραστώ όλα αυτά που με ταλαιπωρούσαν.
Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω πως όταν ξεκίνησα το γράψιμο, δεν πίστευα ότι τα κείμενα που έγραφα για να γελάσω εγώ η ίδια, με στόχο να απομυθοποιήσω και ν’ απαλλαγώ απ’ αυτά που με βασάνιζαν, θα κατέληγαν κάποτε να γίνουν βιβλίο.

Μ.ΓΚ.: Τι είδους βιβλία γράφεις;

Κ.Π.: Μέχρι στιγμής, μόνο χιουμοριστικά. Επίσης έχω γράψει ένα θεατρικό έργο για παιδιά, το οποίο πήρε το Β΄ βραβείο συγγραφής παιδικού θεατρικού από το Υπουργείο Πολιτισμού, το 2007 αν θυμάμαι καλά.
Στο μέλλον (όλοι έχουμε τα απωθημένα μας!) ονειρεύομαι να γράψω κάτι δραματικό, κατά προτίμηση σπαρακτικό -αν αντέξω. Να δείξω και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Επίσης, θέλω να γράψω ένα θεατρικό για ενηλίκους.

Μ.ΓΚ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σου «Άρες μάρες πενηντάρες». Σε τι αναφέρεται;

Κ.Π.: Αναφέρεται στις αλλαγές που βιώνει μια γυναίκα μπαίνοντας στη μέση ηλικία, όπως θεωρούνται τα πενήντα χρόνια στις μέρες μας. Παλιότερα, στα πενήντα της, μια γυναίκα εθεωρείτο γριά -περίπου ένα βήμα πριν τον τάφο. Τα τελευταία χρόνια αυτό άλλαξε. Οι πενηντάρες, σήμερα, θεωρούνται, πέρα από ελκυστικές, και επιπλέον ευχάριστα ώριμες. Δυστυχώς, όμως, όσο καλοδιατηρημένη κι αν είναι μια πενηντάρα, οι αλλαγές, τόσο στον οργανισμό όσο και στην ψυχολογία της, καλά κρατούν. Είναι, βλέπεις, και θέμα βιολογικό. Ωστόσο, είμαι βέβαιη ότι με τα χρόνια, δεδομένης της ταχύτητας με την οποία εξελίσσεται η επιστήμη, η νοητή γραμμή μεταξύ νιότης και γήρατος θα μετατεθεί δραματικά, ευνοώντας τις ώριμες ηλικίες. Τα πενήντα όμως, από βιολογική άποψη, θα παραμείνουν ορόσημο για όλους, άντρες και γυναίκες.

Μ.ΓΚ.: Θεωρείς ότι το χιούμορ είναι μια μέθοδος να λέμε σοβαρά πράγματα με αστείο τρόπο;

Κ.Π.: Απολύτως! Υπάρχουν μάλιστα και πολλά ρητά παγκοσμίως που το επιβεβαιώνουν. Μεταξύ αυτών και το πασίγνωστο «τα πλέον σοβαρά πράγματα λέγονται μεταξύ αστείου και σοβαρού». Κι είναι πολύ λογικό, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Το χιούμορ έχει την ιδιότητα να μας χαλαρώνει. Όταν περνάμε καλά, όταν διασκεδάζουμε, ιδίως όταν γελάμε, λόγω των ενδορφινών που εκκρίνονται στον οργανισμό μας, είναι σαν να βρισκόμαστε σε κατάσταση ελαφριάς μέθης. Αυτή η ευφρόσυνη διάθεση μάς βοηθάει ν’ ανοίξουμε τ’ αυτιά, το νου και κυρίως την καρδιά μας. Κι έτσι το μήνυμα περνάει πιο ευχάριστα, πιο εύκολα και θέλω να πιστεύω και πιο εποικοδομητικά.

Μ.ΓΚ.: Τι θέση έχει το χιούμορ στην προσωπική σου ζωή;

Κ.Π.: Κυρίαρχη! Όπως είχε πει και ο Μαχάτμα Γκάντι, «αν δεν είχα αίσθηση του χιούμορ θα είχα αυτοκτονήσει προ πολλού»! Στην καθημερινότητά μου καταφεύγω πολύ συχνά σ’ αυτό -είτε για να κάνω μια παρατήρηση είτε να εκφράσω ένα παράπονο με ανάλαφρο τρόπο. Και βεβαίως, το χρησιμοποιώ όταν θέλω να μοιραστώ τα βάσανά μου μ’ ένα φιλικό πρόσωπο. Έχω διαπιστώσει ότι τα παράπονα και η κακοδιαθεσία γενικότερα κάνουν τους άλλους να μαζεύονται και να «κλείνουν» τ’ αυτιά τους. Έχει, βλέπεις, ο καθένας τόσα δικά του βάσανα˙ πού ν’ ακούει και του άλλου! Υπάρχουν άνθρωποι που μου έχουν επισημάνει ότι μπορούν κι ακούν τα όσα δυσάρεστα τους λέω, χάρη στον κωμικό τρόπο που τα περιγράφω.

Μ.ΓΚ.: Το βιβλίο σου απευθύνεται στις γυναίκες που έχουν ήδη «πατήσει» τα πενήντα. Πόσο χρήσιμο θα φανεί σε έναν άντρα αναγνώστη;

Κ.Π.: Όταν έγραφα το βιβλίο, μιλούσα για τον εαυτό μου. Πίστευα, ωστόσο, ότι πολλές γυναίκες πιθανόν να αισθανόντουσαν όπως εγώ και να βίωναν τα ίδια πάνω-κάτω με μένα. Σε καμία περίπτωση δεν φαντάστηκα ότι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να ενδιαφέρει και άντρες. Για την ακρίβεια, πίστευα ότι οι άντρες δεν θα έμπαιναν καν στη διαδικασία να το πιάσουν στα χέρια τους. Κι αποτέλεσε για μένα τεράστια -ευχάριστη – έκπληξη, το γεγονός ότι διαπιστώνω πως όχι απλώς το αγγίζουν, όχι απλώς το ξεφυλλίζουν, αλλά το διαβάζουν κιόλας, με ενδιαφέρον. Επιπλέον – και τους είμαι ευγνώμων για αυτό! – καταθέτουν την άποψή τους επωνύμως, με κριτικές, ευνοϊκότατες μέχρι στιγμής. Οι πρώτοι μου κριτικοί («κατάσκοποι», όπως χιουμοριστικά τους αποκαλώ) ήσαν άντρες.

Μ.ΓΚ.: Το χιούμορ που υπάρχει στο βιβλίο σου είναι σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό. Ποιο είναι το τελικό συμπέρασμα του βιβλίου;

Κ.Π.: Το τελικό συμπέρασμα του βιβλίου είναι ότι όλες – και ΟΛΟΙ απ’ ότι αποδεικνύεται, μετά από το ενδιαφέρον που διαπιστώνω ότι δείχνουν οι άντρες για το «Άρες μάρες πενηντάρες» – σ’ ένα καζάνι βράζουμε! Επίσης πως ό,τι θεωρούμε πολύ προσωπικό (και πολλές φορές το φυλάμε σαν επτασφράγιστο μυστικό, μιας και συνήθως μας κάνει να ντρεπόμαστε) αφορά, αν όχι τους πάντες, τουλάχιστον την πλειονότητα.
Όσο για τον αυτοσαρκασμό, τον χρησιμοποιώ για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί με φέρνει «στα ίσα μου», με βοηθάει δηλαδή να γίνομαι παρατηρητής του εαυτού μου, να εντοπίζω τα σφάλματά μου και να προσπαθώ να βελτιωθώ. Δεύτερον, γιατί έχοντας απομυθοποιήσει εμένα την ίδια, αποκτώ τρόπον τινά το δικαίωμα να σαρκάσω συμπεριφορές που με ενοχλούν, ή που τις θεωρώ λάθος, χωρίς να επισύρω την μήνιν εκείνων τους οποίους σαρκάζω ή απλώς διακωμωδώ για δικό τους όφελος.

Μ.ΓΚ.: Στον επίλογο γράφεις «σας μαύρισα την ψυχή; Και τη δική μου». Σίγουρα, ο στόχος σου δεν ήταν να μαυρίσεις τις ψυχές των αναγνωστριών σου. Ποιος όμως ήταν;

Κ.Π.: Ήθελα να περάσω το μήνυμα ότι δεν χρειάζεται – και κυρίως δεν βοηθάει – το να κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί αυτά που μας μαυρίζουν την ψυχή. Να τα απομυθοποιούμε, χρειάζεται. Κι ο καλύτερος τρόπος απομυθοποίησης για μένα είναι να τα διακωμωδήσω και, ει δυνατόν, να καταφέρω να γελάσω μ’ αυτά. Και να κάνω και τους άλλους να γελάσουν. Όχι απλώς για να διασκεδάσουν ή να χαλαρώσουν αλλά κυρίως για να προβληματιστούν. Εν ολίγοις, τελικός μου στόχος ήταν να ταρακουνήσω τους άλλους όπως ταρακουνάω τον εαυτό μου όταν τον βλέπω να μπαίνει σε λάθος μονοπάτια.

Μ.ΓΚ.: Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι (γυναίκες και άντρες) αυτοπαραμυθιάζονται σε σχέση με την ηλικία τους;

Κ.Π.: Μετά από πολλή σκέψη (με απασχόλησε ιδιαίτερα αυτή η ερώτηση), πιστεύω πως ναι! Ο καθένας με το δικό του τρόπο, εννοείται: άλλος κρύβοντας την πραγματική ηλικία του (λες κι έτσι θα την αλλάξει!), άλλος προσπαθώντας να διατηρηθεί νέος, εξωτερικά κυρίως, πάση θυσία. Άλλοι πάλι (φοβούμαι όμως πως αυτοί είναι οι λιγότεροι αριθμητικά), επενδύοντας σε ποικίλα ενδιαφέροντα καθώς και στη διατήρηση ενός ακμαίου πνεύματος κι ενός μυαλού ανοιχτού.
Έχουμε, βλέπεις, συνδέσει τα γηρατειά με το θάνατο και, κακά τα ψέματα, κανείς δεν θέλει να πεθάνει!

Μ.ΓΚ.: Σε ποιο «παρακάτω» προτρέπεις τις πενηντάρες;

Κ.Π.: Στο να μάθουν να αγαπούν τον εαυτό τους. Στο κάτω-κάτω, πώς έχουμε την απαίτηση οι άλλοι ν’ αγαπούν κάποιον, που εμείς οι ίδιες αμφισβητούμε ή απαξιώνουμε; Επίσης, στο να ζουν τη στιγμή «που ποτέ δεν πιάνεται» γιατί «η ζωή περνά και χάνεται» πριν καλά το πάρουμε είδηση, δυστυχώς.

Μ.ΓΚ.: Αφού σε ευχαριστήσω και σου ευχηθώ καλοτάξιδο το νέο βιβλίο σου, θα σου ζητήσω να κλείσεις αυτή τη συνέντευξη με μια αγαπημένη σου φράση μέσα από το βιβλίο.

Κ.Π.: Δεν είναι δική μου φράση. Είναι τίτλος τραγουδιού: «Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή που είναι μικρή».

*Το βιβλίο «Άρες μάρες πενηντάρες» της Κατερίνας Παπαδημητρίου κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική.

*Η φωτογράφιση της κυρίας Παπαδημητρίου έγινε στο «Αθηναίων Πολιτεία» (Ακάμαντος 1 και Αποστόλου Παύλου, Θησείο). Ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Κατερίνα Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα τον περασμένο αιώνα. Αν και απόφοιτος της Σχολής Θεάτρου Τέχνης, τα περισσότερα επαγγελματικά της χρόνια ταλαιπωρήθηκε ως τραγουδίστρια. Σε κάποια φάση έβαλε μυαλό, κρέμασε μικρόφωνο, απέκτησε δεύτερο γιο και κατόπιν εργάστηκε ως: δασκάλα θεατρικής αγωγής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αναγνώστρια βιβλίων στο Φάρο Τυφλών Ελλάδος (όπου μάλιστα δημιούργησε θεατρική ομάδα με τυφλούς) και πωλήτρια διαφόρων αγαθών. Παράλληλα άρχισε να γράφει: στα παλιά παπούτσια της όσους της ζάλιζαν τον έρωτα και βιβλία για όσους πιστεύουν ότι η ζωή (όπως και η αγάπη άλλωστε) είναι ζάλη κι ότι στο χάλι που φτάσαμε, μόνο το γέλιο θα μας σώσει. Προσφάτως της την έδωσε και ξανανέβηκε στο πάλκο με μια παράσταση δικής της κατασκευής και εκτέλεσης (γράφει, παίζει, τραγουδάει).

Books and Style

Books and Style