ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: PETER TAMAS

Ήταν μεγάλη τιμή να συναντήσω τον καταξιωμένο δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιώργο Λεονάρδο και να μιλήσουμε για όλα. Δεν δίστασε ούτε στιγμή, να μου αποκαλύψει τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη – σε συνδυασμό με την ανάγκη της επιβίωσης που τον ώθησε στη δημοσιογραφία -, το «παιχνίδι» που τον ωθεί προς την συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων.

Άρθρα του έχουμε διαβάσει σε πολλές και διάφορες εφημερίδες, ενώ τον έχουμε παρακολουθήσει και στα δελτία ειδήσεων τηλεοπτικών καναλιών.

Τα ιστορικά βιβλία που έχει γράψει είναι πολλά, κι εγώ προσωπικά ξεκινώντας από το ιστορικό μυθιστόρημα «Κλεόπα, η πριγκιπέσσα του Μυστρά», που με συνεπήρε, δηλώνω φανατική αναγνώστριά του κι έχω βάλει στόχο να διαβάσω όλα τα βιβλία του.

Ευτυχώς, η ανάγκη επιβίωσης δημιούργησε έναν χαρισματικό δημοσιογράφο με σημαντικό έργο, παράδειγμα προς μίμηση για τις νεότερες γενιές, κι έναν εμπνευσμένο ιστορικό (κι όχι μόνο) συγγραφέα, που μας παραδίδει την ιστορία με τρόπο προσβάσιμο και κατανοητό σε κάθε αναγνώστη.

ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Κύριε Λεονάρδε, γεννηθήκατε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ποιες είναι οι πιο έντονες μνήμες σας από τα χρόνια που ζήσατε εκεί;

Γιώργος Λεονάρδος και Μαίρη Γκαζιάνη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ: Η γνώση που έλαβα στο Αβερώφειο Γυμνάσιο Αλεξάνδρειας, με γυμνασιάρχες τους Φτυαρά, Χαβιαρά και Ερρίκο Χατζηανέστη, και με άλλους σπουδαίους καθηγητές όπως την Βήχου και άλλους που δεν τους κατεβάζει τώρα η μνήμη μου. Αναφέρω δε τη γνώση, που ίσως εκληφθεί διαφορετικά από ορισμένους, γιατί ως νέος και γυμνασιόπαιδο, δεν είχα άλλες εμπειρίες, αφού τις περισσότερες ώρες της ημέρας ήμουν στο σχολείο, έξι μέρες την εβδομάδα, από τις 8 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα και τις Κυριακές τιμωρημένος να αντιγράφω κάποιο αρχαίο κείμενο. Γι’ αυτό έμαθα απ’ έξω και την Ξενοφώντος Κύρου Ανάβαση. Κάποιο σινεμά, από τα ωραία σινεμά της τότε Αλεξάνδρειας – Μετρό Στραντ, Αμίρ ή Ρίο – τα απολάμβανα μία φορά το μήνα και αυτό με δυσκολία, μιας κι έπρεπε να μην έχω τιμωρηθεί στο σχολείο ολόκληρο το τριανταήμερο.

Μ.Γ.: Μεγαλώνοντας, σπουδάσατε φυσικομαθηματικός, ωστόσο ποτέ δεν ασχοληθήκατε με την επιστήμη σας. Την αρνηθήκατε ή σας αρνήθηκε;

Γ.Λ.: Δεν την αρνήθηκα, μου το αρνήθηκε η ανάγκη της επιβίωσης ως φοιτητής. Στην αρχή του πρώτου έτους στη Θεσσαλονίκη, όπου είχα πετύχει στο εκεί Πανεπιστήμιο να εισαχθώ στη Φυσικομαθηματική Σχολή, Τμήμα Φυσικής, ένας θείος με σύστησε στον Βελλίδη, που εξέδιδε τότε τη «Μακεδονία» – που ήταν από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες εφημερίδες της χώρας – να πηγαίνω τα βράδια και να κάνω μεταφράσεις, επειδή γνώριζα καλά δύο γλώσσες, αγγλικά και γαλλικά. Τα αραβικά που είχα διδαχθεί στο γυμνάσιο, δεν μετρούσαν. Έτσι σπούδαζα και συγχρόνως «δημοσιογραφούσα» ως μεταφραστής. Ε, είχε γίνει η αρχή για να καταπιαστώ για τα καλά με τη δημοσιογραφία λίγα χρόνια αργότερα!

Μ.Γ.: Είστε πολύ γνωστός δημοσιογράφος, με εμπειρία χρόνων στον Τύπο και την τηλεόραση. Πόσες χαρές και πόσες λύπες έχετε εισπράξει όλα αυτά τα χρόνια;

Γ.Λ.: Η δημοσιογραφία, όπως και ορισμένες άλλες Τέχνες, όπου εισέρχεται και ο προσωπικός παράγων, είναι φυσικό να σου δίνει και χαρές – μάλλον ικανοποιήσεις – και λύπες. Δεν μπορείς να έχεις μόνο επιτυχίες. Για να έχεις μία επιτυχία, πρέπει να έχεις τουλάχιστον δύο-τρία σκουντουφλήματα˙ για να μην πω αποτυχίες. Αυτά σε διδάσκουν για την μελλοντική επιτυχία σου. Στην τηλεόραση δε, όπου η ενημέρωση είναι άμεση, τα συναισθήματα που σου δημιουργούνται είναι περισσότερο έντονα, αφού παρουσιάζεσαι ο ίδιος στο κοινό. Έχω κάνει και γκάφες για τις οποίες έβριζα τον εαυτό μου, και ας μην έφταιγε πάντα αυτός, αλλά και χαρές που επούλωναν τα τραύματα από την προηγούμενη γκάφα.

Μ.Γ.: Εργαστήκατε ως δημοσιογράφος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αν ξεκινούσατε από την αρχή, τι θα επιλέγατε;

Γ.Λ.: Από τις προηγούμενες απαντήσεις μου, ασφαλώς θα κατανοήσετε ότι πολλές φορές αυτό που κάνουμε δεν είναι ενσυνείδητη επιλογή, αλλά ένα κράμα συμπτώσεων – κυρίως συμπτώσεων – και ορισμένων αποφάσεων. Ο στίχος της σπουδαίας ποιήτριάς μας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που παράφρασα στο «Δύο πόρτες έχει η ζωή / άνοιξα μια και μπήκα / κι ως που να ’ρθεί το δειλινό / από την άλλη βγήκα. Όπως βλέπετε, στο σύντομο χρονικό διάστημα της ζωής μας το μέλλον μας εξαρτάται από τις συμπτώσεις και τις άμεσες αλόγιστες αποφάσεις μας.

Μ.Γ.: Έχετε αφήσει το δικό σας «σημάδι» στη δημοσιογραφία. Ωστόσο μεγάλη σας αγάπη αποδείχθηκε και η λογοτεχνία. Πότε αρχίσατε ν’ ασχολείστε με την συγγραφή βιβλίων;

Γ.Λ.: Με τα βιβλία και την ανάγνωσή τους, ασχολήθηκα από πολύ μικρός. Ίσως λόγω μοναξιάς. Δεν είχα αδέρφια και επειδή στην οικογένεια είχε χαθεί το πρώτο παιδί, το δεύτερο, δηλαδή εγώ, έμενα κλειδωμένος στο σαλόνι του σπιτιού, όπου υπήρχε και η βιβλιοθήκη του μακαρίτη του πατέρα μου. Οπότε… θυμάμαι ότι ένα από τα πρώτα βιβλία που διάβασα σε ηλικία 9 ή 10 ετών ήταν οι «Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων», του Ντοστογιέφκσυ. Ήταν δίτομο, αλλά σε μικρό σχήμα. Το διάβασα και ό,τι κατάλαβα, κατάλαβα. Όταν μεγάλωσα, το ξαναδιάβασα.

Μ.Γ.: Έχετε γράψει πολλά βιβλία και έχετε καταξιωθεί ως συγγραφέας. Τι είναι για σας η συγγραφή;

Γ.Λ.: Εκτόνωση. Περνά και ο πονοκέφαλος! Για να σοβαρολογήσω όμως, είναι μία παιδεία που θα έλεγαν οι παλαιότεροι. Ένα παιχνίδι. Ειδικά στο ιστορικό μυθιστόρημα. Ελέγχεις τις γνώσεις σου και τις εμπλουτίζεις, αφού δεν μπορείς να τα γνωρίζεις όλα. Ε, μετά τις καταγράφεις για να μπορέσουν να επωφεληθούν και άλλοι, οι αναγνώστες σου, από την εργασία τη δική σου. Είναι και θέμα εμπειριών, βέβαια. Όσο περισσότερες εμπειρίες έχεις από άλλη ενασχόλησή σου, τόσο καλύτερα αποδίδεις τη σκέψη σου.

Μ.Γ.: Και τι ήταν για σας η δημοσιογραφία;

Γ.Λ.: Για μένα ήταν ένα πεδίο για γνώσεις και εμπειρίες, μαζί με την προσπάθεια να υπερβώ και τον εαυτό μου. Ό,τι και ο αθλητισμός για έναν αθλητή. Όλο και περισσότερα έπρεπε να μάθω – και όχι μόνο από τα βιβλία – δυσκολότερα επιτεύγματα στις αποστολές στο εξωτερικό, και όσα ακόμα φέρνει ένας υγιή ανταγωνισμός.

Μ.Γ.: Τι είδους βιβλία γράφετε;

Γ.Λ.: Η δίψα για γνώση, ειδικά στον τομέα της Ιστορίας, με έσπρωξε στο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο πρέπει να έχει το συναισθηματικό και βέβαια τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων την συγκεκριμένη εποχή στην οποία αναφέρεσαι, την καθημερινότητα της εποχής (έχω γράψει και συνταγές μαγειρικής του Βυζαντίου του 9ου και 10ου αιώνα αλλά και ποιες λέξεις χρησιμοποιούσαν όταν βρίζονταν, γιατί η κάθε εποχή έχεις τις δικές της ύβρεις και λοιπά «αγαθά». Εκεί έφτασα…), την διεξοδική Ιστορία της περιοχής και, βέβαια, κάθε λεπτομέρεια που θα ήθελε να μάθει ο αναγνώστης, σαν να διάβαζε σύγχρονό του βιβλίο.

Μ.Γ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Κλεόπα, η πριγκίπισσα του Μυστρά». Σε τι αναφέρεται;

Γ.Λ.: Στη δημιουργία ενός πόλου εξουσίας και πολιτισμού εκτός της συγκεντρωτικής Κωνσταντίνου Πόλης. Ο Μυστράς αναπτύχθηκε και έγινε γνωστός ανά τον κόσμο χάρις στην Κλεόπα Μαλατέστα, την Ιταλίδα αρχοντοπούλα από το Ρίμινι, την οποία νυμφεύθηκε ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, μεγαλύτερος αδελφός του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου. Ο γάμος δεν ήταν ευτυχής για την ίδια, μιας και ο Θεόδωρος ήταν δύσκολος χαρακτήρας και καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, ένα θέμα τον απασχολούσε: πώς θα ανεβεί στον θρόνο της Πόλης, διαδεχόμενος τον μεγαλύτερο αδελφό του, Ιωάννη. Η Κλεόπα, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στον Μυστρά, έφερε Ιταλούς αρχιτέκτονες οι οποίοι αναστήλωσαν και κόσμησαν το φρούριο, έργα τα οποία τα βλέπουμε και σήμερα. Επίσης προστάτεψε τον μέγα φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό από τους αντιπάλους του, και κυρίως από τον μετέπειτα δοτό πατριάρχη Γεννάδιο, διορισμένος στον πατριαρχικό θρόνο από τον κυρίαρχο Μωάμεθ. Η οικογένεια Μαλατέστα διακρινόταν για τον έντονο φιλελληνισμό της, ένας δε νεότερος ξάδερφος της Κλεόπας, ο Σιγισμόνδος Μαλατέστα, μετά το θάνατό της, εκστράτευσε από το Ρίμινι στην Πελοπόννησο για να απελευθερώσει τον Μυστρά. Δεν τα κατάφερε και περιορίστηκε να πάρει μαζί του την σορό του μεγάλου δασκάλου του Πλήθωνα Γεμιστού, για τον οποίο ίδρυσε στο Ρίμινι ένα τεράστιο ναό προς τιμήν της Αρτέμιδος, όπου και την τοποθέτησε προκαλώντας την μήνη και την οργή του Πάπα. Τελικά ο ναός μεταμφιέστηκε σε περίπου χριστιανικό και υπάρχει ακόμα στο Ρίμινι, στον οποίο φιλοξενούνται τα οστά και του Σιγισμόνδου Μαλατέστα και του Πλήθωνα Γεμιστού…

Μ.Γ.: Πιστεύετε ότι η ιστορία του Δεσποτάτου του Μυστρά είναι γνωστή ή άγνωστη στους περισσότερους Έλληνες;

Γ.Λ.: Πιστεύω ότι όλοι γνωρίζουν τον Μυστρά, την Ιστορία του μάλλον όχι, πέραν ορισμένων ιστοριοδιφών και άλλων που λατρεύουν την Ιστορία. Βέβαια την γνωρίζουν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Σπάρτης και του γειτονικού Μυστρά, που διαφεντεύει από το ύψος του Κάστρου την πόλη.

Μ.Γ.: Ποιο ήταν το ερέθισμα ώστε να ασχοληθείτε με την συγκεκριμένη πριγκίπισσα;

Γ.Λ.: Η προσωπικότητά της, η λατρεία της για τη νέα της πατρίδα, που έφτασε μάλιστα στο σημείο να διαρρήξει τις σχέσεις της με την οικογένειά της και τον αδελφό της, υπερασπιζόμενη τα δίκαια των νέων συμπατριωτών της˙ και βέβαια η αφοσίωσή της στον καλλωπισμό της περιοχής της με την ανέγερση νέων εκκλησιών, προστατεύοντας και τον μέγιστο των συγχρόνων του φιλοσόφων, όπως επονομάστηκε, Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό.

Μ.Γ.: Διαβάζοντας το βιβλίο σας, διαπίστωσα ότι έχω πολλά κενά σχετικά με την ιστορία της συγκεκριμένης περιοχής και περιόδου. Το βιβλίο σας ήταν για μένα ένα δώρο γνώσεων. Εσείς πόση έρευνα χρειάστηκε να κάνετε ώστε να αντλήσετε τις σχετικές πληροφορίες;

Γ.Λ.: Η δημιουργία ενός ιστορικού μυθιστορήματος έχει τρεις βασικές φάσεις, πέραν ορισμένων άλλων λεπτομερέστερων και περιθωριακών. Η πρώτη είναι η συλλογή στοιχείων. Και όχι μόνο των ιστορικών, αλλά και της καθημερινότητας των κατοίκων της περιοχής. Από το πώς μιλούσαν μεταξύ τους, μέχρι του τι έτρωγαν και με τι φράσεις φιλονικούσαν. Στη συνέχεια, η βαθιά περίσκεψη για το πώς συμμαζεύονται όλα αυτά τα στοιχεία και πώς μπορούν να γίνουν αποδεκτά από τον έμπειρο και επαρκή αναγνώστη, χωρίς να παραποιείς ούτε κατά τρίχα την αποδεκτή και αναγνωρισμένη Ιστορία. Τέλος, να βρεις και τον Μύθο σου που θα σκαλίσεις στο χαρτί, για να εισχωρήσουν όλα αυτά τα στοιχεία και να γίνουν εύπεπτα από τον αναγνώστη. Μην ξεχνάμε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα παράγει αγωγή ψυχής, ήτοι γνώσεις και συμπεριφορές μαζί με κάποια ευφροσύνη και διασκέδαση διαβάζοντάς το.

Μ.Γ.: Το βιβλίο σας στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου σε πηγές, ή υπάρχουν σημεία όπου υπεισέρχεται η μυθοπλασία;

Γ.Λ.: Η μυθοπλασία υπεισέρχεται στον καμβά του βιβλίου για να εκτεθεί σωστά και γλαφυρά η ιστορικότητα του θέματος. Όσο πιο γλαφυρός ο… καμβάς, τόσο πιο ευανάγνωστο το βιβλίο!

Μ.Γ.: Έχετε βραβευτεί πολλές φορές για τα ιστορικά βιβλία σας. Τι σημαίνουν για εσάς αυτές οι βραβεύσεις;

Γ.Λ.: Ανάσες αναδημιουργίας και ώθηση για το επόμενο βιβλίο. Πάντα ο συγγραφέας χρειάζεται μια ενθάρρυνση. Συνέβαινε πάντα. Ο Ντίκενς, επί παραδείγματι, καλούσε στο σπίτι του τους φίλους του και μεταξύ κρασιού και σχολιασμού τους διάβαζε το νέο του βιβλίο, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις παρατηρήσεις, προθήκες και διορθώσεις των βιβλίων του. Αν επισκεφθείτε το σπίτι του στο Λονδίνο – που έχει γίνει πια μουσείο – θα δείτε με έκπληξη στοίβες τα άδεια μπουκάλια κρασιού που καταναλώνονταν σ’ αυτές τις λογοτεχνικές συνάξεις.

Μ.Γ.: Μπορείτε να μας πείτε τι θα αφορά το επόμενο βιβλίο σας;

Γ.Λ.: Το επόμενο βιβλίο θα εκδοθεί και πάλι από τις Εκδόσεις Ωκεανός και θα είναι φυσικά ιστορικό μυθιστόρημα. Ο τίτλος του; Θα είναι «Η ΣΑΡΑΝΤΑΠΗΧΑΙΝΑ – Ειρήνη η Αθηναία». Γιατί αυτή και γιατί αυτό ο τίτλος, ε, η συνέχεια επί της οθόνης, που έγραφαν παλαιότερα τα χαρτάκια με την υπόθεση του κινηματογραφικού έργου και μοιράζονταν στους θεατές από τις ταξιθέτριες!

Μ.Γ.: Αφού σας ευχαριστήσω, θα σας ζητήσω να κλείσετε με μια δική σας φράση αυτή τη συνέντευξη.

Γ.Λ.: Ευχαριστώ για τον χρόνο που μου αφιερώσατε…

*Το βιβλίο «Κλεόπα, η πριγκιπέσσα του Μυστρά» του Γιώργου Λεονάρδου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιώργος Λεονάρδος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πρωτοδημοσίευσε διηγήματα το 1953, στις ημερήσιες εφημερίδες της Αλεξάνδρειας Ταχυδρόμος και Ανατολή. Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σπούδασε φυσικομαθηματικός, αλλά έγινε δημοσιογράφος. Εργάστηκε στο δελτίο εξωτερικών ειδήσεων και αργότερα ως πολιτικός συντάκτης στις εφημερίδες Καθημερινή, Ναυτεμπορική, Απογευματινή, Ελευθεροτυπία, Μεσημβρινή, Έθνος και Ελεύθερος Τύπος, καθώς και ως αρθρογράφος στην οικονομική εφημερίδα Κέρδος. Υπήρξε ανταποκριτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων στο Βελιγράδι και αργότερα, το 1976, στη Νέα Υόρκη, όπου διατέλεσε και διευθυντής της ημερήσιας εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ. Ήταν παρουσιαστής ειδήσεων στην ΕΡΤ και στον ΑΝΤ1,
Για το ιστορικό μυθιστόρημά του «Μάρα, η Χριστιανή Σουλτάνα» βραβεύτηκε με το Βραβείο Ιστορικού Μυθιστορήματος το 2001 από την Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων. Το 2006 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Μπότση για την προσφορά του στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία.
Το 2008 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το ιστορικό μυθιστόρημά του «Ο Τελευταίος Παλαιολόγος».
Διατέλεσε μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων.
Έχει συγγράψει 20 μυθιστορήματα, τα περισσότερα ιστορικά. Από τις Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΟΣ κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία του «Μπαρμπαρόσσα, ο Τρόμος της Μεσογείου», «Νησιά Ξεχασμένα στον Χρόνο», «Ευσεβία η θλιμμένη αυτοκράτειρα», «Τσαρίνα Σοφία η Παλαιολογίνα που ανέδειξε τη Ρωσία» και «Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος.

Books and Style

Books and Style