ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
INTERVIEW: IOANNA PAPANIKOLOPOULOU
Η ταινία ντοκιμαντέρ που κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου 2017 της Νούσα, στην Αυστραλία. Η τρυφερή σχέση του Ντάβο και της Βαλλέττα (Κόρης), ενός ζευγαριού που ζώντας στο περιθώριο κι αντιμετωπίζοντας αμέτρητες δυσκολίες, έχει καταφέρει να είναι μαζί και απόλυτα πιστοί ο ένας στον άλλον, εδώ και 24 χρόνια. Η αληθινή ιστορία δύο περιθωριακών εραστών της Μελβούρνης που ξεχειλίζει από χιούμορ και ειλικρίνεια. Συνέντευξη με τον ανερχόμενο Αυστραλό σκηνοθέτη, Σάιμον Ντιρήν.
The film that won Best Documentary Award in NIFF 2017. The tender relationship of Davo and Valletta (aka Daughter), a marginalized couple who has managed to stay together and fiercely loyal to each other through all the hardships on and off the streets of Melbourne. A true story that entwines humor and honesty. Interview with the up-and-coming Australian director, Simon Direen.ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ: Πότε αρχίσατε να σκηνοθετείτε;
When did you first start directing?
SIMON DIREEN.: Ξεκίνησα να πειραματίζομαι με την κάμερα φτιάχνοντας μουσικά βίντεο στη δευτέρα Λυκείου. Οι δάσκαλοί μου παρατήρησαν ότι είχα ταλέντο στη σκηνοθεσία και στο μοντάζ, και με ενθάρρυναν να συνεχίσω. Οι ταινίες και η μουσική ήταν τα μόνα μου ενδιαφέροντα εκείνη την εποχή, οπότε ακολούθησα τη συμβουλή τους με χαρά.
Στην τρίτη Λυκείου, η δασκάλα φωτογραφίας μού πρότεινε να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών για να μάθω περισσότερα για την κινηματογράφηση. Μπορεί να ακουστεί επιπόλαιο, αλλά απάντησα απλά, «αμέ, θα το δοκιμάσω». Κολακεύτηκα που η δασκάλα μου πίστευε ότι ήμουν έτοιμος για πανεπιστημιακές σπουδές και γράφτηκα στην Καλών Τεχνών.
Η μητέρα μου, που τότε είχε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, πήρε ένα δάνειο με υψηλό επιτόκιο, από εκείνα που προσφέρονται σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη. Με αυτό, μου αγόρασε μια κάμερα. Κόστισε 1000 δολάρια, μεγάλο ποσό για το 2004. Με αυτήν σκηνοθέτησα την πρώτη μου ταινία στη Σχολή. Ήταν στο πρώτο έτος. Απέτυχα σε όλα τα μαθήματα εκτός από αυτό για το οποίο έκανα την ταινία. Δεν μ’ ενδιέφερε τότε καμία άλλη τέχνη εκτός από τον κινηματογράφο. Εγκατέλειψα τη Σχολή στα μέσα του τρίτου έτους, επειδή αισθανόμουν ότι δεν μάθαινα αρκετά πράγματα για τον κινηματογράφο. Η προσέγγιση της Σχολής ήταν η ανάπτυξή μας ως καλλιτεχνών με την ευρεία έννοια, κάτι το οποίο δε με έλκυε. Δεν υπήρχε Σχολή Κινηματογράφου στο Χόμπαρτ (Τασμανία) όπου μεγάλωσα, οπότε αποφάσισα να σπουδάσω Κοινωνικές Υπηρεσίες (ένα είδος Κοινωνικού λειτουργού). Αυτό μου πήρε 6 χρόνια και αναπτύχθηκε σε άλλο ένα μεγάλο πάθος για μένα. Δεν είχα κάνει καμιά σοβαρή προσπάθεια σκηνοθεσίας μέχρι το 2011, όταν μετακόμισα στη Μελβούρνη και άρχισα να σπουδάζω Κινηματογράφο στο Σουίνμπερν.
Θεωρώ το Μια Ζωή Μαζί την πρώτη ταινία που σκηνοθέτησα, για πολλούς λόγους. Η ταινία που έκανα πριν λεγόταν Disappear και τη σκηνοθέτησα μαζί με κάποιον άλλο. Η ταινία που είχα κάνει στο πρώτο έτος της Σχολής λεγόταν MUTT κι έκανα τις δουλειές που θα έκαναν 7 άτομα κινηματογραφικού συνεργείου. Ένιωθα ότι σκηνοθετούσα τον εαυτό μου, για να είμαι ειλικρινής.
I first started playing around with cameras making music videos when I was in year 11. My teachers noticed I had a knack for filming and editing and encouraged me to experiment more. Film and music were pretty much my only interests at that time so I was more than happy to take their advice.
When I was in year 12, my photography teacher suggested I go to art school and learn more about filmmaking. It may sound flippant but I basically said, “sure, I’ll give it a go”. I was flattered my teacher thought I was good enough for University and I enrolled.
My mum, who was struggling a lot financially, took out one of those high interest loans they offer to people in need and bought me a video camera. It cost around $1,000 which was heaps for a camera in 2004. I used that camera to make my first film at Art school. It was during my first year. I basically failed everything except the class I made that film in. I didn’t really care too much about Art beyond film.
I dropped out of Art School half way through my third year because I didn’t really feel like I was learning that much about filmmaking. It was all about your development as an artist, which I didn’t find all that interesting. There was no film school in Hobart where I grew up so, I decided to study community services. This ended up taking up the next 6 years or so and developed into another passion of mine. I didn’t really try to direct anything seriously until 2011 when I moved to Melbourne and started studying filmmaking at Swinburne.
In many ways, I consider A Life Together (ALT) the first film I directed. The film I made before ALT was a co-directed film called Disappear. MUTT was my first year film and I was doing something like 7 different crew roles. Making that film felt too much like I was directing myself to be honest.Ι.Π.: Γιατί επιλέγετε να γυρίσετε ντοκιμαντέρ με πραγματικούς ανθρώπους αντί να σκηνοθετήσετε μια ταινία; Δεν είναι πιο δύσκολο να δουλεύετε με ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει την κάμερα; Ειδικά όταν πρόκειται για ανθρώπους με προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως η Βαλέττα και ο Ντάβο.
Why do you choose to make documentaries with real people instead of making a film? Isn’t it more challenging to work with people who are not used to being filmed or talking to a camera? Especially when you are dealing with people such as Daughter and Davo who are facing mental health issues.
S.D.: Όλες οι ταινίες που είχα κάνει πριν το Μια Ζωή Μαζί ήταν μυθοπλασία. Αυτό είναι το πρώτο μου ντοκιμαντέρ. Άρχισα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτό το είδος, γυρίζοντας το Μια Ζωή Μαζί και παρακολουθώντας το Συνέδριο Διεθνούς Ντοκιμαντέρ της Αυστραλίας στη Μελβούρνη. Δεν είμαι σίγουρος για ποιο λόγο δεν είχα προσπαθήσει να κάνω ντοκιμαντέρ μέχρι τώρα. Ίσως επειδή πίστευα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο. Ανέκαθεν θαύμαζα τους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ που κατάφερναν μέσα από τεράστιο όγκο υλικού να επιλέξουν κομμάτια ώστε να χτίσουν κάτι από το μηδέν. Σε αντίθεση με τις ταινίες μυθοπλασίας, δεν μπορείς πάντα να ελέγξεις τι θα μπει μπροστά στην κάμερα, κάτι που φοβίζει το σκηνοθέτη. Εγώ το απολαμβάνω πλέον. Υπάρχει πολύ περισσότερη ελευθερία στο ντοκιμαντέρ από ό,τι πίστευα αρχικά.
Ανακάλυψα ότι το ντοκιμαντέρ ταιριάζει πολύ περισσότερο σε μένα και στο ποιος είμαι. Αυτό που με ενδιαφέρει ως σκηνοθέτη, είναι η αλληλεπίδραση ανθρώπου και κοινωνίας. Πραγματικά, απολαμβάνω να αναλύω αυτή την αλληλεπίδραση προσπαθώντας να καταλάβω γιατί εμείς οι άνθρωποι κάνουμε αυτά που κάνουμε. Από την εφηβεία μου είχα εμμονή με την ανθρώπινη συνθήκη και με την κατανόησή της. Κάθε ταινία μου πιθανότατα εκφράζει αυτή την εμμονή. Δεν νομίζω ότι οι ταινίες μυθοπλασίας μπορούν να αγγίξουν το κομμάτι αυτό όπως τα ντοκιμαντέρ. Μου αρέσει βέβαια πολύ και η μυθοπλασία, και σίγουρα θα ξανακάνω στο μέλλον.
Στο ντοκιμαντέρ, ωστόσο, δεν υπάρχουν τόσα επιφανειακά και ανούσια πράγματα. Έχεις να κάνεις με αληθινούς ανθρώπους σε αληθινές καταστάσεις. Κάνεις πίσω και αφήνεις τους ανθρώπους-πρωταγωνιστές να «πάνε» την ταινία. Εσύ πρέπει να φροντίσεις να αποτυπώσεις με συνέπεια τον άνθρωπο μπροστά από την κάμερα. Γίνομαι σκηνοθέτης μόνο όταν βρίσκομαι με τους εικονολήπτες στο γύρισμα και στο μοντάζ. Δεν το θεωρώ δύσκολο να δουλεύω με ανθρώπους που έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας. Όλοι αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους προβλήματα, κατά κάποιο τρόπο, είτε προσωπικά, είτε με κοντινούς μας ανθρώπους. Χρειάζεται κατανόηση γιατί όλοι προσπαθούμε να λύσουμε τα προβλήματα της ζωής, οπότε να μην κατακρίνουμε κανέναν για τον τρόπο που έχει βρει να το κάνει αυτό. Εργάζομαι σε Κοινωνικές υπηρεσίες εδώ και 9 χρόνια με ανθρώπους από κάθε είδους περιβάλλοντα, οπότε μου είναι αρκετά εύκολο να μιλήσω με οποιονδήποτε. Στην ουσία, όλοι θέλουμε το ίδιο πράγμα, είμαστε έξυπνα ζώα. Αν το θυμάται κανείς αυτό, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο καθένας από μας έχει την πολυπλοκότητά του, όχι μόνο οι άνθρωποι με ψυχικά νοσήματα.
All the films I made before ALT were fiction. ALT is my first documentary. I developed an interest in documentary filmmaking through making A Life Together and attending the Australian International Documentary Conference in Melbourne.
I’m not really sure why I never tried to make a documentary before ALT. To be honest, I think it was because I thought making one would be too hard. I have always really admired documentary filmmakers for taking huge amounts of material and building something out of it from the ground up. Unlike fiction you can’t always control what you put in front of the camera which can be a bit scary for a director, but I have come to love it. There is so much more freedom in documentary than I originally thought.
I discovered that documentary filmmaking fits really well with who I am. What interests me as a filmmaker is the way people interact with society. I really like putting this under the microscope and trying to wrap my head around why we do the things we do. Ever since I was a teenager I have been obsessed with the human condition and working out what that actually is. Each film I make is probably an expression of this obsession. I don’t think fiction films can capture this as well as documentaries, although I love them and I’m sure I will make more in the future. There is also a lot less triviality and frivolousness when it comes to documentary filmmaking. You deal with real people in real situations. You need to take a back seat and let the people in the film lead. It is all about accurately capturing the person in front of the camera. I only become a director when I’m with the cinematographers on a shoot and editing.
I don’t find it challenging working with subjects who have mental health issues. Everyone is dealing with mental health issues in some way whether their own or someone’s they care about. It’s just about understanding that everyone is trying to sort out life troubles and not judging them negatively for doing it their own way. I have worked in community services for 9 years now with lots of people from all kinds of backgrounds, so I find it pretty easy to talk to anyone.
Everyone basically wants the same thing, we are smart animals. If you keep that in mind, it’s all good. Each one of us is complicated, not just people facing mental health issues.Ι.Π.: Πρώτα είχατε την ιδέα για το ντοκιμαντέρ και μετά βρήκατε την Βαλέττα και τον Ντάβο, ή το αντίστροφο;
Did you get the idea for this documentary first and then found D. and D. or was it the other way around?
S.D.: Η ιδέα για την ταινία στη σημερινή της μορφή προέκυψε από το χρόνο που πέρασα με την Βαλέττα και τον Ντάβο. Δεν υπήρχε η ιδέα να κάνουμε μια ιστορία αγάπης, ώσπου αποφασίσαμε να κάνουμε το ντοκιμαντέρ για εκείνους τους δυο και την ιστορία τους.
Η αρχική ιδέα ήταν να κάνουμε μια ταινία για τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους από τη δική τους οπτική και με απόλυτο σεβασμό προς αυτούς. Η ιστορία δεν είχε σημασία. Ο στόχος μου ήταν να αγγίξω όσο μεγαλύτερο μέρος του ευρέος κοινού μπορούσα διατηρώντας την ακεραιότητα της ταινίας. Ήθελα να μπορέσουν να συνδεθούν οι άνθρωποι με την ιστορία της Βαλέττα και του Ντάβο, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους καταγωγή, θέση και περιβάλλον.
The idea for the film in its current form came out of spending time with Davo and Daughter. We never had the idea of making a love story until we decided to make the film about them.
What we wanted to do in the early stages was to make a film about marginalized people from their perspective and from a place of respect. It didn’t really matter what the narrative was. The goal for me was to get through to the most mainstream audience I possibly could without compromising the film’s integrity. I wanted to connect people to Davo and Daughter’s story regardless of their background.Ι.Π.: Πώς γνωρίσατε το ζευγάρι του ντοκιμαντέρ;
How did you come across D. and D.?
S.D.: Τους γνώρισα στη Μελβούρνη, σε μία υπηρεσία παροχής καταλύματος σε ανθρώπους με δυσκολίες όπου εργαζόμουν. Εκείνη την περίοδο κοιμόντουσαν έξω στους δρόμους. Ακόμα κι αφού βρήκαν μόνιμη στέγη, εξακολούθησαν να ζουν σαν να ήταν ακόμα στο δρόμο. Αυτό με ενέπνευσε, γιατί αντικρούει τις κοινές πεποιθήσεις για τους άστεγους. Επίσης, αυτό το ζευγάρι έχουν παραμείνει απόλυτα πιστοί ο ένας στον άλλον σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής. Παρόλο που ίσως το κοινό να μην το περιμένει από εκείνους, η σχέση τους αποτελεί παράδειγμα για όλους μας. Η σταθερότητα και η δύναμη της αγάπης τους, και οι αντισυμβατικές ιδέες τους για την ευτυχία και την ικανοποίηση, ήταν που με παρακίνησαν να παρουσιάσω τον Ντάβο και την Κόρη με τρόπο τελείως αντίθετο με την επικρατούσα τάση. Μια τάση πορνογραφίας της φτώχειας, η οποία παρουσιάζει μια στρεβλή εικόνα των περιθωριοποιημένων ανθρώπων και μειονοτήτων ως έχοντες κοινές φιλοδοξίες με τη λευκή μεσαία τάξη.
I met Davo and Daughter a few years ago when I was working in a crisis accommodation service in Melbourne. At that time they were sleeping rough on the streets. And yet, even after they found permanent accommodation they continued to live their ‘streetie’ lifestyle. This inspired me because it contradicts many common assumptions about homelessness. Davo and Daughter have also remained fiercely loyal to each other during their life together. Though the audience may not expect it from them, their relationship becomes an example we may all learn from. This enduring love and their atypical ideas about happiness and contentment motivated me to present Davo and Daughter in a way that is contrary to the persistent trend of poverty porn which often misrepresents marginalised people and minorities as people who share white middle-class aspirations.Ι.Π.: Πόσο εύκολο ήταν να σας μιλήσουν ο Ντάβο και η Κόρη για τη ζωή τους και την αγάπη τους;
How easy was it to get D. and D. to talk to you about their lives and about their love?
S.D.: Μερικές φορές ήταν εύκολο, άλλες δύσκολο. Είναι και οι δύο πολύ ανοιχτοί άνθρωποι και τους αρέσει να μιλούν. Δεν περιορίζονται από τις κλασικές ανασφάλειες και αναστολές. Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου τι πιστεύει ο κόσμος γι’ αυτούς. Αν τους αντιμετωπίσεις με σεβασμό, στο ανταποδίδουν. Γνωρίζουν την αξία τους κι αυτά που πρεσβεύουν, πράγμα πολύ ευχάριστο για μένα στη διάρκεια της επαφής μου μαζί τους. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να είμαι αληθινός και να τους σέβομαι. Νομίζω ότι ο καθένας μας αντιδρά καλά σε αυτό.
Οι δυσκολίες ήταν κατά βάση πρακτικές. Η Κόρη έχει πρόβλημα με την ακοή της και ο Ντάβο μιλάει συχνά σε αργκό κι έχει χαμηλή, «σπασμένη» φωνή. Τελικά, αυτές οι δυσκολίες έκαναν το ντοκιμαντέρ πιο ενδιαφέρον, εφόσον βρήκαμε τρόπο να τις ξεπεράσουμε και να επικοινωνήσουμε έτσι ώστε να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο. Αυτό που βοήθησε πολύ επίσης, ήταν ότι έχουν και οι δύο πολλή πλάκα. Το χιούμορ λειτουργεί πάντα θετικά.
At times it was easy and at other times hard. Davo and Daughter love to talk and are very open people. They aren’t really tied down by regular insecurities and inhibitions. They don’t really care about what people think of them. If you show them respect, they show it back. They know their value and what they are about, which I found really nice to be around. All I had to do is be real and show them respect. I believe everyone responds well to this.
The challenges were more practical than anything. Daughter has a hearing impairment and Davo talks with a lot of slang and has a low gravelly voice. These things ended up working for the film once we’d figured out how to communicate with each other so everyone was understood. It helped that they are both very funny too. Humor always keeps the wheels turning.Ι.Π.: Η Κόρη είπε ότι συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο ξενοδοχείο Γκάτγουικ. Ζούσαν στο δρόμο τότε;
Daughter said they met each other at the Gatwick for the first time. Were they living on the streets back then?
S.D.: Δεν μπορώ να πω ακριβώς. Μάλλον θα έπρεπε να ρωτήσουμε τους ίδιους. Πάντως, γνωρίζω ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα, το Γκάτγουικ στη Μελβούρνη ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσαν να μείνουν όσοι δεν είχαν άλλη επιλογή στέγασης. Θα έλεγα ότι τουλάχιστον ο ένας από τους δύο ζούσε στο δρόμο όταν συναντήθηκαν.
It’s hard to say actually. I think we would have to ask them that question.
For a long time, the Gatwick in Melbourne was the only place for people to stay when they had exhausted all other housing options. I’d say at least one of them was on the streets at the time they met.
Ι.Π.: Η Κόρη και ο Ντάβο έχουν δει το ντοκιμαντέρ και ποια ήταν η γνώμη τους γι’ αυτό;
Have D. and D. actually seen the film? What did they think of it?
S.D.: Ναι, το είδαν και τους άρεσε πολύ. Δεν καταλαβαίνουν για ποιο λόγο γίνεται τέτοιος σάλος, όμως. Όταν το ντοκιμαντέρ επιλέχθηκε για το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου 2017 της Μελβούρνης, το μεγαλύτερο φεστιβάλ στην Αυστραλία και στην πόλη όπου ζουν, τους κάλεσα στην πρεμιέρα. Μου απάντησαν ότι μάλλον είχαν ήδη κάτι να κάνουν εκείνη τη βραδιά, κι ότι δεν τα συμπαθούν αυτά.
Μου είπαν επίσης, ότι από τότε που προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ στη Μελβούρνη, πηγαίνει πολύς κόσμος και τους μιλάει στο δρόμο. Αυτό με κάνει πολύ χαρούμενο επειδή δείχνει ότι το ντοκιμαντέρ είχε το αποτέλεσμα που ήλπιζα! Οι ίδιοι το απολαμβάνουν επειδή τους αρέσει να γνωρίζουν κόσμο και να συνομιλούν μαζί του.
Yes, they have and said they really liked it. They don’t really see what all the fuss is about, though. When the film was selected to be part of the Melbourne International Film Festival 2017, the biggest festival in Australia and the city they live in, I invited them to the premiere. They said they probably had something else on that night and that it wasn’t really their thing.
They told me that since the film has been screened in Melbourne people go up to them in the street and talk to them. This makes me really happy because it means the film is having the effect I was hoping for! They are both big talkers and like meeting new people, so they enjoy it.Ι.Π.: Ποιος είναι ο σκοπός αυτού του ντοκιμαντέρ για εσάς; Το μήνυμα που θέλετε να περάσετε;
What is the purpose of this documentary for you? The message you wish to get across?
S.D.: Πολλούς από τους λόγους για τους οποίους έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ, μου είναι δύσκολο να τους εκφράσω με λόγια. Γι’ αυτό, άλλωστε, μου αρέσει να κάνω ταινίες. Μπορώ να πω μέσω αυτών όσα δεν μπορώ να πω με λέξεις. Υπάρχουν, βέβαια, μερικά πράγματα που θα ήθελα να αναφέρω. Πιστεύω ότι με την εξέλιξη της τεχνολογίας και τις αναρίθμητες επιλογές που έχουμε εμείς οι άνθρωποι, αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις ως αναλώσιμο είδος όλο και περισσότερο. Προσωπικά, θεωρώ ότι αυτό μας οδηγεί στο δρόμο της μοναξιάς μέσω της αναζήτησης μιας τελειότητας που δεν υφίσταται. Ο Ντάβο και η Κόρη αποτελούν εξαίρεση. Στηρίζουν ο ένας τον άλλον πάντοτε, μια αξία πολύ υποτιμημένη στις μέρες μας. Κατανοούν την έννοια του συμβιβασμού και της εκτίμησης του άλλου γι’ αυτό που είναι. Είναι κάτι που μου εμπνέει μεγάλο σεβασμό για εκείνους. Νομίζω ότι η ουσία για εκείνους είναι να θυμούνται τι είναι σημαντικό και να μην αναλώνονται σε ασήμαντα πράγματα.
Όπως ανέφερα και νωρίτερα, ο σκοπός μου ως σκηνοθέτη ήταν να ευαισθητοποιήσω όσο μεγαλύτερο κοινό μπορούσα στα βιώματα των περιθωριοποιημένων ανθρώπων. Προσπάθησα να το πετύχω μέσω της συμπάθειας και με κάτι κοινό σε όλους μας, την αγάπη. Προσέγγισα την ταινία με αυτό τον τρόπο, διότι διαφωνώ με την τρέχουσα τάση απεικόνισης των ανθρώπων του περιθωρίου ως αντικείμενα που πρέπει να οικτίρουμε. Θεωρώ μια τέτοια προσέγγιση υπεροπτική και στείρα. Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται οίκτο αλλά σεβασμό. Ανεξαρτήτως προέλευσης ή κοινωνικής κατάστασης, κάθε ανθρώπινο πλάσμα έχει κάτι να προσφέρει.
Many of my motivations for making the film I can’t articulate. I guess that’s one of the reasons why I like making films. I can say things with film, I can’t say with words. There are a few things I would like to say, though. I feel with the rise of technology and unlimited options, people have started regarding relationships more and more as disposable. Personally, I feel like this is leading us down a path of loneliness by seeking some type of perfection that doesn’t really exist.
Davo and Daughter are not a part of this, they stick by each other no matter what, which seems to be becoming a very undervalued virtue. They understand compromise and valuing each other for who they are. It’s something I really respect about them. What I think it comes down to for them is remembering what the important things are and not getting bogged down in things that don’t really matter.
As I mentioned above, my goal as a director was to get a mainstream audience to connect to the experiences of marginalized people on a basic human level. I tried to achieve this through empathy and something we all have in common, love.
I wanted to approach the film this way because I don’t agree with the current trend of portraying marginalized people as objects we should pity. I find this approach to filmmaking and communicating with others very condescending and unproductive. People don’t need pity, they need genuine respect. Regardless of someone’s background or where they are in life, every human being has something to offer.Ι.Π.: Θα λέγατε ότι το να ζει κανείς στο δρόμο, αντιμετωπίζοντας τόσες δυσκολίες, καθιστά την πίστη στο σύντροφό του για 24 χρόνια πιο εύκολη ή πιο δύσκολη και γιατί;
Would you say that living on the streets and going through so many hardships makes being loyal to each other for 24 years easier or harder? Why?
S.D.: Είναι πολύ πιο δύσκολο να διατηρήσει κάποιος μια σχέση ζώντας στο δρόμο. Προφανώς, λόγω της τεράστιας πίεσης υπό την οποία βρίσκονται όσοι ζουν κάτω από τέτοιες συνθήκες. Κάθε μέρα απαιτεί σκληρή δουλειά για να εξασφαλίσουν και τις πιο βασικές ανάγκες τους. Το ζευγάρι αυτό λειτουργεί σαν ομάδα για να το πετυχαίνει αυτό, πράγμα αξιοθαύμαστο. Όπως ισχύει για όλους μας, αν φανείς αρκετά δυνατός ώστε να ξεπεράσεις τα δύσκολα, αυτό σε φέρνει πιο κοντά στο σύντροφό σου.
It’s a lot harder to maintain a relationship on the streets; obviously because of the enormous stress people are under living in these conditions. Each day is hard work just to get their basic needs met. Davo and Daughter work as a team to do that which is pretty amazing to watch. Like anyone in tough times though, if you are strong enough to get through it, it brings you closer to each other.Ι.Π.: Το να είσαι περιθωριακός σημαίνει πολλά πράγματα. Να ανήκεις σε μια μειονότητα, να είσαι εξαρτημένος, να πάσχεις από ψυχικό νόσημα, να ζεις στο δρόμο και να «παίρνεις τα πράγματα όπως έρχονται», όπως λέει ο Ντάβο. Σήμερα, που οι άνθρωποι προγραμματίζουμε και οργανώνουμε διαρκώς τη ζωή μας και το μέλλον μας, πιστεύετε ότι το να παίρνουμε τα πράγματα όπως έρχονται, θα μπορούσε να είναι ο τρόπος να ζούμε πιο χαλαρά, πιο χαρούμενα, και κατά συνέπεια, να χτίζουμε πιο δυνατές σχέσεις;
Being an outsider means many different things; belonging to a minority, being an addict, having mental health issues, living on the streets and “taking it as it comes” as Davo says. In our days, when we are always planning and organizing our lives and our future, do you think taking it as it comes could be the way to lead a more stress-free, happier life and consequently build stronger relationships?
S.D.: Σίγουρα! Αυτό είναι κάτι που κρατώ από το χρόνο που πέρασα με τον Ντάβο και την Κόρη. Είμαι ο χειρότερος στο να γεμίζω τη μέρα μου με όσο περισσότερα πράγματα γίνεται. Τα τελευταία χρόνια έχω μια παρόρμηση να είμαι όσο πιο παραγωγικός μπορώ. Έτσι, χάνω στιγμές ευτυχίας που ζει κανείς όταν παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται και απολαμβάνει τη στιγμή. Φυσικά, δεν μπορούμε να τα αφήνουμε όλα στην τύχη τους, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Ειδάλλως, καταλήγουμε να προσπαθούμε να φάμε πρωινό, να βγάλουμε το σκύλο βόλτα και να απαντάμε σε emails ταυτόχρονα, κάτι που εμένα προσωπικά, μου συμβαίνει πολύ συχνά (γέλια)! Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις, μου φαίνεται λογικό να λειτουργεί η φιλοσοφία ζωής του Ντάβο, αλλά δεν μπορώ να την στηρίξω με την προσωπική μου εμπειρία, γιατί δεν είχα μέχρι στιγμής μια τόσο επιτυχημένη σχέση όσο η δική του.
For sure! This is one thing I take away from the time I spent with Davo and Daughter. I’m terrible for shoving as much stuff into my day as possible. These last few years I have had this compulsion to try and be as productive as I possibly can. By doing this, I lose sight of the happiness that comes from just taking things as they come and being in the moment. I realize you have to plan some things and be proactive of course, but we need to be careful. Otherwise, you end up trying to eat breakfast, walk your dog and reply to emails at the same time, which is what happens to me very often (laughs)!
In terms of relationships, it makes sense to me that applying Davo’s philosophy would work, but I have never had a relationship as successful as his, so I can’t really
back that up.
Ι.Π.: Κατά τη γνώμη σας, άνθρωποι που έχουν παραμείνει πιστοί ο ένας στον άλλον για 24 χρόνια, μπορούν να χαρακτηριστούν αουτσάιντερ σήμερα;
Would you say that people who have been loyal to each other for 24 years nowadays could be considered outsiders?
S.D.: Με τίποτα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό αποζητούμε όλοι. Απλώς, οι μακροχρόνιες σχέσεις δεν είναι της μόδας στην εποχή μας, οπότε είτε προσποιούμαστε ότι δεν τις επιθυμούμε, είτε κάνουμε τα πάντα κρυφά για να τις αποκτήσουμε. Είμαστε όλοι πλάσματα με ανάγκες και επιθυμίες, σε αναζήτηση του «ενός και μοναδικού». Δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε γι αυτό.
Na, I still think it’s what everyone wants. Long term relationships aren’t really fashionable, so people either pretend they don’t want it or are secretly trying their best to achieve it. We are all creatures with needs and wants, looking for “the one.” It’s nothing to be embarrassed about.Ι.Π.: Συγχαρητήρια για τη διάκριση Καλύτερης Ταινίας Ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νούσα! Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι το ντοκιμαντέρ σας είχε τόση απήχηση μέχρι στιγμής; Περιμένατε ή στοχεύατε σε κάποια διάκριση;
Congratulations on winning the NIFF (Noosa International Film Festival) Best Documentary award! Why do you think your documentary has been so well received so far? Did you expect or aim for any awards?
S.D.: Σας ευχαριστώ! Νομίζω ότι είχε απήχηση για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ο Ντάβο και η Κόρη είναι τόσο γοητευτικοί και ξεχωριστοί άνθρωποι. Δεύτερον, επειδή η προσέγγισή μας στην ιστορία τους αγγίζει τον κόσμο. Πηγαίνουν στο σινεμά περιμένοντας ακόμα ένα καταθλιπτικό μελόδραμα, και καταλήγουν να βρίσκουν περισσότερα κοινά σημεία παρά διαφορές με αυτό το ζευγάρι. Νομίζω ότι γι αυτό κυρίως άρεσε το ντοκιμαντέρ στο κοινό.
Σίγουρα δεν περιμέναμε ότι θα γινόταν κάτι ιδιαίτερο. Ξέραμε ότι το ντοκιμαντέρ είναι καλοφτιαγμένο και ήμαστε περήφανοι για αυτό, αλλά ακόμα κι όταν κάνει κανείς ταινίες σε επίπεδο Χόλυγουντ, ο κινηματογράφος είναι πάντα ρίσκο. Ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις πώς θα πάει μια ταινία. Απλώς βάζεις τα δυνατά σου και εύχεσαι να πάνε όλα καλά. Είναι τεράστια τιμή να σε δέχονται σε μεγάλα φεστιβάλ και να βραβεύεσαι. Τέτοιου είδους πράγματα, ποτέ δεν τα θεωρώ δεδομένα.
Thank you! I think it’s been received well for two reasons mainly. First, because Davo and Daughter are such charming and unique people. Then, the approach we took to telling their story resonates with people. People go into the film expecting another hard luck story and end up feeling they have less differences and more in common with Davo and Daughter. I think that’s pretty much why people appreciate the film.
We never expected anything much to happen. We knew the film was pretty good and we were proud of it, but even at the Hollywood blockbuster level, filmmaking is a gamble. You can never predict how a film will be received. You just make the best film you can and cross your fingers. It’s a huge honor to be accepted into festivals and receive awards. I never take these things for granted.Ι.Π.: Τι πραγματεύεται η επόμενη δουλειά σας;
What is your next project going to be about?
S.D.: Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνω μια ταινία που γύριζα, ενώ ακόμα έκανα το μοντάζ του Μια Ζωή Μαζί. Λέγεται Φωνές. Πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων που ζουν σε εργατικές κατοικίες και αναλαμβάνουν να «τρέξουν» ένα πρόγραμμα της Κοινότητας πάνω στη δημόσια ομιλία. Είναι εκπληκτικό να παρατηρεί κανείς πώς ανεβαίνει η αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου μέσα από το δημόσιο λόγο. Οι Φωνές βρίσκονται τώρα στα τελευταία στάδια της μεταπαραγωγικής επεξεργασίας.
Επίσης, έχω άλλα δύο πρότζεκτ που τρέχουν. Το ένα μιλάει για τους νέους και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην οικογενειακή εστία. Με ενδιαφέρει πολύ να κάνω κάτι για τους νέους ανθρώπους, γιατί πιστεύω ότι είναι εκείνοι που χρειάζονται την στήριξή μας περισσότερο, για διάφορους λόγους. Τα παιδιά και οι νέοι είναι οι πιο ευάλωτες ομάδες στην κοινωνία μας. Παρέχοντας στήριξη στους ανθρώπους όταν είναι νέοι, προλαβαίνουμε μελλοντικά προβλήματα με τον καλύτερο τρόπο.
Το δεύτερο πρότζεκτ μιλάει για το πώς να βρούμε αποτελεσματικότερους τρόπους στήριξης των ανθρώπων που την έχουν ανάγκη. Το ντοκιμαντέρ αυτό θα αναζητά απαντήσεις σε αυτό το φαινομενικά αναπάντητο ερώτημα. Αυτό το πρότζεκτ γεννήθηκε από την απογοήτευση που έχω νιώσει δουλεύοντας στον τομέα κοινωνικών υπηρεσιών. Νομίζω ότι χρειάζονται πολλές αλλαγές, ώστε να υπάρξει πιο αποτελεσματική στήριξη. Θα ήθελα να το δομήσω ούτως ώστε να λειτουργήσει σαν πυξίδα για όποιον άνθρωπο επιθυμεί να προσφέρει βοήθεια.
Εκτός από τα παραπάνω, βοηθάω άλλους ανθρώπους με τα δικά τους πρότζεκτ κι εργάζομαι σε Κέντρα Νεολαίας και σε Κοινωνικές Υπηρεσίες.
I am currently finishing off a film I was filming while editing ALT – it’s called Voices. It’s about a group of people living in public housing, who undertake a community arts program on public speaking. It’s amazing to see how something as simple as public speaking can change someone’s confidence. Voices is now in its last stages of post-production.
There are two more projects I am developing. The first is about young people experiencing difficulties with their home life. I really want to do something about young people because in a lot of ways, I feel they are the most in need of our support. Children and young people are the most vulnerable in our society and supporting people when they are young is the best way to prevent future problems.
The other project is about finding more effective ways of supporting people who need it. This was essentially born out of my disillusionment working in the community services sector. I think there are many changes we need to make in order to support people more effectively. The film will be about searching for answers to this seemingly unanswerable question. I’d like to structure it in a way that it serves as a road map for everyday people to use if they want to do some good.
Other than that, I’m working with a few other people on their projects and in Youth Work and Community Services.
(Μετάφραση: Ιωάννα Παπανικολοπούλου / Translation: Ioanna Papanikolopoulou)